Με τον ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ
ΠΕΡΝΑΕΙ τα Τέμπη κατηφορίζοντας ο βιοπαλαιστής μας με το Ζάσταβα και, γκρου γκρου γκρου, σβήνει η μηχανή στο παλιοσαραβαλάκι κι ο άνθρωπός μας μένει στο δρόμο.
Ποια Εξπρές Σέρβις; Ούτε δεκάρα τσακιστή δεν έχει πάνω του για να πάρει κουλούρι· εντελώς στεγνός, μιλάμε!
ΚΑΝΕΙ οτοστόπ κι ευτυχώς, να λέτε, που φιλοτιμείται και σταματάει ένας φορτηγατζής. «Σ' ευχαριστώ, αδελφούλη, τα 'φτυσε η σακαράκα και πρέπει τ' απόγευμα να 'μαι Αθήνα, έχει ένα κονέ ο μπατζανάκης μου μπας και πιάσω δουλειά σε μια βιοτεχνία που φτιάχνει κουβαρίστρες. Είμαι έξι μήνες άνεργος, έχω τέσσερα παιδιά να θρέψω και κοντεύω να τρελαθώ»!
«ΓΙΑ να 'χουμε καλό ρώτημα: τι θα ψηφίσεις του λόγου σου την Κυριακή;». Στο ψητό ο φορτηγατζής μας. «Τι να σου πω, καρντάση; Είμαι αηδιασμένος, αγριεμένος, μ' έχουν πουλήσει όλοι, αλλά την παράταξη δεν μπορώ να την εγκαταλείψω. Θα κάνω αυτό που 'πε ο Ζαγορίτης: εκείνους που την πληγώσανε θα τους μαυρίσω».
«ΤΟΣΟ μαλάκας είσαι;»(!). Αγριεύει ο φορτηγατζής: «Ανεργος με τέσσερα παιδιά και θα ξαναψηφίσεις Νέα Δημοκρατία;(!). Είσαι άξιος της μοίρας σου, καλά να πάθεις! Εξω απ' το φορτηγό μου, ηλίθιε»! Ανοίγει εν κινήσει την πόρτα, του ρίχνει μια σπρωξιά ο άσπλαχνος και τον πετάει τον άνθρωπό μας στον δρόμο.
ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟ θύμα της αρχαιοελληνικής διχόνοιας ο ταλαιπωρημένος βιοπαλαιστής μας, σακατεμένος, ξαναπροσπαθεί να κάνει οτοστόπ. Και ω του θαύματος! Φρενάρει μια ξανθιά, αλφαδιασμένη δίμετρη κουκλάρα την ιλουστρασιόν κάμπριο Τζάγκουάρ της και του λέει τρυφερά: «Τι έπαθες, άνθρωπέ μου; Θες βοήθεια; Μπες μέσα»!
ΕΝΩ έχει μείνει άγαλμα ο δικός μας κιαλάροντας με κλεφτές ματιές τα καλλίγραμμα πόδια της, που δραπετεύουν από το καυτό μίνι και απλώνονται αριστοκρατικά σε φρένο-γκάζι, δέχεται την ίδια επίκαιρη ερώτηση: «Τι θα ψηφίσεις;». «Ε, ε, τι, τι ναα ψηφίσω;; ΠΑ, πΑ, ΠΑΣΟΚ»!
«ΣΥΝΤΡΟΦΕ»! Φρενάρει και τον αγκαλιάζει σφιχτά η ξανθιά θεά. «Κι εγώ ΠΑΣΟΚτζού είμαι, πρόδωσα την μπουρζουαζία, τον πατέρα μου που 'ναι μεγαλοτραπεζίτης, για το καλό του λαού και του τόπου. Με τρελαίνει που πας να δουλέψεις στις κουβαρίστρες, παιδαρά μου, με φτιάχνει, με εξιτάρει»!
ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ απότομα στο κοντινότερο μοτέλ, τον ανεβάζει σπρώχνοντας στο δωμάτιο, του σκίζει το πουκάμισο και τον ρίχνει με λύσσα στο κρεβάτι. «Ταπείνωσέ με, πρασινοφρουρέ μου! Χαστούκισε αυτή την πόρνη τη μοναχοκόρη του μεγαλοτραπεζίτη! Δείξ' της να καταλάβει πόσο ισχυρός είναι ο λαός! Ξεφτίλισε το κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο! Ξέσκισε το τραπεζικό της σύστημα, επαναστάτη μου! Σεισμός - σεισμός - σοσιαλισμός»!
ΤΡΙΖΟΥΝ οι σουμιέδες, ματώνουν οι θάλασσες, αναστενάζει το σύμπαν κι ανασταίνονται οι νεκροί· σου κάνει ένα δώρο μερικές φορές η ζωή που δεν το 'χες ποτέ ονειρευτεί. «Ανοιξε την τσάντα μου, βγάλε αυτό το μαστίγιο με τις επτά ουρές που 'χω μέσα και χτύπα με αλύπητα, δυνατά!», τον προστάζει η ασυγκράτητη ξανθιά.
«ΜΑΑ...». «Τι μου και μα! Χτύπα με σου λέω, μαστίγωσέ με, είναι ο μόνος τρόπος για να 'ρθω σε οργασμό. Λιώσε με! Χωρίς δισταγμό, δίχως έλεος»!
ΤΗ χαζεύει που κοιμάται. Αυτό το καλλίγραμμο, βελούδινο, μαστιγωμένο κορμί που μόλις έχει από την εργατιά λεηλατηθεί. Μπαίνει στο μπάνιο, κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και μονολογεί: «Τι κορόιδο ήμουνα. Μια ώρα πέρασε από τότε που 'χω γίνει ΠΑΣΟΚ και ήδη γαμάω και δέρνω»!