Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Μια εικόνα που σε παγώνει..


 

Καθόμαστε και σχολιάζουμε διάφορα πράγματα από την ασφάλεια και τη θαλπωρή του σπιτιού μας ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους ανθρώπους μας βεβαιώνοντας τον εαυτό μας ότι είναι όλα καλά.

Και πέφτει το μάτι σ' αυτήν την εικόνα.

Και παγώνουν όλα.

Ξανά-κοιτάς τα παιδιά σου να βεβαιωθείς ότι δεν είναι δικό τους αυτό το χεράκι.

Κοιτιέσαι στον καθρέφτη να σιγουρευτείς ότι δεν είσαι αυτός ο πατέρας.

Και τώρα ;

Τώρα πώς νιώθεις;

Εγώ έβαλα για δέκα δευτερόλεπτα τον εαυτό μου σ' αυτην ακριβώς τη θέση.

Πώς ένιωσα;

Νεκρός.

Προσπάθησα να συνέλθω γιατί το να έχεις  ενσυναίσθηση τελικά είναι ελάττωμα και μάλιστα από τα χειρότερα.

Και αφού συνήλθα και βγήκα από όλο αυτό και έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να ξεχάσω τί βίωσα για δέκα δευτερόλεπτα, συνειδητοποίησα ποσό τυχερός είμαι ακόμα που έχω το παιδί μου σώο και υγιές.

Με έκανε η δουλειά μου ετσι;

Ήμουν από πριν;

Έχω φίλους γιατρούς που παρ' όλο που είναι πιο ορθολογιστές από εμένα, κάνουν πράξεις ανιδιοτελείς μόνο και μόνο γιατί θέλουν να βοηθήσουν.

Και ξέρω ότι βλέποντας αυτή την εικόνα νιώθουν το ίδιο.

Τους έκανε η δουλειά τους έτσι;

Ήταν από πριν;

Αξίζει να είσαι άνθρωπος σήμερα;

Αξίζει να πεθαίνεις μόνο και μόνο από μια εικόνα ενός ξένου;

Το στοιχειωμένο βλέμμα αυτού του πατέρα δίνει γροθιές στο στομάχι.

Το χέρι του που κρατάει το παιδί του προφανώς πιστεύοντας σε ένα θαύμα και ελπίζοντας ότι έτσι θα δώσει ζωή στο άψυχο χέρι της κόρης του δίνει χαστούκια απανωτά.

Για δέκα δευτερόλεπτα έχασα κι εγώ το παιδί μου.

Ένιωσα τον πόνο του πατέρα αυτού.

Μακάρι να μην ένιωθα.

Μακάρι να ήμουν μηχανή.

Μακάρι να ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής και όχι φωτογραφία.

Μακάρι να γινόταν το θαύμα.

Πολλά τα χαστούκια.

Τα αξίζουμε.

Μπας και ξανά γίνουμε άνθρωποι.

Να πάτε να φιλήσετε τα παιδιά σας.

Τώρα.

Λάμπρος Λιάπης-Νοσηλευτής

 

Ένας μεσημβρινός ανατολικά


 Όλη η κατάσταση με τον σεισμό στη Τουρκία είναι συγκλονιστική αλλά, αυτή η φωτογραφία του Πατέρα να κρατάει σιωπηλός για ώρες το χέρι της νεκρής Κόρης του, με έχει στοιχειώσει.. 

Προσπάθησα να μπω στα συναισθήματα του, στις σκεψεις του.. 

Το εγκατέλειψα.. Όσο κι αν προσπαθούσα θα ήταν μάταιο και ο πόνος αβάσταχτος... 

στοιχειώνω [stixióno] Ρ1α μππ. στοιχειωμένος : θυσιάζω άνθρωπο ή ζώο (το θάβω ή το σφάζω) στα θεμέλια ενός κτίσματος, για να γίνει στοιχειό που θα το προστατεύει

π.ρ



Ενας μεσημβρινός ανατολικά


 

Ενας μεσημβρινός ανατολικά

Ο άνθρωπος μας πηγαίνει για ύπνο έχοντας δει τις εικόνες από την Τουρκία και αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι, αλλά και πόσο αξίζουν όλες οι ζωές του κόσμου

Πρέπει να έγινε κάπως έτσι. Πρώτα θα ξύπνησαν από τη βοή, σαν ένα τρένο που έρχεται από τα έγκατα της Γης. Κάποιοι θα έμειναν ακίνητοι, παγωμένοι, στο κρεβάτι ή θα έπιασαν ενστικτωδώς το χέρι του ανθρώπου δίπλα τους. Αλλοι θα ανασηκώθηκαν φωνάζοντας προς τον Αλλάχ ή καλώντας τα παιδιά τους. Και ύστερα ήρθε η αιωνιότητα και χώθηκε μέσα σε ένα λεπτό, όσο κράτησε η δόνηση. Αισθάνθηκαν να φεύγουν. Το στόμα και τα ρουθούνια γέμισαν σοβά και τσιμέντο. Το κρεβάτι έγινε φέρετρο και το σεντόνι σάβανο. Η κάθοδος στον Αδη έγινε μαζί με το ίδιο τους το σπίτι. Το ταβάνι ενώθηκε με το πάτωμα. Ο τελευταίος ήχος που πήραν μαζί τους στο σκοτάδι ήταν κραυγές. Οι δικές τους κραυγές μέσα σε έναν κόσμο που κατέρρεε. Στον δικό τους κόσμο.

Ο άνθρωπος μας πηγαίνει για ύπνο κάνοντας αυτές τις σκέψεις. Προσπαθεί να το αναπαραστήσει στο μυαλό του για να το ξορκίσει, μήπως και σταματήσει να φοβάται. Εντελώς μεταξύ μας, αισθάνεται τύψεις. Και στοχάζεται πάνω στην έννοια της τύχης. Τι μας χωρίζει από τις εικόνες των κτιρίων που τώρα στέκουν σαν τσαλακωμένα κονσερβοκούτια πάνω στο χιόνι; Ενας μεσημβρινός. 

Και εδώ έρχεται η τύχη και σου μιλάει. Αν έχεις γεννηθεί ένα μεσημβρινό ανατολικότερα ή έναν παράλληλο νοτιότερα, η ζωή σου θα ήταν εντελώς διαφορετική, ίσως τώρα να ήταν σαν ένα κομμάτι από σπασμένο μπετόν πάνω στο χιόνι. Ολο αυτό το δράμα είναι δίπλα, σκάρτα μία ώρα με το αεροπλάνο. Ακόμα και αν πεις να πας εκεί οδικώς, θα φτάσεις μέσα στην ίδια μέρα. Λες και η σφαίρα περνάει ξυστά και πάει και καρφώνεται στην καρδιά του διπλανού σου. Χιόνι εδώ, χιόνι και εκεί. Μόνο που εδώ η αγωνία σου ήταν μη γλιστρήσεις, άντε και μήπως κοπεί το ρεύμα ή κολλήσεις σε κανένα μποτιλιάρισμα. Εκεί η αγωνία δεν έχει λέξεις για να μπει, μόνο κραυγές και λυγμούς.

Κάποτε είχε διαβάσει ότι ένα από τα προεκλογικά ρουσφέτια που κάνουν οι τουρκικές κυβερνήσεις είναι να νομιμοποιούν αυθαίρετα και να κάνουν τα στραβά ματιά σε κατασκευαστικές αυθαιρεσίες. Κάπως έτσι θα σηκώθηκαν και αυτοί οι πολυώροφοι τάφοι, φτιαγμένοι από τη κηδειόχαρτα των ενοίκων τους. Και τώρα που οι νεκροί, ο ένας δίπλα στον άλλον, μπορεί και να φτάνουν μέχρι την Αγκυρα, σκέφτεται ότι αυτοί οι σεισμοί καταπλάκωσαν και τον Ερντογάν, τον έχωσαν τόσο βαθιά μέσα στη γη που δεν πρόκειται να ξαναβγάλει το κεφάλι στο φως. Ναι βέβαια, σε τέτοιες στιγμές δεν σκέφτεσαι αυτά, αλλά τους ανθρώπους που χάθηκαν, από τα ντουβάρια που έκλειναν τις ζωές, τα παιδιά τους, το γέλιο και το κλάμα τους. 

Ομως ο άνθρωπός μας σκέφτεται αυτούς που έμειναν πίσω. 

Τους βλέπει στα πλάνα και είναι λες και φόρεσαν όλοι μάσκες αρχαίας τραγωδίας. Πώς είναι να στέκεις μπροστά στα συντρίμμια που έχουν σκεπάσει όλη σου τη ζωή; Πήγε ο Ερντογάν και τους είπε ότι σε ένα χρόνο θα έχουν ξαναχτιστεί όλα. Μα, οι ζωές δεν ξαναχτίζονται. Τι αξία έχει ένα καινούργιο σπίτι χωρίς τους ανθρώπους, τις μυρωδιές, τα αντικείμενα που έφτιαχναν αυτό που, τόσο γενικά, λέμε ζωή; Και πώς να ξαναρχίσεις τη ζωή σου όταν έχεις χάσει όλες τις αναμνήσεις σου; Πού πήγαν οι φωτογραφίες; Τα οικογενειακά κειμήλια; Εκείνες οι ζωγραφιές πάνω στο ψυγείο; Πέθαναν χιλιάδες. 

Αλλά θα αργοπεθαίνουν εκατομμύρια. Ολη αυτή η περιοχή θα γίνει ένα πεδίο πάνω στο οποίο θα κυκλοφορούν δυστυχισμένα ζόμπι. Σκιές που τη μία στιγμή θα αισθάνονται τυχερές επειδή ζουν και την άλλη άτυχες επειδή δεν πέθαναν. 

Και έτσι, μέσα από τον πόνο, το μακελειό του άλλου, ο άνθρωπος μας πηγαίνει για ύπνο και συνειδητοποιεί ότι είναι ευτυχισμένος. Οχι μόνο επειδή είναι καλά, το σπίτι του στέκει στις κολώνες και το ψυγείο του είναι μισογεμάτο. Οχι για αυτό. Αλλά επειδή έχοντας δει όλες αυτές τις εικόνες, θα κλείσει τα μάτια και θα αφεθεί στον ύπνο. Γιατί όσο πόνο και αν δεις, όση δυστυχία και αν δεις μέσα σε ξένα μάτια, τίποτα δεν αξίζει όσο ένας καλός, ήσυχος ύπνος στο κρεβάτι σου. Ολες οι ζωές του κόσμου δεν πιάνουν μία μπροστά στη δική σου και των ανθρώπων σου.

Στα Νέα

Kostas Giannakidis

 

All In Love Is Fair


 

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ

(όπως μου τη διηγήθηκε ο φίλος τ. Διευθυντής του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Ζήσης Σκαμπάλης)

Θα έχετε φυσικά ακούσει το τραγούδι "ο Γιάννης ο Φονιάς" σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και στίχους Νίκου Γκάτσου. Για να σας βοηθήσω, βάζω τους στίχους του:

"Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς

κι ενός Μεσολογγίτη

Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή

επέρασ’ απ’ το σπίτι

Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα

μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα

Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί

στα μάτια τα μεγάλα

Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά

και βγήκε από τη σάλα

Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει

Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη

Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς

με του καημού τ’ αγκάθι

Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά

και τ’ όνειρο που εχάθη"

-----------------------------------

Κάπου το 1960 ήταν ένας περιοδεύων μουσικός, (στο τραγούδι τον λένε Γιάννη) με οικογένεια και 7 παιδιά, 6 αγόρια και μια κόρη, "το Φροσί", 18 ετών εκείνη την εποχή.

Κάποια στιγμή έμαθε ότι ο φίλος και συνάδελφος βιολιστής στο μπουλούκι, είχε σχέσεις με τη γυναίκα του.

Ο Γιάννης, για λόγους τιμής σκότωσε τη σύζυγό του, αλλά στη δίκη αθωώθηκε ως τελέσας το έγκλημα "εν βρασμώ ψυχής", μιας και τα "εγκλήματα τιμής" εκείνη την εποχή ήταν αποδεκτά από την Κοινωνία.

Το τραγούδι-τραγωδία, περιγράφει την επιστροφή του Γιάννη στο σπίτι του. Κι ενώ κανείς δεν αναφέρει το φονικό, η κόρη του σκύβει και του φιλάει "τα χέρια τ'ακριβά" (ο τραγικός διχασμός μεταξύ της αγάπης για τον πατέρα και του πόνου για το χαμό της μάνας) και "βγήκε από τη σάλα". Η "σάλα" είναι η μεταφορική ερμηνεία της Ζωής, μια και το Φροσί μετά από λίγο καιρό αυτοκτόνησε, μην αντέχοντας το γεγονός του φόνου της μάνας της από τον πατέρα της.

Ο μπαρμπα-Γιάννης έμεινε μέχρι να γεράματά του να αγναντεύει σιωπηλός τα δάση του Πόθου Ηλείας, του χωριού του. "Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη"

Την ιστορία τη διηγήθηκε στο Νίκο Γκάτσο ένας φοιτητής, που δούλευε για να βγάλει μεροκάματο στο καφέ του Φλόκα. Ο Γιάννης ήταν ο μικρότερος αδελφός του παππού του και ο φοιτητής είναι ο Γιώργος Μητρόπουλος, μετέπειτα παραγωγός των εκπομπών του Μάνου στο 3ο Πρόγραμμα. Υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του φονικού.

Γι αυτό στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ η Όπερα, γιατί κάθε μικρό τραγούδι είναι μια ολόκληρη ιστορία, κάποιες φορές και Τραγωδία.

 

Κώστας Κάπος