Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Η τελευταία απάντηση για τη βία

Νίκος Δήμου 









Το πιο ανόητο πράγμα στον κόσμο είναι ο πόλεμος.
Είναι παράλληλα και το πιο διαδεδομένο. Από τους προϊστορικούς χρόνους.
Η επιμονή σε αυτόν αποτελεί την απόδειξη πως η ανθρωπότητα δεν έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να αξιοποιεί την σύντομη ζωή, απολαμβάνοντας τα ωραία της φύσης, της τέχνης, της τεχνολογίας. Την κάνει ακόμα πιο σύντομη και πιο οδυνηρή.
Έχει βρει άπειρες αφορμές για πολέμους: οικονομικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές – ακόμα και ποδοσφαιρικές.

Έχω ένα γέροντα φίλο που οραματίζεται συνεχώς μία ουτοπία. Την κατάργηση των εξοπλισμών, των στρατών, των εθνών, των σημαιών. Σηκώνει μόνο μία σημαία, την Ολυμπιακή, και την χαρακτηρίζει: «Η μόνη σημαία που δεν έχει βαφτεί με αίμα».
Γράφει γράμματα σε ηγέτες και προέδρους, πρωθυπουργούς και βασιλείς, προωθώντας την ουτοπία του. Παίρνει ευγενικές απαντήσεις. Όλοι επαινούν τις καλές του προθέσεις. Ενώ παράλληλα ετοιμάζονται για το επόμενο μακελειό.
Ο αφελής! Θα λείψει ποτέ η βία από τον κόσμο; Αυτό είναι ο πόλεμος: μαζική βία.

Δεν υπάρχει δίκαιη βία – όπως δεν υπάρχει ξύλινο σίδερο. Είναι αντίφαση εν εαυτή. Η πρώτη λέξη αναιρεί την δεύτερη.
Καμία πράξη βίας δεν είναι δικαιολογημένη. Έστω κι αν αποτελεί απάντηση σε προγενέστερη βία. Έστω κι αν αποτελεί αντίδραση σε χειρότερη βία. Έστω κι αν γίνεται για καλό σκοπό. Για ιερό, υψηλό σκοπό.

Και η «νόμιμη βία», η κρατική; Και αυτή απαράδεκτη. Μόνο ως άμυνα είναι αποδεκτή. Και πάλι με το μικρότερο δυνατό ποσοστό καταναγκασμού και πόνου.
Εδώ ας θυμηθούμε την υψηλότερη ίσως σκέψη του Χριστιανισμού: «…όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Στον παραδοσιακό νόμο: «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού», ο Ιησούς αντιτάσσει: «Αν σε χαστουκίσει κάποιος, γύρισε και το άλλο μάγουλο». Έτσι κόβεται ο φαύλος κύκλος της βίας.
Διότι, αναμφίβολα, κάπου πρέπει να κοπεί. Αλλιώς θα ανανεώνεται αέναα: Οι Τζιχαντιστές έκαναν αυτό, επειδή οι Γάλλοι έκαναν εκείνο, και οι Αμερικανοί το άλλο, και οι Σιίτες αυτό, και οι Σουνίτες, και οι Αλεβίτες, και οι αποικιοκράτες και οι Σταυροφόροι… και πίσω, αιώνες πίσω, στον Κάιν και τον Άβελ της Βίβλου.

Αν δεν μπορέσουμε να σταματήσουμε αυτή τη συνεχή αναπαραγωγή θα συνεχίζουμε την βιομηχανική παραγωγή της οδύνης και του θανάτου.
Πότε θα γίνει αυτό; Δεν ξέρω. Ίσως σε χίλια χρόνια. Η ανθρώπινη εξέλιξη αργεί.
Στον διάλογο για τη βία, εγώ, ως άθεος Χριστιανός, έχω μόνο μία απάντηση. Το κατά Ματθαίον κεφάλαιο ε΄, στίχος 39, για το ράπισμα. Και το άλλο μάγουλο!

protagon.gr

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Από το Α έως το Ω: Δημήτρης Νανόπουλος

ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΛΑΤΣΟΥ

Ο διακεκριμένος καθηγητής φυσικής υψηλών ενεργειών και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Δρ. Δημήτρης Νανόπουλος, σε μια συνέντευξη-μάθημα ζωής, δηλώνει πως του αρέσει να απολαμβάνει «τη ζωή, τον έρωτα, την τέχνη», προτρέπει τους νέους «να πολεμήσουν για τη ζωή που θέλουν να έχουν» και τάσσεται απερίφραστα κατά της δήλωσης του Υπουργού Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά «η αριστεία είναι ρετσινιά» ως «επαίσχυντη» και «ακυρωτική». Σήμερα, μπορείτε να τον παρακολουθήσετε στην ομιλία του στο Εθνικό Θέατρο «Ελπίζοντας στην αβεβαιότητα -Η παράλληλη ανατροπή στη φυσική, στις τέχνες και στο θέατρο».
Απολαμβάνω: «O πατέρας μου μού έλεγε: «Παιδί μου, αυτό που έχουμε είναι από εδώ μέχρι εκεί. Ό,τι έχεις, λοιπόν, να το χαίρεσαι και να το απολαμβάνεις». Η απόλαυση είναι μια πραγματικά ουσιαστική λέξη. Σε αντίθεση με την ευτυχία, η οποία είναι φευγάτη, στιγμιαία. Εγώ προσπαθώ να απολαμβάνω τη ζωή, τον έρωτα, την τέχνη, τη φύση, το καλό φαγητό, τους φίλους μου, τις παρέες, το πιοτό, το πούρο, μέσα στην έννοια του μέτρου προφανώς, εν γένει την καλή απλή ζωή. Από κει και πέρα, είμαι ευχαριστημένος που διάλεξα να κάνω κάτι στη ζωή μου, τη φυσική, που με γεμίζει εντελώς».
Βεβαιότητες: «Το χαρακτηριστικό της μοντέρνας φυσικής είναι η αβεβαιότητα. Η φυσική μας λέει ότι τα πάντα είναι αβέβαια. Και όπως θα πω και στην ομιλία μου στο Εθνικό Θέατρο, αν δεν υπήρχε αυτή η αρχή της αβεβαιότητας, δεν θα είμαστε εδώ σήμερα. Παρόλο, όμως, που είμαι υπερασπιστής του παραλόγου και της κβαντικής αβεβαιότητας, στην καθημερινή μας ζωή πρέπει να έχουμε κάποιες βεβαιότητες, κάποιες σταθερές, γιατί αν είναι όλα ρευστά και αβέβαια, πάμε στο χάος και χαθήκαμε. Τώρα, αν έχω μία βεβαιότητα, αυτή είναι ότι αγαπώ τη ζωή και ότι η φυσική είναι η ζωή μου. Νομίζω πως όταν έρθει η ώρα μου, μέχρι την τελευταία μου ανάσα, το χέρι μου όλο και κάποια εξίσωση ή παρατήρηση θα γράφει. Επίσης, μια και μιλάμε για βεβαιότητες, οι Αμερικανοί λένε: ‘Δύο πράγματα είναι βέβαια στη ζωή: ο θάνατος και η εφορία’». (γελάει)
Γεννήθηκα: «Στην Αθήνα, στο μαιευτήριο ‘Ελενα’, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1948. Απέναντι από το ‘Ελενα’, στο τότε 3ο Γυμνάσιο και νυν 2ο Πειραματικό, έβγαλα το σχολείο. Δίπλα, ήταν το γνωστό αναμορφωτήριο ‘Στεφανία’, απ’ όπου και η ομώνυμη ταινία. Πιο πέρα, το γήπεδο του Παναθηναϊκού, οπότε καταλαβαίνετε είμαι Παναθηναϊκός. Η μητέρα μου με γέννησε στα 19 της –μια πανέξυπνη γυναίκα, κοντούλα αλλά σπίθα. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ πράος άνθρωπος. Εγώ έχω πάρει το νεύρο και την ενεργητικότητα της συγχωρεμένης της μάνας μου. Λοιπόν, πίσω στη γέννησή μου, ήταν να γεννηθώ στις 11 Σεπτεμβρίου, αλλά δεν μπορούσα να γεννηθώ, γιατί είχα πολύ μεγάλο κεφάλι και έπρεπε να γίνει καισαρική, αλλά ο γιατρός έλειπε και τελικά έγινε η επέμβαση δύο μέρες μετά. Απ’ ό,τι μου έλεγε η μάνα μου, βγήκα κυριολεκτικά οριακά ζωντανός, καθώς γεννήθηκα μωβ, μπλαβής από την ασφυξία και φυσικά με πολύ μεγάλο κεφάλι. Τόσο μεγάλο στα πρώτα μου παιδικά χρόνια, που όταν με έβλεπαν τα άλλα παιδιά, έφευγαν. Ευτυχώς, πριν πάω στο δημοτικό, πήρε κανονικές διαστάσεις, γιατί το μέγεθός του είχε γίνει βραχνάς για τη μητέρα μου».
Δραπετεύω: «Θεωρώ πως είμαστε από γεννησιμιού μας δραπέτες. Γεννιόμαστε δραπετεύοντας από τη μήτρα της μάνας μας και ζούμε δραπετεύοντας από τον θάνατο. Σκανταλιάρηδες και σκασιάρχες εκ προοιμίου, λοιπόν. (γελάει) Από μικρός, λοιπόν, είχα μεγάλο σεβασμό και αγάπη για τους περιθωριακούς, όχι για κάτι νούμερα που περιφέρονται ως τέτοιοι, αλλά για τους αυθεντικούς, οι οποίοι, λόγω ιδεολογίας, ενσυνείδητα, δεν επιθυμούν να βρίσκονται στο κέντρο των πραγμάτων αλλά δημιουργούν και υπάρχουν στις παρυφές της κοινωνίας. Μιλάω για μεγάλους καλλιτέχνες και λογοτέχνες, που έζησαν ως δραπέτες της κοινωνίας. Γι’ αυτό, το ‘δραπετεύω’ μου ασκεί διαχρονικά μια μαγεία και έλξη».
Ελλάδα: «Είναι πολλά πράγματα για μένα. Καταρχάς, είναι μια πνευματική ιδιότητα, μια υψηλή ιδέα που δημιούργησε τη δημοκρατία, τις επιστήμες και τις τέχνες και αυτή την Ελλάδα φέρω μαζί μου και στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και διατήρησα και διατηρώ πάντα την επαφή μου με τη ρίζα μου, την πατρίδα μου. Για μένα, η Ελλάδα είναι κάτι που σχεδόν δεν συνδέεται με τον παρόντα ελληνικό χωροχρόνο. Γι’ αυτό θλίβομαι βαθύτατα με τις πολιτικές-οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών. Είναι μια κατάντια που δεν μας αξίζει. Νομίζω πως ο ελληνικός λαός, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, είμαστε πιο έξυπνοι, πιο έντιμοι από ό,τι μας παρουσιάζουν και δικαιούμαστε καλύτερης τύχης. Οι Ελληνες διαπρέπουν όπου και αν βρεθούν στο εξωτερικό. Μαγιά ικανών ανθρώπων υπάρχει, λοιπόν. Τώρα, πως καταφέραμε και έχουμε φτάσει εδώ που έχουμε φτάσει, πρέπει να το δούμε πολύ σοβαρά. Πρέπει όλοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Γιατί αυτοί οι κύριοι που ήταν και είναι στη Βουλή εκλέγονται και δρουν με ‘εντολή λαού’, με δημοκρατικές διαδικασίες».
Ευτυχία: «Για να είναι κανείς ευτυχισμένος, πρέπει να του λείπουν μερικά data. Καμιά φορά δε, μπορεί να αφήνουμε εσκεμμένα απ’ έξω μερικά data, για να νιώσουμε κάποια στιγμιαία ευτυχία».
Ζηλεύω: «Εχω ζηλέψει στη ζωή μου, με την έννοια του θαυμασμού και όχι του φθόνου, τους καλούς επιστήμονες. Θα ήθελα να είμαι καλύτερος επιστήμονας, όπως ο Ρίτσαρντ Φάινμαν, ο Βέρνερ Καρλ Χάιζενμπεργκ, ο Πολ Ντιράκ. Έχω, επίσης, θαυμάσει και ζηλέψει το έργο του Τζέιμς Τζόις, του Αλμπέρ Καμί, του Ορσον Ουέλς».
Ήρωες: «Το ότι ζούμε μας καθιστά όλους μικρούς ήρωες. Ο καθένας στον χώρο και στον χρόνο του και ανάλογα με τις δυνατότητές του κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Όμως, η έννοια του ήρωα είναι συνυφασμένη με κείνη της ήττας. Συχνά, πρέπει να ηττηθεί κάποιος για να φανεί το μεγαλείο του, η ηρωική του διάσταση».
Θεός/ Θάνατος: «Το υπαρξιακό ζήτημα του θανάτου γέννησε στον άνθρωπο την ανάγκη για την αναζήτηση του Θεού. Τώρα, λέω πως τον θάνατο δεν τον φοβάμαι ή έτσι, τουλάχιστον, έχω πείσει τον εαυτό μου. Ενδεχομένως, δεν τον πολυσκέφτομαι τον θάνατο, γιατί προσπαθώ να ζω έντονα. Πάντως, στην κηδεία μου θα ήθελα να παίζει του Νίνο Ρότα ένα κομμάτι από το ‘Αμακορντ’ του Φελίνι, όταν μπαίνει το μεγάλο πλοίο, το Ρεξ, στο λιμάνι του Ρίμινι. Θυμάμαι, όταν είχα δει την ταινία στην Αγγλία, σκέφτηκα πως αυτή η μουσική θέλω να παίζει στην κηδεία μου».
Ιστορία: «Είμαστε στο Δημοτικό, στου Ζωγράφου, το 1960 ακριβώς, εγώ 12 ετών. Κάθε Κυριακή, μας πήγαιναν υποχρεωτικά στο Κατηχητικό, στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα. Μια μέρα, μας μίλησαν για τον Ιωσήφ, όχι τον σύζυγο της Παναγίας, αλλά τον γιο του Ιακώβου, τον οποίο αγαπούσε πολύ ο πατέρας του αλλά όχι και τα αδέρφια του. Τον Ιωσήφ κάποια στιγμή τον πέταξαν σε ένα πηγάδι και μετά βρέθηκε στην Αίγυπτο, όπου έγινε πρίγκιπας. Για να μην μακρηγορούμε, λόγω Ιωσήφ, βρέθηκαν οι Εβραίοι στην Αίγυπτο. Όταν τελείωσε η ιστορία στο κατηχητικό και μας ζήτησαν να γράψουμε το ηθικό δίδαγμα, εγώ έδωσα λευκή κόλλα, γιατί διαφωνούσα ότι ήταν θέλημα Θεού και επέμενα ότι ήταν βασικό ότι τον μισούσαν τα αδέρφια του και του έκαναν κακό. Το τι έγινε στο Κατηχητικό, δεν περιγράφεται! Με έβγαλαν έξω και δεν ξαναπήγα, γεγονός, βέβαια, που πολύ χάρηκα».
Καθρέφτης: «Από το μόνο από το οποίο δεν μπορούμε να κρυφτούμε είναι ο εαυτός μας. Λέω, λοιπόν, συχνά στους φίλους μου ότι θέλω να είμαι εντάξει απέναντι στον εαυτό μου, να μην κάνω κακό σε άνθρωπο, γιατί όταν ξυρίζομαι το πρωί μπροστά στον καθρέφτη, θέλω να μου χαμογελάω και να σφυρίζω ωραίες, αγαπημένες μουσικές. Θέλω να μην ντρέπομαι, όταν με αντικρύζω στον καθρέφτη. Γιατί όλοι μας ξέρουμε βαθιά μέσα μας ποιοι πραγματικά είμαστε και τι έχουμε ή δεν έχουμε κάνει. Ισως, αυτοί που αφήνουν γένια να μην θέλουν να αντικρύζουν συχνά τον καθρέφτη τους».
Λάθη: «Όπως έλεγε ο Οσκαρ Ουάιλντ: ‘Εμπειρία είναι το όνομα που ο καθένας δίνει στα λάθη του’. Αν δεν κάνεις λάθη, δεν ζεις. Ο Φάινμαν, που είχε κάνει πολλά λάθη, ακόμα και στα δικά του διαγράμματα –και αυτό δεν το λέω υποτιμητικά, έλεγε και γέλαγε: ‘ο μόνος τρόπος να μην κάνεις λάθη είναι να μην κάνεις τίποτα’».
Ματαίωση: «Από μικρό παιδί, όταν έλεγα κάτι, το έκανα. Εχω, λοιπόν, ένα κόκκινο πανί, μία απίστευτα σκληρή στάση όταν μου ματαιώνουν κάτι. Είμαι ανηλεής όταν αισθάνομαι ότι με ματαιώνουν, μου ακυρώνουν κάτι εσκεμμένα. Έχω καταστρέψει σχέσεις λόγω αυτού, όταν ήμουν μικρότερος».
Νέα Γενιά: «Πρέπει να στηριζόμαστε στους νέους. Η νέα γενιά, εξ ορισμού, έχει υποχρέωση να αντιμετωπίζει τα πράγματα και ναι, να τα αλλάζει. Λέμε συχνά ότι παραδίδουμε στους νέους έναν κατεστραμμένο κόσμο, αλλά μήπως και εμείς στα μέσα του περασμένου αιώνα τι βρήκαμε; Δεν είχαμε να φάμε, τρώγαμε ψωμί με αλάτι, αλλά πολεμήσαμε. Πρέπει να πολεμήσουν και οι σημερινοί νέοι για τη ζωή που θέλουν να έχουν. Ας δουν το κινέζικο ιδεόγραμμα της κρίσης, το οποίο σημαίνει ταυτόχρονα και ευκαιρία. Να κάνουν αυτή την κρίση μια μεγάλη ευκαιρία».
Ξαγρυπνώ: «Συνεχώς, συνήθως λόγω δουλειάς. Κατά κάποιον τρόπο, είμαι εθισμένος στο ξενύχτι –τα ελληνικά γονίδια, βλέπετε. Ως θεωρητικός φυσικός, θέλω ησυχία για να δουλέψω και η νύχτα προσφέρεται για δημιουργική εργασία. Βάζω χαμηλά μουσική ή μια ταινία στην τηλεόραση και δουλεύω. Οι καλύτερες ιδέες μου έχουν έρθει νύχτα, ξαγρυπνώντας».
Οχι: «Εχω πει πολλά όχι και σε προσωπικό και σε δημόσιο επίπεδο. Και τώρα τελευταία, έχω πει όχι σε πρόταση μεγάλου κόμματος να κατέβω για βουλευτής επικρατείας. Εχω πει όχι σε διάφορες θέσεις. Κοιτάξτε, εγώ είμαι γεννημένος φυσικός. Δεν έχω πάστα πολιτικού. Δεν μπορώ να αναλάβω θέσεις που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενό μου. Οπότε δεν έχω μετανιώσει που έχω αρνηθεί διάφορες δημόσιες θέσεις, αν και κάποιες ήταν πραγματικά τιμητικές και ήταν δύσκολο να αρνηθώ. Σε προσωπικό επίπεδο, ναι, έχω μετανιώσει για κάποια όχι μου. Γιατί πιστεύω πως είναι καλύτερα να μετανιώνεις για πράγματα που έχεις κάνει, παρά για κείνα που δεν έχεις κάνει».
Παιδεία: «Πέρα από την εγκύκλια παιδεία, πιο σημαντική είναι η ευρύτερη καλλιέργεια και κουλτούρα κάθε ανθρώπου. Τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά δεν σου εξασφαλίζουν ότι έχεις παιδεία. Η παιδεία ξεκινά μέσα από την οικογένεια, από τα ‘μαθήματα’ που θα πάρει το παιδί πρακτικά, δια της μίμησης και του παραδείγματος, από τη μητέρα του και τον πατέρα του, και μετά έρχεται το σχολείο. Αυτά που υποφέρει σήμερα η Ελλάδα είναι αποτέλεσμα ελλειμματικής παιδείας, σε όλα τα επίπεδα».
Ρίσκο: «Στη ζωή πάντα πίστευα πως για να πετύχει κάποιος πρέπει να έχει αίσθηση του ρίσκου, λαγνεία για τη ζωή και άγρια φαντασία. Αρα, το ρίσκο για μένα είναι συνυφασμένο με τις επιλογές μου. Όπως έχει πει και ο Καμί, μου αρέσουν οι άνθρωποι που ρισκάρουν και που πάνε μέχρι την άκρη του γκρεμού, αλλά ταυτόχρονα έχουν και τη σοφία να κάνουν πίσω, όταν πρέπει».
Ραγιαδισμός: «Αυτή η χαρακτηριστική ιδιότητα του νεοέλληνα, της ‘τζάμπα μαγκιάς’, υποθάλπει ένα είδος ραγιαδισμού. Επειδή ξέρει ότι είναι εγκλωβισμένος, νομίζει ότι με τέτοιου είδους ξεσπάσματα αποκτά υπόσταση. Όμως, όπως έχει πει και ο Σεφέρης, ‘είμαστε πολύ για το τίποτα και λίγο για το κάτι’. Και κάπου εδώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος της απομόνωσης της Ελλάδας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο Eurogroup, αλλά σε επιστημονικό και πολιτιστικό επίπεδο, γιατί έχουμε μια τάση εγκλωβισμού και γεωγραφικά και ψυχολογικά. Σαν να αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τους Ευρωπαίους και κλεινόμαστε πίσω στο καβούκι μας. Αλλά η Ελλάδα έχει δώσει τα φώτα της στη Δύση και δικαιωματικά εκεί ανήκει».
Σιωπώ: «Από μικρός, δύσκολα σιωπούσα, όταν έβλεπα ή άκουγα κάτι παράλογο ή άδικο. Δεν μπορώ να αντιστέκομαι στον πειρασμό να παίρνω θέση για πράγματα για τα οποία έχω ισχυρή γνώμη. Για παράδειγμα, πρόσφατα που ακούστηκε μέσα στη Βουλή από τον υπουργό Παιδείας ότι ‘η αριστεία είναι ρετσινιά’, απορώ πως δεν έγινε της κακομοίρας. Μα, είναι ντροπή για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αυτή η κουβέντα ειπώθηκε από άτομο με επίσημη, θεσμική θέση, από τον υπουργό Παιδείας. Δεύτερον, η δήλωση έγινε από έναν ‘μαρξιστή της Αριστεράς’, όπως ο ίδιος αυτοαποκαλείται. Μου κάνει τρομακτική εντύπωση αυτή η επαίσχυντη δήλωση. Πιστεύω θα μείνει στην ιστορία της Βουλής ότι ο υπουργός Παιδείας το 2015 δήλωσε πως ‘η αριστεία είναι ρετσινιά’ και δεν άνοιξε ρουθούνι. Όταν η επιστήμη έχει κάνει τόσα θηριώδη άλματα, όταν αυτά τα άλματα έχουν γίνει χάριν κάποιων αρίστων, μια τέτοια δήλωση είναι τουλάχιστον ακυρωτική».
Τρέλα: «Καλά, είμαι γνωστός τρελός! (γελάει) Πιστεύω πως οι ‘τρελοί’ πάνε αυτόν τον κόσμο μπροστά. Ο Αρχιμήδης, ο Ντα Βίντσι, ο Μότσαρτ είναι ιδιοφυείς τρελοί που άλλαξαν τον ρουν της επιστήμης και της τέχνης».
Τύχη/ Τίποτα: «Το σύμπαν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια τυχαία διακύμανση του τίποτα. Εδώ, ενώνεται η κβαντική φυσική και κοσμολογία με την υπαρξιακή φιλοσοφία».
Υπονόμευση: «Την έχω νιώσει στο πετσί μου την υπονόμευση, τον φθόνο. Είναι πραγματικά απίστευτο πως κάποιοι άνθρωποι, αντί να ζουν και να απολαμβάνουν τη ζωή τους, ζουν μισανθρωπικά και τοξικά υπονομεύοντας τον διπλανό τους. Βρε, ζήστε τη ζωή σας και αφήστε τους άλλους να κάνουν ό,τι νομίζουν. Και αν κάνουν κάτι καλό, μιμηθείτε το, προχωρήστε το, εξελίξτε το».
Φόβοι: «Επειδή το μυαλό μου τρέχει πολύ γρήγορα –και αυτό είναι και καλό και κακό, καμιά φορά όταν ακούσω ή μάθω ένα άσχημο μαντάτο, αυτό το ρημάδι το μυαλό τρέχει τόσο γρήγορα στην πιο αρνητική εξέλιξη του πράγματος, που με διαλύει. Αυτή, όμως, η πρακτική έχει αποδειχτεί ενίοτε τόσο λάθος, που έχω περάσει φοβερές στεναχώριες δημιουργώντας τέρατα, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων. Κι ενώ στεναχωρήθηκα σφόδρα, χωρίς λόγο τελικά, το σύστημά μου, τα κύτταρά μου σίγουρα έχουν πληρώσει και έχουν καταγράψει όλο αυτό το στρεσάρισμα. Πολύ φοβάμαι αυτή την πλευρά μου».
Χρόνος-Χώρος: «Ζούμε σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο εντελώς τυχαία, αλλά ο καθένας από εμάς θα πρέπει να κάνει όσο καλύτερη χρήση μπορεί αυτού του χωροχρονικού του δεδομένου, πέρα από μισαλλοδοξίες, δόγματα ή δοξασίες που μας εγκλωβίζουν. Αυτή η τυχαιότητα του χωροχρόνου και πόσο αυτή μας καθορίζει είναι εκπληκτική, αν τη σκεφτεί κανείς».
Ψάχνω: «Ψάχνω να καταλάβω τον κόσμο. Όπως έχει πει και ο Αϊνστάιν, η φυσική είναι ένα ραφινάρισμα της καθημερινής σκέψης. Το ρήμα ‘ψάχνω’ είναι το raison d'être του ερευνητή, με παραφυάδες του την οξυδέρκεια και τη φαντασία, ώστε να μένει η ουσία, ο πυρήνας της έρευνας».
Ωρα να…: «…ζήσουμε».
* «Ελπίζοντας στην αβεβαιότητα -Η παράλληλη ανατροπή στη φυσική, στις τέχνες και στο θέατρο»: Στο πλαίσιο «Συμπόσιο του Μήνα», που διοργανώνει το Εθνικό Θέατρο, σήμερα Τρίτη 24 Φεβρουαρίου και ώρα 20:00, ομιλητής είναι ο κ. Δημήτρης Νανόπουλος (Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 2105288170,-171,-173, www.n-t.gr). Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη. Για τη συμμετοχή θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας κατά την προσέλευση.
Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα μουσικά κομμάτια του Δημήτρη Νανόπουλου:
- « Piano concerto n. No. 21 in C major», Wolfgang Amadeus Mozart

- «Bolero», Maurice Ravel

- «As Time Goes By», «Casablanca» soundtrack

- «The Windmills Of Your Mind», Michel Legrand, «The Thomas Crown Affair» soundtrack

- «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», Στράτος Διονυσίου


Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Αστακός: αμήχανοι θεατές, συνθηματολόγοι κριτικοί και άλλες ιστορίες

Της Μαριλένας Καρρά

Ο Αστακός αποτελεί ένα κινηματογραφικό ξέσπασμα βίας και ως τέτοιο προκαλεί αμηχανία. Άλλωστε, η βία φέρνει πάντα αντιδράσεις. Είναι ο καταλύτης μιας άναρχης κινητικότητας. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο για στασιμότητες και ασφάλειες. Από τον πουριτανισμό και τις κάθε λογής καθαρολογίες για την «περίεργη» αφηγηματική δομή, μέχρι τις προσεχτικές επευφημίες για την ανάπτυξη μιας νέας κινηματογραφικής φόρμας στην εν λόγω ταινία, ανιχνεύεται ακριβώς αυτή η αμηχανία- αντίδραση στα πολλαπλά ξεσπάσματα βίας.

Υπάρχει μια αδυναμία στο να μιλήσουμε γι αυτή τη βία χωρίς να μπερδευτούμε σκοντάφτοντας σε περιγραφικές εξηγήσεις. Από την άλλη, όμως, ίσως είναι ένας τρόπος να εξηγήσουμε σε δεύτερο χρόνο τον ηλιθιωδώς κεκαλυμμένο φθόνο όσων νομίζουν πως μπορούν μιλώντας συνθηματολογικά για «μεταμοντέρνες νομιμοποιήσεις του παρόντος» να ψηλαφήσουν έστω και πρωταρχικά τη συνθετότητα ορισμένων σχέσεων. Των σχέσεων της κινηματογραφικής εικόνας με τον ίδιο της τον ρυθμό, της αλληγορίας με την κινηματογραφική ιστορία, του κάδρου με τους εξω- κινηματογραφικούς παράγοντες και τις συνθήκες προβολείς, καθώς και ένα σωρό άλλες που θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε πως καταγράφονται απλοϊκά στην περίπτωση ενός σύνθετου γεγονότος, όπως είναι μια κινηματογραφική παραγωγή, που μάλιστα βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει στο επίπεδο της προβολής και πρόσληψης της από το κοινό, αλλά και της αποδοχής της ή όχι από θεσμικούς φορείς, όπως τα φεστιβάλ[1], οι κριτικοί κινηματογράφου και άλλοι.

Το σύνθετο και γενικευμένο περιβάλλον επιτήρησης των ηρώων από την αρχή μέχρι και το τέλος δεν αποτελεί σεναριογραφικό ή σκηνοθετικό τερτίπι, αλλά μια απόφαση. Απόφαση που φέρνει δίπλα- δίπλα, στο επίπεδο ενός υποχρεωτικού διαλόγου, ετερόκλητα κείμενα. Από τη λογοτεχνία του Όργουελ και τις αναφορές στο 1984 και στη Φάρμα των ζώων μέχρι την εικόνα ενός κόσμου- φυλακής με πειθαρχίες, κανόνες και θάνατο, το διακύβευμα σχετίζεται περισσότερο με μια πολιτική αποδόμησης των πολιτισμικών σημείων του σύγχρονου δυτικού κόσμου, παρά με την προώθηση ενός υπαρξιακού δράματος.

Στον Αστακό το σμίξιμο των ανθρώπων είναι μέρος μιας αρένας, είναι κομμάτι μιας διαδικασίας κυνηγιού και ανταγωνισμού. Η ατομική επιλογή θα κατέβει από τη σφαίρα των μεταφυσικών της ψευδαισθήσεων και θα υποταχθεί στη λειτουργία ισχυρών μηχανισμών: από τους καθεστωτικούς του ξενοδοχείου των ζώων μέχρι τον ολοκληρωτισμό των επαναστατημένων «μοναχικών» η εξουσία των μηχανισμών προκαλεί στομαχόπονο στους θεατές.

Γιατί στον Αστακό, σε συμφωνία με μια φουκωική παράκληση, η εξουσία, οι μηχανισμοί της και κατά συνέπεια, η βία που παράγουν δεν είναι ηθικολογικό φετίχ. Δεν έρχεται από τα πάνω. Δεν είναι ο Θεός εκείνος που κυριαρχεί. Και ποιος είναι ο Θεός; Ο Θεός πέθανε.

Ο μηχανισμός είναι τα εκατομμύρια εκείνα εξαρτήματα του, που εμμένουν ή αποκόπτονται από τους ιστούς που τα συνδέουν με έναν ορισμένο τρόπο. Ψάχνοντας, όμως, έναν άλλο τρόπο συσχέτισης οι κινηματογραφικοί ήρωες θα ακουμπήσουν τα όρια. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται ο κίνδυνος. Θα λοξοδρομήσουν σε άλλους κώδικες. Αυτή η λοξοδρόμηση, είτε επιχειρείται σκηνοθετικά, είτε σεναριογραφικά, είτε ερμηνευτικά, φωνολογικά και κινησιολογικά, είναι η απαρχή της αμηχανίας που παράγει η ταινία.

hitandrun.gr

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ματσαγγάνης: Συζητάμε για ανοησίες

Τον κίνδυνο «να μπει η χώρα σε μια πορεία αργής αλλά σταθερής παρακμής» επισημαίνει ο αν. καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Μάνος Ματσαγγάνης, σημειώνοντας ότι «η κάθαρση δεν είναι αναπόφευκτη».
Στην Αγγελική Σπανού

Η προσφυγική κρίση τα αλλάζει όλα – εδώ και στην Ευρώπη. Μήπως πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν λύνεται;
Οπωσδήποτε πρόκειται για πρόβλημα που δεν λύνεται εύκολα. Ει μη τι άλλο, δείχνει πόσο μάταιο είναι για την Ευρώπη –και για την Ελλάδα ανάμεσά της– να θεωρεί ότι μπορεί να παραμένει νησίδα ευημερίας και ασφάλειας σε έναν κόσμο πολέμων και διώξεων, χωρίς αυτό να προκαλεί μεγάλης κλίμακας μετακινήσεις πληθυσμών.
Ο Umberto Eco πριν από αρκετά χρόνια, όταν άρχισαν να αποβιβάζονται οι πρώτες λέμβοι στη Λαμπεντούζα, είχε καλέσει τους Ιταλούς να το φιλοσοφήσουν. Στο κάτω-κάτω, αυτό που στα σχολικά βιβλία τους (και στα δικά μας) αποκαλείται «βαρβαρικές εισβολές» γερμανικών κυρίως φυλών, που σήμαναν το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στα γερμανικά σχολικά βιβλία ονομάζεται απλώς «μετακινήσεις πληθυσμών».
Στη μακρά περίοδο, η πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων σχεδόν κάθε χώρας (ή και ηπείρου) αλλάζει συνεχώς. Φυσικά, για τη γενιά που βιώνει τέτοιου είδους αλλαγές η εμπειρία μπορεί να είναι αρκετά ανησυχητική, αν όχι εντελώς τραυματική.

Έχει νόημα να πιστεύουμε σε μια Ε.Ε. που αφήνει να πνίγονται παιδιά στο Αιγαίο;
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είναι ένοχες για τα παιδιά που πνίγονται – και η Ελλάδα ανάμεσά τους. Το τρομακτικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι είναι ότι η εγγύηση ασφαλούς διάβασης για τους εκατοντάδες χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους που συνωστίζονται στα παράλια της Τουρκίας (και της Λιβύης) θα διογκώσει κι άλλο τις μεταναστευτικές ροές. Και αυτό η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη –και η ελληνική– δεν είναι έτοιμη να το δεχτεί.
Από την άλλη, η μεταχείριση των παράνομων μεταναστών είναι (συνολικά) απείρως πιο ανθρώπινη στην Ευρώπη –ειδικά στη Βόρεια Ευρώπη– απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, π.χ. στις ΗΠΑ, το οποίο άλλωστε με τη σειρά του εξηγεί γιατί οι πρόσφυγες και οι υπόλοιποι μετανάστες θέλουν να φτάσουν με κάθε τρόπο σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Σουηδία.

Στη χώρα μας, με το μεταναστευτικό ζήτημα να πέφτει πάνω στο οικονομικό, πάμε ολοταχώς σε αδιέξοδο. Έτσι δεν είναι;
Ναι και όχι. Ο κρατικός μηχανισμός έδωσε για άλλη μια φορά εξετάσεις και απέτυχε: όπως με τις πυρκαγιές το 2007, έτσι και με τους πρόσφυγες το 2015, το ελληνικό κράτος απέδειξε ότι είναι τόσο διαβρωμένο, που δεν είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις (ίσως μάλιστα ούτε καν μη έκτακτες).
Από την άλλη, εκατοντάδες πολίτες στη Λέσβο και αλλού έδειξαν εντυπωσιακή ψυχραιμία, και κάποτε απλόχερη γενναιοδωρία, μέσα σε συνθήκες που θα δοκίμαζαν τις αντοχές οποιασδήποτε κοινωνίας. (Φαίνεται ότι τα γνωστά κρούσματα αισχροκέρδειας και κουτοπονηριάς ήταν μάλλον εξαίρεση παρά κανόνας.)

Οκτώ χρόνια ύφεσης είναι πραγματικά κατάσταση πολέμου. Παλεύεται;
Θα προτιμούσα να αφήσουμε κατά μέρος τις πολεμοχαρείς μεταφορές. Η τοξική δημαγωγία του τύπου «μνημόνιο = γενοκτονία» θόλωσε τα πνεύματα και εμπόδισε να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα. (Αν και βέβαια απεδείχθη εκλογικό χρυσωρυχείο για τους εμπνευστές της.)
Θα έλεγα επιγραμματικά ότι η κατά το 1/4 υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου ευθυγράμμισε τις καταναλωτικές δυνατότητες με τις παραγωγικές επιδόσεις της χώρας. Από δω και πέρα, υπάρχουν δύο επιλογές, οι ίδιες που υπήρχαν εξαρχής: μπορούμε είτε να αρκεστούμε στα λίγα είτε να προσπαθήσουμε για κάτι παραπάνω. Εάν επιλέξουμε το δεύτερο, θα πρέπει να σοβαρευτούμε έστω και τώρα, να νοικοκυρευτούμε και να στραφούμε προς την καινοτομία, την υγιή επιχειρηματικότητα, την εξυγίανση των θεσμών της οικονομίας (και όχι μόνο). Άλλος δρόμος φοβάμαι πως δεν υπάρχει.

Με τέτοια κοινωνική κόπωση και φοροδοτική εξάντληση της πλειοψηφίας, με τον πληθυσμό να μικραίνει και να γερνάει, τι μέλλον έχουμε;
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Ο κίνδυνος είναι να μπει σε μια πορεία αργής αλλά σταθερής παρακμής. Άλλωστε η οικονομική ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα χωρών που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές του περιβάλλοντος και έτσι μοιραία έχασαν έδαφος. Ας μην ξεχνάμε ότι η δεύτερη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ήταν η… Αργεντινή! Όπως και σε αυτή την περίπτωση, συχνά αυτό που προκαλεί την αρχική υποχώρηση και στη συνέχεια εμποδίζει την ανάκαμψη είναι η αστάθεια και ακαταλληλότητα των πολιτικών θεσμών.
Όσον αφορά τη γήρανση του πληθυσμού, πρόκειται για οξύτατο πρόβλημα που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη (και ιδίως τη Νότια Ευρώπη), όχι μόνο την Ελλάδα. Βραχυπρόθεσμα, η μόνη ρεαλιστική λύση είναι η –ενδεχομένως στοχευμένη– ενθάρρυνση της μετανάστευσης. Σκέφτομαι συχνά ότι η άφιξη στις ακτές μας δεκάδων χιλιάδων συχνά μορφωμένων ανθρώπων, διψασμένων για «δουλειά και προκοπή», όπως οι περισσότεροι μετανάστες, θα μπορούσε να είναι ευκαιρία για μια ισχυρή δημογραφική και ταυτόχρονα οικονομική τόνωση. Αλλά φαίνεται ότι θα παραμείνει χαμένη ευκαιρία.

Εκτός από το μνημόνιο δεν υπάρχει καμία άλλη πολιτική στη χώρα. Ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση έχει πρόταση/σχέδιο/ιδέα για το τι να κάνουμε. Έχει καταργηθεί η σκέψη; Τι ακριβώς μας συμβαίνει;
Ίσως αυτό που μας συμβαίνει να είναι ότι για 5+ χρόνια αρνηθήκαμε να δεχτούμε την πραγματικότητα, πιστεύοντας ότι κάποια «έξυπνη» κίνηση ή θεαματικός χειρισμός θα μας ξαναφέρει εύκολα εκεί που ήμαστε πριν. Το γνωστό ρητό «δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο» θα μπορούσε να είναι το σύμβολο της εθνικής μας αυταπάτης. Καλώς ή κακώς, «θέλει κόπο», πολύ κόπο, και σκληρή δουλειά.
Όπως ανέφερα παραπάνω, μπορούμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο για «προδοσίες» και τα τοιαύτα, ή μπορούμε να σκεφτούμε πώς περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις θα παράγουν προϊόντα τέτοιας ποιότητας και τιμής που οι καταναλωτές στις διεθνείς αγορές να θέλουν να τα αγοράσουν. Και έτσι να μπορέσουν να μείνουν και να δημιουργήσουν στη χώρα οι χιλιάδες πιτσιρικάδες που μετανάστευσαν τα τελευταία χρόνια, και να δώσουν δουλειά σε εκατοντάδες χιλιάδες άλλους που σήμερα είναι άνεργοι. Η δημιουργία 100+ χιλιάδων θέσεων εργασίας για τα επόμενα 10+ χρόνια (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φορολογική, ρυθμιστική, εκπαιδευτική κ.λπ. πολιτική) θα έπρεπε να είναι ο κοινός στόχος όλων των κομμάτων και η κομματική αντιπαράθεση θα έπρεπε να εκδηλώνεται με προτάσεις για το πώς ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί. Αντ’ αυτού, συζητάμε για ανοησίες.

Σερνόμαστε διαρκώς από τότε που ξέσπασε η κρίση. Πόσο ακόμη μπορεί να κρατήσει αυτό; Κάποια στιγμή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν θα επέλθει μια κάθαρση στην ελληνική τραγωδία;
Η κάθαρση δεν είναι αναπόφευκτη: δυστυχώς, η ζωή δεν αντιγράφει πάντοτε την τέχνη.

Αν ξεκινούσατε τώρα την ακαδημαϊκή σας σταδιοδρομία, θα ψάχνατε τρόπο να φύγετε από τη χώρα;
Παρεμπιπτόντως, ξεκίνησα την ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομία σε άλλη χώρα (στην Αγγλία) και επέλεξα να επιστρέψω απολύτως συνειδητά. (Εκ των υστέρων κρίνοντας, δεν πήγε και πολύ καλά αυτή η επιλογή μου, αλλά οι άνθρωποι δεν έχουμε τέτοιες πολυτέλειες: κρίνουμε μόνο εκ των προτέρων.)
Η μετανάστευση δεν με τρομάζει – ούτε θα πρέπει να τρομάζει κανέναν. Για τα ίδια τα άτομα που παίρνουν τη μεγάλη απόφαση είναι πάντοτε μια διέξοδος, με το αντίστοιχο βέβαια κόστος. Για τη χώρα μπορεί να είναι αιμορραγία, αλλά μπορεί να είναι και επένδυση, ιδίως εάν όσοι φεύγουν σήμερα επιστρέψουν σύντομα, με φρέσκες ιδέες στις αποσκευές τους. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο δεν αρκεί ο ήλιος, η θάλασσα και η καλή νυχτερινή ζωή. Θα πρέπει η Ελλάδα να γίνει μια χώρα όπου νέοι άνθρωποι με όρεξη για δουλειά να μπορούν να προκόψουν χωρίς διασυνδέσεις. Απέχουμε πολύ από κάτι τέτοιο και φοβάμαι μάλιστα ότι κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Τι είναι αριστερό/προοδευτικό σήμερα;
Αυτό που ήταν πάντα: Η επιδίωξη της ισότητας και της δικαιοσύνης.
Το παλιό δίλημμα ήταν πώς η επιδίωξη αυτή μπορεί να είναι συμβατή με το σεβασμό των ελευθεριών – αλλά η ιστορία π.χ. της βορειοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας του 20ού αιώνα διέψευσε τις σχετικές ανησυχίες. Το νέο δίλημμα είναι πώς η (θεμιτότατη) φιλοδοξία της βελτίωσης της θέσης των φτωχών ανθρώπων μπορεί να είναι συμβατή με τα κίνητρα υγιούς επιχειρηματικότητας. Η απάντηση εδώ δεν μπορεί παρά να είναι επίσης «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου: η αναζήτηση λύσεων «θετικού αθροίσματος», όπου όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ωφελούνται.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Επειδή δεν μπορούμε να προσλάβουμε 1,4 εκατομμύρια άτομα στο Δημόσιο, η απορρόφηση των ανέργων ή θα συνδυαστεί με πρωτοφανή άνθηση της δημιουργικότητας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας ή δεν θα είναι βιώσιμη. Η «αριστερή/προοδευτική» θέση δεν μπορεί να είναι η άρνηση αυτής της απλής αλήθειας. Θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων θα μεταφραστούν σε σταθερές θέσεις εργασίας, με ελκυστικούς μισθούς, καλές συνθήκες κ.λπ. Κάτι που φυσικά προϋποθέτει σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς.

[Free Sunday, τεύχος 342]