Οσα και να επινοήσει το επιτελείο του Μαξίμου,
ώστε να τα παρουσιάσει ως «προοπτική», θα προσκρούσουν στη σκληρή
καθημερινότητα. Η μάχη «εντυπώσεων» στη ΔΕΘ ακούγεται μάλλον ως
ευφυολόγημα, γιατί αρκεί κανείς να ανατρέξει στις προηγούμενες ομιλίες
του πρωθυπουργού για να διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει πλέον καύσιμο για
νέα παραμύθια. Μετά τις παιδικές αρρώστιες του αντικαπιταλισμού και της
αντιπαγκοσμιοποίησης, που επιβάρυναν τη χώρα όχι μόνο οικονομικά, μετά
τις παλινωδίες περί αντισυστημικής γλώσσας και περί προστασίας των
αδυνάτων, μετά τη διγλωσσία εσωτερικού και εξωτερικού και μετά την
καταρράκωση της ιδιωτικής οικονομίας, έρχεται η ώρα που όποιο τέχνασμα
και να επινοήσεις το ακροατήριό σου θα είναι μόνο ο σκληρός πυρήνας.
Καθώς όσοι στηρίζουν ακόμη αυτήν την κυβέρνηση είναι πολίτες που έχουν συνδέσει την τύχη τους με το μέλλον της ισχύουσας κατάστασης και πολίτες που εθελοτυφλούν, η επιλογή του διχασμού είναι ο μόνος δρόμος για να συγκρατηθεί η απώλεια ψήφων. Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε «κανονικό» κόμμα που θα μπορεί να αποτελεί «πολιτισμική», πρωτίστως, δεξαμενή για μία ευρεία μάζα μικρομεσαίων, δεν φαίνεται να έχει πολλές πιθανότητες να ολοκληρωθεί. Και αυτό, γιατί ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει ουσιαστικά στη μετεξέλιξή του στην «αριστερά» της «κεντροαριστεράς», καθώς για να συμβεί αυτό απαιτείται ένας ελάχιστος αριθμός στοιχειωδώς χαρισματικών στελεχών και ένα μίνιμουμ «γοητείας» της ρητορικής του.
Και τα δύο φαίνεται ότι απουσιάζουν. Και μάλιστα το κενό είναι εντυπωσιακό. Η ρητορική της κυβέρνησης περί δήθεν σταδιακής εξόδου από τα «μνημόνια» και περί δήθεν διεθνούς «ψήφου εμπιστοσύνης» στην Ελλάδα, που θα αναπτυχθεί, ακούγεται ως στρεβλός αντίλαλος. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Οσα θετικά έχουν συμβεί είναι απόρροια όσων σύρθηκε η κυβέρνηση κατόπιν ταπεινωτικής συνθηκολόγησης να υπογράψει και όσων προκύπτουν από την προσδοκία πολιτικής μεταβολής το 2018 ή το 2019.
Αυτό που μένει είναι η δημιουργία έντονης πόλωσης, μία τακτική πετροπολέμου και τεχνηέντως χοντροκομμένων (και ευκόλως κατανοητών και από τους πλέον αδαείς) διαχωριστικών γραμμών. Η θεωρία των καλών και των κακών, σε επίπεδο πρωτόλειων χαρακωμάτων, είναι το μόνο χαρτί που φλέγεται ήδη στο χέρι του πρωθυπουργού.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
26.08.2017
Καθώς όσοι στηρίζουν ακόμη αυτήν την κυβέρνηση είναι πολίτες που έχουν συνδέσει την τύχη τους με το μέλλον της ισχύουσας κατάστασης και πολίτες που εθελοτυφλούν, η επιλογή του διχασμού είναι ο μόνος δρόμος για να συγκρατηθεί η απώλεια ψήφων. Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε «κανονικό» κόμμα που θα μπορεί να αποτελεί «πολιτισμική», πρωτίστως, δεξαμενή για μία ευρεία μάζα μικρομεσαίων, δεν φαίνεται να έχει πολλές πιθανότητες να ολοκληρωθεί. Και αυτό, γιατί ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει ουσιαστικά στη μετεξέλιξή του στην «αριστερά» της «κεντροαριστεράς», καθώς για να συμβεί αυτό απαιτείται ένας ελάχιστος αριθμός στοιχειωδώς χαρισματικών στελεχών και ένα μίνιμουμ «γοητείας» της ρητορικής του.
Και τα δύο φαίνεται ότι απουσιάζουν. Και μάλιστα το κενό είναι εντυπωσιακό. Η ρητορική της κυβέρνησης περί δήθεν σταδιακής εξόδου από τα «μνημόνια» και περί δήθεν διεθνούς «ψήφου εμπιστοσύνης» στην Ελλάδα, που θα αναπτυχθεί, ακούγεται ως στρεβλός αντίλαλος. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Οσα θετικά έχουν συμβεί είναι απόρροια όσων σύρθηκε η κυβέρνηση κατόπιν ταπεινωτικής συνθηκολόγησης να υπογράψει και όσων προκύπτουν από την προσδοκία πολιτικής μεταβολής το 2018 ή το 2019.
Αυτό που μένει είναι η δημιουργία έντονης πόλωσης, μία τακτική πετροπολέμου και τεχνηέντως χοντροκομμένων (και ευκόλως κατανοητών και από τους πλέον αδαείς) διαχωριστικών γραμμών. Η θεωρία των καλών και των κακών, σε επίπεδο πρωτόλειων χαρακωμάτων, είναι το μόνο χαρτί που φλέγεται ήδη στο χέρι του πρωθυπουργού.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
26.08.2017