Σάββατο 23 Ιουλίου 2016
Αν μας χαρίσουν το χρέος, κ. Λιου μου, θα χρεοκοπήσουμε
Φιλότιμη η προσπάθεια
του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών κ Λιου να ταχθεί υπέρ του κουρέματος
του ελληνικού χρέους με τις ταυτόχρονες παραινέσεις του προς την
ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει και να εφαρμόσει τις λεγόμενες
μεταρρυθμίσεις στην οικονομία. Δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρει πως αν αύριο
διαγραφεί όλο το χρέος, σε τρία χρόνια θα ξαναπτωχεύσει η χώρα.
Είναι πιθανό να το ξέρει γιατί είναι
οικονομολόγος και όχι κομπογιαννίτης σε ρόλο υπουργού οικονομικών.
Τέτοια αστεία δε χωράνε στη μεγαλύτερη καπιταλιστική χώρα, που δεν
παίζει με τον πλούτο της.
Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι μιλάει σε αυτιά που δεν ακούνε. Πρώτον,
γιατί οι παραινέσεις του απευθύνονται σε μια κυβέρνηση, που δεν έχει
καμιά διάθεση και δεν έχει και τις γνώσεις να εφαρμόσει μια οικονομία
ελεύθερης αγοράς και δεύτερον γιατί η κυβέρνηση, όπως η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων ενδιαφέρεται μόνο για χαρίσματα και όχι για κόπο.
Την ενδιαφέρει να κουρευτεί το χρέος
χωρίς η ίδια να κάνει τίποτε γι αυτό. Η άγνοιά της σε συνδυασμό με τη
λατρεία της για προπαγάνδα δεν της επιτρέπουν να πει, ότι αν αύριο το
πρωί εξαφανιστεί το χρέος ολόκληρο, η πολιτική της θα ξαναγεμίσει με
ελλείμματα τον κρατικό προϋπολογισμό με αποτέλεσμα να έρθουμε σύντομα
πάλι στο 2009.
Αδιάψευστος μάρτυρας γι' αυτό είναι η κρατικολάγνα
πολιτική της, που χαϊδεύει τα αυτιά του στενού και ευρύτερου δημόσιου
τομέα για περισσότερα δικαιώματα και λιγότερες υποχρεώσεις, για
περισσότερες απολαβές χωρίς αξιολογήσεις, για παροχές από την πίσω
πόρτα, για όλο και μεγαλύτερες επιβαρύνσεις του φορολογούμενου για να
ταϊστούν δημόσιες δραστηριότητες επιπέδου μη κυβερνητικών οργανώσεων και
οργανισμών αλληλοβοηθείας, την ώρα που ο κεντρικός οργανισμός υγείας,
το ΕΣΥ, πέθανε στα ανίκανα χέρια των Ξανθών και των Πολάκηδων. Αφού τον
είχαν φέρει με σοβαρά τραύματα στην εντατική οι προηγούμενοι.
Επιπλέον, η μόνη διέξοδος από την ελληνική κρίση, που είναι η σκληρή δουλειά
και η βοήθεια του νομοθέτη, των υπουργείων, των ταμείων και των
τραπεζών προς αυτήν την κατεύθυνση δεν έχει οπαδούς στη χώρα. Ούτε και
βοήθεια.
Η χώρα επιμένει στην πλειονότητα των
πολιτών της να αμείβεται χωρίς να παρακουράζεται κι όλας (γιατί έτσι
έμαθαν οι ενήλικοι και έτσι μαθαίνουν και τα παιδιά τους), να ψάχνει για
καμιά θεσούλα στο δημόσιο για να τρώει χωρίς να προσφέρει πολλά κι
όλας, να δανείζεται χωρίς υποχρέωση να ξεπληρώνει κι όλας, με τη
βεβαιότητα ότι κάποια μεταμεσονύχτια ρουσφετολογική τροπολογία θα
χαρίσει τις υποχρεώσεις (όπως η προχτεσινή που απαλλάσσει τους…
ξεχασιάρηδες από την πληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων), να νταλαβερίζεται
οικονομικά χωρίς να δηλώνει κι όλας στον κοινό κορβανά τα έσοδά του,
κάποιοι άλλοι ηλίθιοι θα πληρώσουν. Και πληρώνουν.
Επιμένει η συντριπτική πλειονότητα της
χώρας, χωρίς να ντρέπεται πια, να μασάει τις συντάξεις των γέρων την ώρα
που τα χωράφια είναι εγκαταλελειμμένα, να προτιμάει να ζει οικόσιτη,
την ώρα που πάνω από 1.000.000 ξένοι μετανάστες ξεσκατώνουν τους γονείς
και τους παππούδες της, καθαρίζουν τα σπίτια της, βάφουν τις οικοδομές,
μαζεύουν τις σοδιές, φτιάχνουν τις μάντρες, βόσκουν τα πρόβατα, χτίζουν
τα σπίτια, χαλικώνουν τους δρόμους, μαζεύουν τα σκουπίδια, σκάβουν τους
λάκκους στα δημόσια έργα, κλαδεύουν τα δέντρα στους δήμους, οδηγούν τα
μισά φορτηγά, κάνουν τους μαραγκούς και τους ηλεκτρολόγους και τους
υδραυλικούς, φτιάχνουν κοινοπραξίες και σαρώνουν με τα άλλοτε ελληνικά
καΐκια το Αιγαίο φέρνοντας ψάρια.
Αλλά, οι καλομαθημένοι πισινοί των
νεοελληνικών βλασταριών και των γονιών τους δεν καταδέχονται σ αυτά τα
μεροκάματα, ούτε στα σκληρά μεροκάματα της βιομηχανίας, που ψάχνει για
εξειδικευμένους εργάτες και συχνά δε βρίσκει γιατί… δε δίνει αυτοκίνητο,
άδεια ένα μήνα και μισθό 1.500 καθαρά αβλεπή. Τόσα του δίνει και η μαμά
του χωρίς να ιδρώσει.
Μεγάλη εξαίρεση σ αυτή την ηθική
αθλιότητα της ελληνικής κοινωνίας (γιατί σκόρπιες υπάρχουν πολλές) είναι
τα παιδιά των ελληνικών φτωχοσπιτιών, που τα βλέπεις να μαστορεύουν, να
οργώνουν, να τρέχουν σε δουλειές σαν το Βέγγο, χωρίς να κοιτάνε τι θα
πάρουν πριν δώσουν. Ισορροπώντας δικαιώματα και υποχρεώσεις και, κυρίως, υπευθυνότητα. Η ανάγκη της φτώχειας τους ωριμάζει. Και τους κάνει χρήσιμους σε μια κοινωνία.
Αλλά, αυτοί είναι λίγοι. Και δε φτάνουν για να αλλάξουν τη χώρα με δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Όπως χτίστηκε κάποτε η χώρα. Και το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, που
έθρεψε αυτές τις άρρωστες νοοτροπίες, οι οποίες έχουν το θράσος να
δικαιολογούνται κι όλας αντί να κρύβονται, είναι ίδιο κι απαράλλαχτο και
χαϊδεύει τα ίδια ένστικτά και την ίδια απολιτισιά και αντικοινωνικότητα
στο λαό, που τον έχει κάνει στη μεγάλη πλειονότητά του σαν τα μούτρα
του.
Μ' αυτήν την κυρίαρχη νοοτροπία, λοιπόν
κύριε Λιου μου, να μας συμπαθάτε, αλλά τρία χρέη να μας χαρίζανε, άλλα
τρία θα φτιάχναμε εμείς. Τα οποία, όπως και τα προηγούμενα θα είναι
προϊόντα διεθνούς συνωμοσίας. Και να σας πω και το λόγο που θα τα
φτιάχναμε; Γιατί έτσι μας γουστάρει.
Γ. Παπαδόπουλος - Τετράδης
liberal.gr
Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016
Αν ήσουν τούρκος στρατιώτης…
Αυτός ο ανύποπτος φαντάρος είναι ο τραγικός άνθρωπος κάθε τέτοιας σκιάς της Ιστορίας. Όπως κάποιος ομοεθνής του που πέθανε τυχαία επειδή οι Έλληνες έκαψαν το χωριό του, κοντά στον Σαγγάριο ή όπως κάποιος Έλληνας της Σμύρνης, που ο τούρκικος όχλος τον έκαψε ζωντανό μπροστά στο σπίτι του
Αντρέας Ζαμπούκας
Ας υποθέσουμε ότι είσαι τούρκος στρατιώτης και υπηρετείς την θητεία σου στην Κωνσταντινούπολη. Ίσως σε κάποιο στρατόπεδο, στο Sancaktepe, στην ασιατική πλευρά της πόλης.Και ξαφνικά, κατά τις 8 το απόγευμα της Παρασκευής, σε φορτώνουν σε ένα φορτηγό και σε μεταφέρουν στη γέφυρα του Βοσπόρου. Αφού μένεις αμίλητος και τσαντισμένος στη διαδρομή – ποιος στρατόκαυλος σου χάλασε το ανέμελο βράδυ(!)- έπειτα από μία ώρα δρόμο σε κατεβάζουν στο δεξί μέρος της γέφυρας. Εκεί αρχίζεις να υποψιάζεσαι πως κάτι δεν πάει καλά. Από πάνω βλέπεις το Beylerbeyi Sarayi και απέναντι τα φώτα από το Besiktas. Προχωράς και αντικρίζεις τα δύο τανκς να κλείνουν το δρόμο. Πρώτα στο ένα ρεύμα κυκλοφορίας και μετά στο άλλο. Σε λούζει πια κρύος ιδρώτας. Ο λοχαγός σου σε κοιτάει απότομα, λες και έπιασε την σκέψη σου στον αέρα. Ακόμα και να ήθελες κάπου να πας, να ξεφύγεις, κάποια σφαίρα θα σε προλάβαινε στο κατέβασμα. Ήδη ήταν αργά. Η μοίρα σου έπαιξε άσχημο παιχνίδι και ζούσες μόνο την αρχή του!
Μέχρι το ξημέρωμα, όλα δείχνουν εφιαλτικά με το πλήθος να παραμένει έτοιμο να επιτεθεί από τις δύο πλευρές της γέφυρας. Στις 06.45, ο αξιωματικός δίνει εντολή στους στρατιώτες, να αφήσουν τα όπλα, κάτω και να σηκώσουν τα χέρια ψηλά.
Το πραξικόπημα στην Τουρκία, απέτυχε αλλά κατάφερε να δείξει σε όλο τον κόσμο το αληθινό πρόσωπό της. Ήταν αρκούντως αποκαλυπτικό για το ποια είναι τα ένστικτα της τουρκικής κοινωνίας, ποιοι είναι οι μηχανισμοί του τουρκικού κράτους και το κυριότερο, ποια είναι η αξία του ανθρώπου μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς που εξάπτει συνεχώς αισθήματα εθνικισμού, πρωτογονισμού και βαναυσότητας.
Αυτά που ακολούθησαν στις επόμενες μέρες, με τα πλάνα του όχλου να αποκεφαλίζει ανθρώπους, τους συλληφθέντες να διαπομπεύονται στις τηλεοράσεις και η απειλή του οργισμένου «Σουλτάνου» να αιωρείται πάνω από τη χώρα, είναι δείγματα μιας πρωτόγονης κοινωνίας που παραμένει υποκριτικά ομογενοποιημένη με το φόβο και την απειλή!
Δεν ξέρει κανείς τι απέγινε ο τούρκος στρατιώτης μετά το πραξικόπημα. Αν σκοτώθηκε, αν φυλακίστηκε ή αν στάθηκε τυχερός και ξέφυγε από τον κανιβαλισμό του ανθρωπόμορφου όχλου.
Αυτός όμως ο ανύποπτος φαντάρος είναι ο τραγικός άνθρωπος κάθε τέτοιας σκιάς της Ιστορίας. Όπως κάποιος ομοεθνής του που πέθανε τυχαία επειδή οι Έλληνες έκαψαν το χωριό του, κοντά στον Σαγγάριο ή όπως κάποιος Έλληνας της Σμύρνης, που ο τούρκικος όχλος τον έκαψε ζωντανό μπροστά στο σπίτι του.
Κι αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται μέσα στο χρόνο. Πάντα θα υπάρχει ένας Ερντογάν, ένας στρατός, ένας στρατιώτης και ένας όχλος που θα λιντσάρει, θα σκοτώνει και θα εξευτελίζει τον τραγικό «στρατιώτη» της Ιστορίας. Αυτόν που ξαφνικά, τον κουβαλούν με φορτηγό στην γέφυρα του Βοσπόρου, που ποτέ δεν του εξηγούν τι κάνει και που στο τέλος τον παραδίδουν στον όχλο να τον κατασπαράξει!
Όσο για μας, που έχουμε ακόμα την πολυτέλεια να κυνηγάμε φαντάσματα μέσα στον «παιδότοπο» της Ευρώπης, ας ρίξουμε μια ματιά στον χάρτη, πόσο κοντά μας βρίσκεται η Τουρκία. Και πόσο εύκολα ο «σκηνοθέτης» της Ιστορίας μπορεί να γυρίσει την κάμερα προς το μέρος μας…
protagon.gr
Ο κόσμος που έρχεται
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Θα είχε κάθε λόγο ένας σύγχρονος Στέφαν Τσβάιχ να γράψει τον «Κόσμο του χθες» της εποχής μας. Αν δει κανείς το 2016 με την απόσταση του μέλλοντος, θα το τοποθετήσει στο επίκεντρο μιας περιόδου τεκτονικών μετατοπίσεων με αντιστοιχίες ανάλογες του 1914, του 1939, του 1945 και του 1989. Ωστόσο, ο συναρπαστικός και φοβερός 20ός αιώνας δεν μας είχε κατάλληλα προετοιμάσει ότι θα εγκαταλείπαμε τόσο γρήγορα, τόσο άδοξα και τραυματικά μία από τις αντιφατικές αξίες του: την ανοικτή κοινωνία και τον κοσμοπολιτισμό. Ο κόσμος του πρόσφατου χθες μοιάζει ήδη αρχαίος. Και αυτός ο κάποτε οικείος κόσμος, που οι «τυχερές» γενιές, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν θεωρήσει δεδομένο, μοιάζει να ήταν μια «παρένθεση» της Ιστορίας. Ενα ευτυχές «ατύχημα» και ένα βραχύβιο πείραμα.
Αυτή η διάχυτη αίσθηση πως τα «πάντα πλέον μπορούν να συμβούν» κυριαρχεί διεθνώς αυτό το καλοκαίρι και, καθώς επιτείνει το ρευστό κλίμα ανασφάλειας, δίνει παράλληλα κι ένα μέτρο πραγματικότητας. Τα μεγάλα διεθνή γεγονότα των πρόσφατων εβδομάδων μοιάζει να έχουν επιδράσει και στον τρόπο που βλέπουμε την εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας. Εχουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μετατοπίσει τις ιεραρχίες και μεγεθύνουν ακόμη περισσότερο την ιλαρότητα και τη ρηχότητα. Υπάρχει ένα κλίμα δυσανεξίας που σφραγίζει την εποχή μας. Οι γενιές που έζησαν τη Δύση ώς το 1989 ή έστω ώς το 2001, έχουν γαλουχηθεί από τη διάχυση του ανοικτού πνεύματος στις τότε κοινωνίες. Αυτό ήταν που έδινε τον τόνο στην εποχή, και όσα αρνητικά συνέβαιναν, δεν ανέκοπταν αυτήν την τάση. Οι σύγχρονες εικόνες που έρχονται από την Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνουν την ανάγκη αναθεώρησης ενός ολόκληρου συστήματος κατανόησης του κόσμου. Συσχετισμοί κλονίζονται και κοινωνίες συμπιέζονται. Κανείς δεν μένει αμέτοχος και κανείς δεν θα αποφύγει σοβαρές επιδράσεις.
Η δική μας μπελ επόκ μοιάζει να έχει προ πολλού τελειώσει, αλλά αυτό δεν είναι κάτι νέο. To γνωρίζουμε ήδη από την πτώση των Δίδυμων Πύργων. Οταν ο Στέφαν Τσβάιχ έγραφε για την Ευρώπη της νεότητάς του, πριν από το 1914, μιλούσε επί της ουσίας για την μπελ επόκ της ελεύθερης διακίνησης και της πρωτοφανούς αστικής ευημερίας και άνθησης του υλικού πολιτισμού μετά το 1850. Τα έγραφε με την πρωθύστερη γνώση και την πίκρα που γέννησε ο Μεγάλος Πόλεμος. Πρόκειται επί της ουσίας για το επιμύθιο της καταστροφής των βεβαιοτήτων. Η δική μας μπελ επόκ, στη Δύση (1945-2008), έζησε πολλά χρόνια επίσης. Τόσα ώστε να χτίσει την πεποίθηση στον γενικό πληθυσμό ότι η σύμπνοια για την ανοικτή κοινωνία θα συνεχιζόταν. Σήμερα, όμως, μοιραζόμαστε τη γνώση του περάσματος σε μιαν άλλη εποχή. Και αυτή η νέα εποχή, καθώς δεν έχει στα δικά μας μάτια αποκτήσει συνάφεια και σχήμα, παρασύρει σε βεβιασμένες εκτιμήσεις. Οσοι εργάζονται υπέρ της ανοικτής κοινωνίας και του διεθνούς δικαίου, ο ελεύθερος κόσμος δηλαδή που μάχεται τον λαϊκισμό, την τρομοκρατία, τον φονταμενταλισμό και την απολυταρχία, αισθάνονται ότι βρίσκονται σε κατάσταση μάχης. Και αυτό είναι προς το παρόν το κλίμα με το οποίο εισερχόμαστε στη νέα εποχή. Οτι η ανοικτή κοινωνία, η συνεργασία και ο κοσμοπολιτισμός θα απαιτήσουν νέους αγώνες με αντιπάλους που είναι όχι απλώς ετοιμοπόλεμοι, αλλά σε πλήρη ανάπτυξη στο πεδίον της μάχης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Θα είχε κάθε λόγο ένας σύγχρονος Στέφαν Τσβάιχ να γράψει τον «Κόσμο του χθες» της εποχής μας. Αν δει κανείς το 2016 με την απόσταση του μέλλοντος, θα το τοποθετήσει στο επίκεντρο μιας περιόδου τεκτονικών μετατοπίσεων με αντιστοιχίες ανάλογες του 1914, του 1939, του 1945 και του 1989. Ωστόσο, ο συναρπαστικός και φοβερός 20ός αιώνας δεν μας είχε κατάλληλα προετοιμάσει ότι θα εγκαταλείπαμε τόσο γρήγορα, τόσο άδοξα και τραυματικά μία από τις αντιφατικές αξίες του: την ανοικτή κοινωνία και τον κοσμοπολιτισμό. Ο κόσμος του πρόσφατου χθες μοιάζει ήδη αρχαίος. Και αυτός ο κάποτε οικείος κόσμος, που οι «τυχερές» γενιές, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν θεωρήσει δεδομένο, μοιάζει να ήταν μια «παρένθεση» της Ιστορίας. Ενα ευτυχές «ατύχημα» και ένα βραχύβιο πείραμα.
Αυτή η διάχυτη αίσθηση πως τα «πάντα πλέον μπορούν να συμβούν» κυριαρχεί διεθνώς αυτό το καλοκαίρι και, καθώς επιτείνει το ρευστό κλίμα ανασφάλειας, δίνει παράλληλα κι ένα μέτρο πραγματικότητας. Τα μεγάλα διεθνή γεγονότα των πρόσφατων εβδομάδων μοιάζει να έχουν επιδράσει και στον τρόπο που βλέπουμε την εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας. Εχουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μετατοπίσει τις ιεραρχίες και μεγεθύνουν ακόμη περισσότερο την ιλαρότητα και τη ρηχότητα. Υπάρχει ένα κλίμα δυσανεξίας που σφραγίζει την εποχή μας. Οι γενιές που έζησαν τη Δύση ώς το 1989 ή έστω ώς το 2001, έχουν γαλουχηθεί από τη διάχυση του ανοικτού πνεύματος στις τότε κοινωνίες. Αυτό ήταν που έδινε τον τόνο στην εποχή, και όσα αρνητικά συνέβαιναν, δεν ανέκοπταν αυτήν την τάση. Οι σύγχρονες εικόνες που έρχονται από την Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνουν την ανάγκη αναθεώρησης ενός ολόκληρου συστήματος κατανόησης του κόσμου. Συσχετισμοί κλονίζονται και κοινωνίες συμπιέζονται. Κανείς δεν μένει αμέτοχος και κανείς δεν θα αποφύγει σοβαρές επιδράσεις.
Η δική μας μπελ επόκ μοιάζει να έχει προ πολλού τελειώσει, αλλά αυτό δεν είναι κάτι νέο. To γνωρίζουμε ήδη από την πτώση των Δίδυμων Πύργων. Οταν ο Στέφαν Τσβάιχ έγραφε για την Ευρώπη της νεότητάς του, πριν από το 1914, μιλούσε επί της ουσίας για την μπελ επόκ της ελεύθερης διακίνησης και της πρωτοφανούς αστικής ευημερίας και άνθησης του υλικού πολιτισμού μετά το 1850. Τα έγραφε με την πρωθύστερη γνώση και την πίκρα που γέννησε ο Μεγάλος Πόλεμος. Πρόκειται επί της ουσίας για το επιμύθιο της καταστροφής των βεβαιοτήτων. Η δική μας μπελ επόκ, στη Δύση (1945-2008), έζησε πολλά χρόνια επίσης. Τόσα ώστε να χτίσει την πεποίθηση στον γενικό πληθυσμό ότι η σύμπνοια για την ανοικτή κοινωνία θα συνεχιζόταν. Σήμερα, όμως, μοιραζόμαστε τη γνώση του περάσματος σε μιαν άλλη εποχή. Και αυτή η νέα εποχή, καθώς δεν έχει στα δικά μας μάτια αποκτήσει συνάφεια και σχήμα, παρασύρει σε βεβιασμένες εκτιμήσεις. Οσοι εργάζονται υπέρ της ανοικτής κοινωνίας και του διεθνούς δικαίου, ο ελεύθερος κόσμος δηλαδή που μάχεται τον λαϊκισμό, την τρομοκρατία, τον φονταμενταλισμό και την απολυταρχία, αισθάνονται ότι βρίσκονται σε κατάσταση μάχης. Και αυτό είναι προς το παρόν το κλίμα με το οποίο εισερχόμαστε στη νέα εποχή. Οτι η ανοικτή κοινωνία, η συνεργασία και ο κοσμοπολιτισμός θα απαιτήσουν νέους αγώνες με αντιπάλους που είναι όχι απλώς ετοιμοπόλεμοι, αλλά σε πλήρη ανάπτυξη στο πεδίον της μάχης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016
Μια τουρκάλα συγγραφέας γράφει ένα συγκλονιστικό κείμενο για το πραξικόπημα
Τι κάνετε, όταν αναρωτιέστε αν το επόμενο
πρωί θα ξυπνήσετε με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ή σε μία
Ισλαμική Δημοκρατία;
Είναι μιάμιση τη νύχτα και απ’ όλους τους μιναρέδες στην Τουρκία ακούγεται ασταμάτητα αυτή η ειδική μακρόσυρτη προσευχή που λέγεται σε περιπτώσεις θανάτου. Τελειώνει η μία, αρχίζει η άλλη. Το μπουμπουνητό των μαχητικών αεροσκαφών πάνω απ’ τις στέγες μας μπερδεύεται με αυτή την προσευχή, που φτάνει μέχρι το μεδούλι και που για μας αναγγέλλει το θάνατο. Όταν οι ήχοι απ’ τις συμπλοκές σταματάνε, έρχονται από τα τζαμιά ανακοινώσεις για αντίσταση στο στρατό:
«Τζιχάντ είναι! Βγείτε για τον Αλλάχ στους δρόμους!»
Τι κάνετε, όταν αναρωτιέστε αν το επόμενο πρωί θα ξυπνήσετε με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ή σε μία Ισλαμική Δημοκρατία;
Αστείο ήταν αυτό.
Ο σαρκασμός φθάνει αδιανόητες κορφές
Εδώ και καιρό οι άνθρωποι στην Τουρκία μετράνε τα όρια του χιούμορ, για να διατηρήσουνε την πνευματική τους υγεία. Ο σαρκασμός φθάνει αδιανόητες κορφές. Δεν ξέρω αν αυτό είναι δείγμα αρρωστημένης ευαισθησίας ή αν οι άνθρωποι απλώς προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τη ζωή, όμως ενώ αναρωτιόμαστε πότε θα σπάσουνε τα τζάμια από το θόρυβο των μαχητικών αεροσκαφών, πότε θα φτάσουν έξω απ’ την πόρτα μας οι πυροβολισμοί που πλησιάζουν, στα κοινωνικά μέσα, το μοναδικό τόπο όπου μιλάμε μεταξύ μας, κυκλοφορούν ανέκδοτα:
«Η τουρκική δημοκρατία πέθανε, γι’ αυτό ακούγεται η σελά».
Στην αρχή ήταν όντως σχεδόν αστείο, ήταν πιο λογικό να πιστέψεις ότι ήταν σκηνοθετημένο. Μία χούφτα σαστισμένοι νέοι στρατιώτες είχε κλείσει μία από τις γέφυρες στο Βόσπορο. Φωνάζανε στους ανθρώπους: «Πηγαίντε σπίτια σας!» Έχω γράψει ένα μυθιστόρημα για το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, ξέρω ότι κανένα πραξικόπημα δεν γίνεται έτσι. Το πραξικόπημα είναι σοβαρή υπόθεση. Άνθρωποι που έχουν ζήσει πραξικοπήματα έγραψαν αμέσως στα κοινωνικά μέσα: “Είναι παιχνίδι του Ερντογάν, λέει: «Κάνουν πραξικόπημα εναντίον μου», και την επόμενη μέρα θα ανακηρυχθεί πρόεδρος”.
Πιο σοβαρό έγινε το πράγμα, όταν ο Ερντογάν εμφανίστηκε στα κανάλια της τηλεόρασης μέσω της υπηρεσίας chat Facetime και καλούσε το λαό να βγει στους δρόμους, για να προστατέψει τη δημοκρατία. Ήμουν πεπεισμένη ότι κανένας, που λόγω συλλογικής μνήμης γνώριζε πόσο βίαια είναι τα πραξικοπήματα, δεν θα έβγαινε στους δρόμους. Ωστόσο, μέσα σε λίγα λεπτά γέμισαν οι δρόμοι με αυτοκίνητα γεμάτα ανθρώπους, που φώναζαν «Αλλάχου Άκμπαρ – Ο Θεός είναι μεγάλος!». Ένα παράλογο θέαμα.
Εμείς φοβόμασταν τη νύχτα που ξημέρωνε Σάββατο.
Στο αεροδρόμιο άνθρωποι έδιναν κλοτσιές σε τεθωρακισμένα, πολίτες έπιαναν ομήρους νεαρούς στρατιώτες που ούτε καν αντιστέκονταν, υπήρξαν ακόμα και περιστατικά λιντσαρίσματος στρατιωτών.
Τα συνθήματα «Αλλάχου Άκμπαρ» σύντομα ακούγονταν και στο CNN Türk. Μέσα σε μια ώρα, αφού η παρουσιάστρια είχε πει: «Στρατιώτες καταλαμβάνουν το σταθμό», εμείς δεν βλέπαμε στην οθόνη στρατιώτες με μία διακήρυξη για το πραξικόπημα, αλλά έναν παράξενο νεαρό άντρα, προφανώς οπαδό του Ερντογάν. Φώναξε τρεις φορές «Αλλάχου Άκμπαρ» στην κάμερα κι ύστερα κάθισε βαριεστημένος.
Όλη η χώρα παρακολουθούσε εκείνον τον άντρα με το ροζ μπλουζάκι, που ασχολούνταν με το κινητό του και προσπαθούσε με το τηλεχειριστήριο να θέσει σε λειτουργία τις συσκευές τηλεόρασης του σταθμού. Συγχρόνως βάζαμε μαξιλάρια στα τζάμια στα παράθυρα που έτριζαν από το μπουμπουνητό των μαχητικών αεροσκαφών. Τίποτα καινούργιο για μας, η θλίψη και ο φόβος μας διαρκώς διακόπτονται από παραλογισμό.
Εμείς φοβόμασταν τη νύχτα που ξημέρωνε Σάββατο. Μόνο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν φοβόταν! Το αεροπλάνο του έκανε κύκλους για πολλή ώρα στον αέρα, όταν τελικά προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Ατατούρκ στην Ιστανμπούλ, μεταξύ των χιλιάδων ανθρώπων που τον περίμεναν εκεί βρισκόταν και ο γαμπρός του, ο υπουργός μας Ενέργειας Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Ενώ η απόπειρα πραξικοπήματος που υποκινήθηκε από μία χούφτα στρατηγούς ολίσθαινε στο χάος, ενώ μαχητικά αεροσκάφη βομβάρδιζαν το Κοινοβούλιο στην Άγκυρα, ενώ γνώστες της Ιστορίας έκαναν συγκρίσεις με το Ράιχσταγκ, ήταν εντυπωσιακό πόσο ήρεμα αντέδρασαν εκείνοι οι δύο:
«Χάρη μάς κάνει ο Αλλάχ μ’ αυτό. Γιατί; Επειδή αυτό το περιστατικό θα φέρει μία εκκαθάριση στις ένοπλες δυνάμεις μας».
Μ’ αυτό ήταν σαφές σε τι χώρα θα ξυπνούσαμε το επόμενο πρωί. Σε μια χώρα, στην οποία κυκλοφορούν φωτογραφίες, που δείχνουν έναν από εκείνους, που κλήθηκαν να βγουν στους δρόμους για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία, να κόβει το λαρύγγι σε έναν στρατιώτη που είχε παραδοθεί. Ήταν το πρωί μιας χώρας, στην οποία δεν ενισχύθηκε η δημοκρατία, αλλά ο Ερντογάν.
Το κείμενο αυτό της Ετζέ Τεμελκουράν δημοσιεύτηκε στις 17/7/2016 στην ιστοσελίδα της γερμανικής εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Μετάφραση από τα τουρκικά στα γερμανικά: Sabine Adatepe και MonikaDemirel
Μετάφραση από τα γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Από τις Eκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της «Η μαγική πνοή των γυναικών» σε μετάφραση της Στέλλας Χρηστίδου
.thetoc.gr
Τρίτη 19 Ιουλίου 2016
Iστορία των χαμένων ευκαιριών
ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ*
Οταν τέτοιες μέρες πέρυσι ο Αλέξης
Τσίπρας κατέπλεε στο δικό του Καστελλόριζο, κάνοντας τη μεγάλη
κωλοτούμπα, θεώρησα πως, επιτέλους, προσεγγίζαμε το τελευταίο κεφάλαιο
της ταλαίπωρης μεταπολίτευσης και πως θα γυρίζαμε σελίδα. Από τη μία, η
μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα συνθήματά του ήταν τόσο τεράστια
και εμφανής, που αρκούσε για να εξευτελίσει όχι μόνο το αντιμνημονιακό
ιδεολόγημα αλλά ολόκληρη την ψευδεπίγραφη πορεία της μεταπολιτευτικής
Αριστεράς. Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας είχε τη μοναδική τότε
δυνατότητα να μεταμορφωθεί σε πραγματικά ρηξικέλευθο μεταρρυθμιστή
ηγέτη, πραγματοποιώντας τις τομές που δεν είχαν τολμήσει να κάνουν οι
προκάτοχοί του.
Δυστυχώς, όπως διαπιστώσαμε πολύ γρήγορα, ο Τσίπρας δεν διέθετε ούτε το όραμα αλλά ούτε και την ικανότητα για να πραγματοποιήσει τη μεγάλη υπέρβαση. Αντ’ αυτού, η πολιτική της κυβέρνησής του αποτελεί συνδυασμό εφαρμογής μιας δέσμης δημοσιονομικών μέτρων που κατέστη αναγκαία κυρίως λόγω του κόστους της «περήφανης» διαπραγμάτευσης, με κάποιες ελάχιστες πραγματικές τομές, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, που έχουν επιβληθεί απ’ έξω. Πέρα από αυτά κυριαρχούν η ακινησία, η ισοπέδωση σε τομείς όπως η παιδεία και η γενικευμένη ανικανότητα. Εκείνο όμως που είναι ανησυχητικό είναι το στήσιμο ενός νέου πελατειακού κράτους, η προϊούσα μαφιοποίηση του πολιτικοοικονομικού συστήματος και οι παρεμβάσεις στο πολίτευμα με στόχο να ενισχυθεί ο λαϊκισμός, από την απλή αναλογική έως τη χρήση των δημοψηφισμάτων. Θυμάμαι τους διάφορους «χρήσιμους ηλιθίους» που δήλωναν παλαιότερα πως «ψήφιζαν πολίτευμα» και διαπιστώνω πως τελικά είχαν δίκιο, απλά τους προέκυψε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της πορείας της μέσα στην κρίση, η χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή που απαιτούσε όραμα και ηγετική θέληση για υπέρβαση. Οσες φορές όμως βρέθηκε στο σημείο αυτό απέτυχε να πραγματοποιήσει το αναγκαίο βήμα. Η βασική αιτία είναι πως το πολιτικό προσωπικό αποδείχθηκε μυωπικό και κατώτερο των περιστάσεων. Οι πολιτικές ηγεσίες επέλεγαν κάθε φορά τις εύκολες λύσεις, με αποτέλεσμα και να αποτυγχάνουν να πιάσουν τους στόχους τους και να αυτοκτονούν πολιτικά, ανοίγοντας όμως παράλληλα την πόρτα σε αδίστακτους τυχοδιώκτες. Κάθε αποτυχία μάς έσπρωχνε ολοένα και πιο βαθιά στην κρίση, μέχρι που φθάσαμε στα πρόθυρα της κατάρρευσης τον περασμένο Ιούλιο. Η επισκόπηση της πορείας αυτής αναδεικνύει πέντε τουλάχιστον χαμένες ευκαιρίες.
Η πρώτη θα μπορούσε να τοποθετηθεί μέσα στο 2008, όταν έγινε σαφές στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, και αυτό παρά την πλαστογραφία των στατιστικών στοιχείων, πως η οικονομία κατευθυνόταν στον γκρεμό. Τα καμπανάκια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πολλαπλασιάζονταν και η απάντηση έπαιρνε τη μορφή δημοσιονομικών πρωτοβουλιών γραμμένων πάνω σε... χαρτοπετσέτα. Ισως μια αποφασιστική δημοσιονομική παρέμβαση την εποχή εκείνη να είχε σώσει την παρτίδα. Ομως η κυβέρνηση επέλεξε τότε τη φυγή διαμέσου των εκλογών, προειδοποιώντας πάντως πως τα σκληρά μέτρα ήταν πλέον αναπόφευκτα.
Η δεύτερη χαμένη ευκαιρία ταυτίζεται με τη διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, που ξεκίνησε με ψευδεπίγραφα συνθήματα στις εκλογές του 2009, συνεχίστηκε με έντονη ατολμία και υποτίμηση των προβλημάτων και κατέληξε σε Βατερλώ το 2011, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν στην πορεία και που περιγράφει με ενάργεια ο τότε υπουργός οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου (στην εξαιρετική του μαρτυρία «Game over»). Το τεράστιο μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτήθηκε, οι αστοχίες του προγράμματος διάσωσης της χώρας και η προβληματική (και με μισή καρδιά) εφαρμογή του από την ελληνική κυβέρνηση συνέβαλαν στη μεγέθυνση της κρίσης και κατέληξαν στην κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος.
Η τρίτη χαμένη ευκαιρία σχετίζεται με την κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011. Η απόφαση να σχηματισθεί κυβέρνηση περιορισμένης ευθύνης και διάρκειας αποδείχθηκε καταστροφική. Φέρει πρωταρχικά τη σφραγίδα του Αντώνη Σαμαρά, που απέτυχε να αντιληφθεί πως το μεταπολιτευτικό σύστημα των προβλέψιμων εναλλαγών μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είχε πλέον κλονιστεί. Ετσι πλειοδότησε στην καλλιέργεια ανεδαφικών υποσχέσεων, πιέζοντας για εκλογές που οδήγησαν σε πανωλεθρία του δικομματισμού. Με τον τρόπο αυτό έγινε μεν πρωθυπουργός, αλλά μιας αδύναμης κυβέρνησης και εν μέσω μιας μεγάλης τρικυμίας στην οποία είχε συμβάλει πρωταρχικά και ο ίδιος.
Τέταρτη χαμένη ευκαιρία υπήρξε η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά το 2012, που παρά την πολύ σημαντική επιτυχία της να κρατήσει την Ελλάδα όρθια μέσα σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία και να την οδηγήσει για πρώτη φορά σε μικρή μεν αλλά πραγματική ανάπτυξη και επιστροφή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέχισε (με τις πλάτες του ΠΑΣΟΚ και αρχικά της ΔΗΜΑΡ) τις κοντόφθαλμες πελατειακές πρακτικές, με αποκορύφωμα την αυτοκτονία της μετά τις ευρωεκλογές του 2014.
Η πέμπτη και τελευταία χαμένη ευκαιρία ανήκει, όπως είδαμε, στον Αλέξη Τσίπρα. Είναι ίσως η μεγαλύτερη και πιο καταστροφική απ’ όλες τις άλλες. Ελπίζω να μην είναι η τελευταία. Ενα στοιχείο που συμβάλλει στην απαισιοδοξία είναι ότι έως τώρα οι αποτυχίες δεν φαίνεται να οδήγησαν στη διόρθωση των σφαλμάτων. Το αντίθετο. Οξυναν την παθολογία που τις δημιούργησε.
*Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δυστυχώς, όπως διαπιστώσαμε πολύ γρήγορα, ο Τσίπρας δεν διέθετε ούτε το όραμα αλλά ούτε και την ικανότητα για να πραγματοποιήσει τη μεγάλη υπέρβαση. Αντ’ αυτού, η πολιτική της κυβέρνησής του αποτελεί συνδυασμό εφαρμογής μιας δέσμης δημοσιονομικών μέτρων που κατέστη αναγκαία κυρίως λόγω του κόστους της «περήφανης» διαπραγμάτευσης, με κάποιες ελάχιστες πραγματικές τομές, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, που έχουν επιβληθεί απ’ έξω. Πέρα από αυτά κυριαρχούν η ακινησία, η ισοπέδωση σε τομείς όπως η παιδεία και η γενικευμένη ανικανότητα. Εκείνο όμως που είναι ανησυχητικό είναι το στήσιμο ενός νέου πελατειακού κράτους, η προϊούσα μαφιοποίηση του πολιτικοοικονομικού συστήματος και οι παρεμβάσεις στο πολίτευμα με στόχο να ενισχυθεί ο λαϊκισμός, από την απλή αναλογική έως τη χρήση των δημοψηφισμάτων. Θυμάμαι τους διάφορους «χρήσιμους ηλιθίους» που δήλωναν παλαιότερα πως «ψήφιζαν πολίτευμα» και διαπιστώνω πως τελικά είχαν δίκιο, απλά τους προέκυψε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της πορείας της μέσα στην κρίση, η χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή που απαιτούσε όραμα και ηγετική θέληση για υπέρβαση. Οσες φορές όμως βρέθηκε στο σημείο αυτό απέτυχε να πραγματοποιήσει το αναγκαίο βήμα. Η βασική αιτία είναι πως το πολιτικό προσωπικό αποδείχθηκε μυωπικό και κατώτερο των περιστάσεων. Οι πολιτικές ηγεσίες επέλεγαν κάθε φορά τις εύκολες λύσεις, με αποτέλεσμα και να αποτυγχάνουν να πιάσουν τους στόχους τους και να αυτοκτονούν πολιτικά, ανοίγοντας όμως παράλληλα την πόρτα σε αδίστακτους τυχοδιώκτες. Κάθε αποτυχία μάς έσπρωχνε ολοένα και πιο βαθιά στην κρίση, μέχρι που φθάσαμε στα πρόθυρα της κατάρρευσης τον περασμένο Ιούλιο. Η επισκόπηση της πορείας αυτής αναδεικνύει πέντε τουλάχιστον χαμένες ευκαιρίες.
Η πρώτη θα μπορούσε να τοποθετηθεί μέσα στο 2008, όταν έγινε σαφές στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, και αυτό παρά την πλαστογραφία των στατιστικών στοιχείων, πως η οικονομία κατευθυνόταν στον γκρεμό. Τα καμπανάκια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πολλαπλασιάζονταν και η απάντηση έπαιρνε τη μορφή δημοσιονομικών πρωτοβουλιών γραμμένων πάνω σε... χαρτοπετσέτα. Ισως μια αποφασιστική δημοσιονομική παρέμβαση την εποχή εκείνη να είχε σώσει την παρτίδα. Ομως η κυβέρνηση επέλεξε τότε τη φυγή διαμέσου των εκλογών, προειδοποιώντας πάντως πως τα σκληρά μέτρα ήταν πλέον αναπόφευκτα.
Η δεύτερη χαμένη ευκαιρία ταυτίζεται με τη διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, που ξεκίνησε με ψευδεπίγραφα συνθήματα στις εκλογές του 2009, συνεχίστηκε με έντονη ατολμία και υποτίμηση των προβλημάτων και κατέληξε σε Βατερλώ το 2011, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν στην πορεία και που περιγράφει με ενάργεια ο τότε υπουργός οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου (στην εξαιρετική του μαρτυρία «Game over»). Το τεράστιο μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτήθηκε, οι αστοχίες του προγράμματος διάσωσης της χώρας και η προβληματική (και με μισή καρδιά) εφαρμογή του από την ελληνική κυβέρνηση συνέβαλαν στη μεγέθυνση της κρίσης και κατέληξαν στην κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος.
Η τρίτη χαμένη ευκαιρία σχετίζεται με την κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011. Η απόφαση να σχηματισθεί κυβέρνηση περιορισμένης ευθύνης και διάρκειας αποδείχθηκε καταστροφική. Φέρει πρωταρχικά τη σφραγίδα του Αντώνη Σαμαρά, που απέτυχε να αντιληφθεί πως το μεταπολιτευτικό σύστημα των προβλέψιμων εναλλαγών μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είχε πλέον κλονιστεί. Ετσι πλειοδότησε στην καλλιέργεια ανεδαφικών υποσχέσεων, πιέζοντας για εκλογές που οδήγησαν σε πανωλεθρία του δικομματισμού. Με τον τρόπο αυτό έγινε μεν πρωθυπουργός, αλλά μιας αδύναμης κυβέρνησης και εν μέσω μιας μεγάλης τρικυμίας στην οποία είχε συμβάλει πρωταρχικά και ο ίδιος.
Τέταρτη χαμένη ευκαιρία υπήρξε η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά το 2012, που παρά την πολύ σημαντική επιτυχία της να κρατήσει την Ελλάδα όρθια μέσα σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία και να την οδηγήσει για πρώτη φορά σε μικρή μεν αλλά πραγματική ανάπτυξη και επιστροφή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέχισε (με τις πλάτες του ΠΑΣΟΚ και αρχικά της ΔΗΜΑΡ) τις κοντόφθαλμες πελατειακές πρακτικές, με αποκορύφωμα την αυτοκτονία της μετά τις ευρωεκλογές του 2014.
Η πέμπτη και τελευταία χαμένη ευκαιρία ανήκει, όπως είδαμε, στον Αλέξη Τσίπρα. Είναι ίσως η μεγαλύτερη και πιο καταστροφική απ’ όλες τις άλλες. Ελπίζω να μην είναι η τελευταία. Ενα στοιχείο που συμβάλλει στην απαισιοδοξία είναι ότι έως τώρα οι αποτυχίες δεν φαίνεται να οδήγησαν στη διόρθωση των σφαλμάτων. Το αντίθετο. Οξυναν την παθολογία που τις δημιούργησε.
*Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Ποιος Κάφκα;
Ιστορίες δικαστικής τρέλας με φόντο σκάνδαλα τριακονταετίας
Κέζα Λώρη
Η δίκη που αναβλήθηκε αφορά την προμήθεια ψηφιακών κέντρων, δηλαδή τη σύμβαση του ΟΤΕ 8002/1997. Οι εμπλεκόμενοι είναι 64, Ελληνες και Γερμανοί, και κατηγορούνται για δωροδοκία. Πρόκειται για μια από τις τέσσερις υποθέσεις όπου στελέχη της Siemens έδιναν μίζες για να πάρουν κρατικές δουλειές. Ας το πιάσουμε, λοιπόν, από την αρχή, με ονόματα, για να μην ξεχνιόμαστε.
Το 1994 η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αναθέτει απευθείας στη Siemens την προμήθεια ψηφιακών παροχών. Το 1996 η κυβέρνηση Σημίτη αναθέτει επιπλέον ψηφιακές παροχές. Την επόμενη χρονιά γίνεται κι άλλη ανάθεση. Υπογραμμίζουμε: χωρίς διαγωνισμό, χωρίς δικαιολόγηση για την επιλογή προμηθευτή. Οι υπουργοί που υπογράφουν τις αναθέσεις είναι οι Αλέκος Παπαδόπουλος, Γιάννος Παπαντωνίου, Χάρης Καστανίδης, Τάσος Μαντέλης. Παρένθεση: Δεν ζητήθηκαν προσφορές από άλλες εταιρείες, ενώ εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι θα μπορούσαν να αναλάβουν σχεδόν τριάντα άλλες εταιρείες. Να μείνουμε, όμως, στο παραμύθι.
Προκύπτει ότι υπάρχουν ευθύνες πολιτικών προσώπων, σταματούν τα δικαστήρια και αναλαμβάνει η Βουλή. Βρισκόμαστε στο 2010 και η Εξεταστική Επιτροπή μετά τα σούρτα φέρτα διαφόρων δεν καταλήγει πουθενά. Εν τω μεταξύ, αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα είναι ευεπίφορο περιβάλλον για σκάνδαλα και αποκαλύπτονται το ένα μετά το άλλο, με εξοπλισμούς στον στρατό, με δημόσια έργα, με τα φάρμακα. Παντού λεφτά που διακινούνται ύποπτα, τραπεζικοί λογαριασμοί που ανοίγουν ανύποπτα και δεκάδες εμπλεκόμενοι σε κάθε ιστορία. Πολλές οικογένειες ευημερούν, ξοδεύουν με αμετροέπεια, τους βλέπουμε, αυτούς και τα παιδιά τους, να είναι μέσα στα πράγματα, σε κέντρα λήψης αποφάσεων, μέσα στη χλιδή. Οι οικογένειες των μιζαδόρων είναι πια το αφρόγαλα του νεοπλουτισμού.
Αυτό το παραμύθι δεν έχει τέλος. Θα μπορούσε να είναι αυτή η τελευταία σελίδα, αναβολή επ' αόριστον, μάλλον για του Αγίου Ποτέ. Και ξαφνικά πετιέται το υπουργείο Εξωτερικών, που είναι αρμόδιο για τη μετάφραση του βουλεύματος, και λέει ότι, όχι, η μετάφραση έγινε και παραδόθηκε έγκαιρα. Η αναβολή, όμως, δεν αναβάλλεται και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Κι άλλος μύλος. Ολα μαζί οδηγούν στη συγχώρεση που λέγεται και παραγραφή. Ολα καλά και τα σκυλιά δεμένα. Οι κλέφτες μπορούν να χαίρονται.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016
Διαβάζουμε ειδήσεις για δικαστικές υποθέσεις και είναι σαν να
διαβάζουμε αποσπασματικά ένα παραμύθι. Γράφουν: «Σε επ' αόριστον αναβολή
οδηγήθηκαν οι δικαστές για την υπόθεση των μαύρων ταμείων της Siemens. Η
αιτία της αναβολής ήταν η μη μετάφραση του παραπεμπτικού βουλεύματος».
Σαν να γράφουν: «Ο κυνηγός σήκωσε το τσεκούρι για να χτυπήσει...». Ας το
πιάσουμε, λοιπόν, από την αρχή, να πούμε την ιστορία, όπως χωρά σε μια
σελίδα.
Η δίκη που αναβλήθηκε αφορά την προμήθεια ψηφιακών κέντρων, δηλαδή τη σύμβαση του ΟΤΕ 8002/1997. Οι εμπλεκόμενοι είναι 64, Ελληνες και Γερμανοί, και κατηγορούνται για δωροδοκία. Πρόκειται για μια από τις τέσσερις υποθέσεις όπου στελέχη της Siemens έδιναν μίζες για να πάρουν κρατικές δουλειές. Ας το πιάσουμε, λοιπόν, από την αρχή, με ονόματα, για να μην ξεχνιόμαστε.
Το 1994 η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αναθέτει απευθείας στη Siemens την προμήθεια ψηφιακών παροχών. Το 1996 η κυβέρνηση Σημίτη αναθέτει επιπλέον ψηφιακές παροχές. Την επόμενη χρονιά γίνεται κι άλλη ανάθεση. Υπογραμμίζουμε: χωρίς διαγωνισμό, χωρίς δικαιολόγηση για την επιλογή προμηθευτή. Οι υπουργοί που υπογράφουν τις αναθέσεις είναι οι Αλέκος Παπαδόπουλος, Γιάννος Παπαντωνίου, Χάρης Καστανίδης, Τάσος Μαντέλης. Παρένθεση: Δεν ζητήθηκαν προσφορές από άλλες εταιρείες, ενώ εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι θα μπορούσαν να αναλάβουν σχεδόν τριάντα άλλες εταιρείες. Να μείνουμε, όμως, στο παραμύθι.
Ηταν η εποχή της ευμάρειας, όλοι είχαν γεμάτες τσέπες, οι τράπεζες
μοίραζαν δάνεια, το κράτος μοίραζε πρόωρες συντάξεις, ο μέσος Ελληνας
γκρέμιζε το κοτέτσι για να το κάνει έπαυλη. Κι εκεί που ήταν όλα ζάχαρη,
ξεσπά σκάνδαλο στη Γερμανία με στελέχη της Siemens να παραδέχονται ότι
στην Ελλάδα μοίρασαν μίζες ύψους 130 εκατομμυρίων μάρκων. Στην Ελλάδα
αρχίζει προανάκριση και γίνεται μύλος μεταξύ δικαστών για το ποιος έκανε
ή δεν έκανε σωστά τη δουλειά του. Λόγια στα λόγια, περνάνε τα χρόνια.
Προκύπτει ότι υπάρχουν ευθύνες πολιτικών προσώπων, σταματούν τα δικαστήρια και αναλαμβάνει η Βουλή. Βρισκόμαστε στο 2010 και η Εξεταστική Επιτροπή μετά τα σούρτα φέρτα διαφόρων δεν καταλήγει πουθενά. Εν τω μεταξύ, αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα είναι ευεπίφορο περιβάλλον για σκάνδαλα και αποκαλύπτονται το ένα μετά το άλλο, με εξοπλισμούς στον στρατό, με δημόσια έργα, με τα φάρμακα. Παντού λεφτά που διακινούνται ύποπτα, τραπεζικοί λογαριασμοί που ανοίγουν ανύποπτα και δεκάδες εμπλεκόμενοι σε κάθε ιστορία. Πολλές οικογένειες ευημερούν, ξοδεύουν με αμετροέπεια, τους βλέπουμε, αυτούς και τα παιδιά τους, να είναι μέσα στα πράγματα, σε κέντρα λήψης αποφάσεων, μέσα στη χλιδή. Οι οικογένειες των μιζαδόρων είναι πια το αφρόγαλα του νεοπλουτισμού.
Στις δικαστικές αίθουσες γίνεται φεστιβάλ αναβολών για αυτές τις
υποθέσεις. Ταυτόχρονα καταγράφονται υπέροχες πρωτοβουλίες όπως η
παράκληση προς το ακροατήριο «ομιλεί κανείς την γαλλικήν;» καθώς δεν
υπήρχε διερμηνέας. Το πλήθος των κατηγορουμένων και οι 1.580 σελίδες της
συγκεκριμένης δικογραφίας φτιάχνουν μια κατάσταση που δεν θα τολμούσε
να φανταστεί ούτε ένας σύγχρονος Κάφκα. Για να μην πολυλογούμε, φτάσαμε
στη δικάσιμο της προηγούμενης εβδομάδας, όλα καλά, να τιμωρηθεί και
κανένας, φευ, πάλι κάτι βρέθηκε προς όφελος της παρακώλυσης. Το
δικαστήριο είπε ότι το παραπεμπτικό βούλευμα δεν είχε μεταφραστεί.
Ολιγωρία, σοβαρή ολιγωρία.
Αυτό το παραμύθι δεν έχει τέλος. Θα μπορούσε να είναι αυτή η τελευταία σελίδα, αναβολή επ' αόριστον, μάλλον για του Αγίου Ποτέ. Και ξαφνικά πετιέται το υπουργείο Εξωτερικών, που είναι αρμόδιο για τη μετάφραση του βουλεύματος, και λέει ότι, όχι, η μετάφραση έγινε και παραδόθηκε έγκαιρα. Η αναβολή, όμως, δεν αναβάλλεται και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Κι άλλος μύλος. Ολα μαζί οδηγούν στη συγχώρεση που λέγεται και παραγραφή. Ολα καλά και τα σκυλιά δεμένα. Οι κλέφτες μπορούν να χαίρονται.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)