Είμαι η Ελλάδα και ονειροβατώ. Αν με ξυπνήσετε, θα πάθω καρδιακό
Ας μου επιτραπεί να μιλήσω για το όραμά μου, για
την Ελλάδα όπως θα ήθελα να είναι. Θα ήθελα όλοι να πηγαίνουν κάθε χρόνο
σε μια ξένη χώρα, με έξοδα ενός υπουργείου Διακοπών και Περιήγησης.
Ανοίγει το μυαλό με τα ταξίδια. Θα ήθελα να καταργήσω τις φυλακές και οι
εγκληματίες να ενσωματωθούν στην κοινωνία μέσα από τελετές αγκαλιάς και
συγχώρεσης. Να φύγει το κακό, να έρθει το φως. Θα ήθελα να δουλεύουν
όλοι τετραήμερο ώστε να έχουν χρόνο για τέχνη και αθλοπαιδιές. Η εργασία
είναι σκλαβιά.
Μη με ρωτήσετε πώς θα υλοποιηθούν όλα αυτά. Μίλησα για όσα θα ήθελα χωρίς να έχω την υποχρέωση να καταθέσω συγκεκριμένη πρόταση, με αριθμούς, με κονδύλια, με γραφήματα και στατιστικά. Θα ήθελα. Υποθετικός λόγος.
Ας φανταστούμε και τη συνθήκη μέσα στην οποία δημιουργήθηκε το όραμά μου. Από τα εφηβικά μου χρόνια συναντούσα κι άλλους καλούς ανθρώπους, ξέρετε ανθρωπινότερους των άλλων, που ήταν κι αυτοί ψυχοπονιάρηδες και ήθελαν ευημερία για όλους, αγάπη ολούθε και λεφτοβροχή. Είχαμε κάτι γραφεία και μαζευόμασταν, εκδίδαμε κι ένα εναλλακτικό περιοδικό και γράφαμε τις ιδέες μας. Να ζουν οι λαοί μονιασμένοι, χωρίς σύνορα, να έχουμε δωρεάν Παιδεία και δωρεάν Υγεία, χωρίς όμως να πληρώνουν ένσημα οι μισοί, χωρίς να φορολογούνται οι άλλοι μισοί - τέτοια πράγματα.
Μαζευόμασταν και μιλάγαμε με τις ώρες για το
όραμα. Καφέδες επί καφέδων, τσιγάρα επί τσιγάρων, συνελεύσεις,
επιτροπές, ψηφοφορίες διά βοής. Προπάντων αμεσοδημοκρατία. Δεν είχαμε
ούτε αρχηγό, ούτε εκπρόσωπο, ούτε διευθυντή, ούτε αφεντικό. Εντάξει,
υπήρχε ένας που κρατούσε τα κλειδιά του γραφείου, έκοβε τα τιμολόγια στα
τυπογραφεία για τα φυλλάδια, κρατούσε την ντουντούκα στις πορείες,
έδινε το όρντινο για το πότε θα συναντηθούμε. Υπήρχε ένας που είχε πάντα
την τελευταία λέξη, αλλά ήμασταν ελεύθεροι, ανένταχτοι, οραματιστές.
Θέλαμε την ευτυχία.
Είχαμε συντρόφους με παρόμοια οράματα, πάλευαν κι αυτοί για τη δικαιοσύνη, για την κατανομή των αγαθών, για τις ίσες ευκαιρίες, για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ημασταν με το μέρος του Καλού με κάπα κεφαλαίο. Λογικό ήταν να μαζευτούμε κάτω από την ίδια ομπρέλα. Ο κόσμος είδε σε εμάς την αλλαγή, είδε το διαφορετικό. Μέσα στη σαπίλα εμείς φαινόμασταν καθαροί, και ήμασταν καθαροί. Δεν κλέψαμε, δεν καταστρέψαμε, δεν διοικήσαμε, δεν νομοθετήσαμε. Υπήρξαμε αληθινοί, αυθεντικοί, τίμιοι και ονειροπόλοι. Ποιος θα μας κατηγορήσει για το όραμα;
Μπήκαμε στη Βουλή και γίναμε κυβέρνηση. Παραμένουμε συνεπείς. Θέλουμε το όραμα και το θέλουμε όλο, όπως το φανταστήκαμε όταν τα κουβεντιάζαμε, όταν εκδίδαμε περιοδικό πολιτικής ανάλυσης, όταν βουτούσαμε στα βαθιά της θεωρίας. Μη ζητάτε τα ρέστα σήμερα. Ποτέ δεν είχαμε κοστολογημένες προτάσεις. Μόνο γενικολογία και καλοσύνη.
Να 'μαι λοιπόν σήμερα με τη σαγιονάρα στη Βουλή να
πρέπει να αποφασίσω για το μέλλον της χώρας. Η σαγιονάρα είναι σύμβολο
εξέγερσης, μαζί με το ξεχειλωμένο μπλουζάκι και το πανωφόρι εκστρατείας.
Να σας πω όμως κάτι; Δεν θα λέγατε τίποτα για την αμφίεση εάν σας
έφερνα τις προτάσεις ενός λογιστάκου, αν οι προτάσεις μου ήταν με
οικονομικές λεπτομέρειες. Αυτό που σας σοκάρει είναι ότι ενσαρκώνω ένα
σύνθημα από τον Μάη του '68: «Η φαντασία στην εξουσία». Εγώ είμαι η
φαντασία, εγώ είμαι το όραμα, εγώ και η εξουσία. Εχουμε τον τρόπο. Οπως
τυπώναμε περιοδικά, έτσι θα τυπώνουμε και χαρτονομίσματα. Θα τα ρίχνουμε
από ελικόπτερα. Δεν θα έρθει το κεφάλαιο να μας πει τι θα κάνουμε.
Κάτι τελευταίο. Στο δημοψήφισμα ο κόσμος προτίμησε τη δική μας τρέλα, προτίμησε το όραμα. Τώρα μη ζητάτε τα ρέστα, να καθήσουμε σε μια γωνίτσα και να καμαρώνουμε τον Πρωθυπουργό, που μοιάζει όλο και περισσότερο με τους προηγούμενους. Και μη ζητάτε λεπτομέρειες για την υλοποίηση του οράματος. Είμαι η Sonnambula και ονειροβατώ. Αν με σκουντήσετε, αν με ξυπνήσετε, θα πάθω κανένα καρδιακό.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιουλίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου