Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Η χώρα θα βιώσει μια άδικη ύφεση

Του Παναγιώτη Γκλαβίνη
 
Η ανάπτυξη δεν εξαγγέλλεται, ούτε διατάσσεται, ούτε επιβάλλεται με νομοθετικά μέτρα. Ούτε και μπορείς να ζητάς από την οικονομία σου να αναπτυχθεί εδώ και τώρα, όταν επί ενάμιση χρόνο την έχεις στεγνώσει προκαλώντας bank run, μην εισπράττοντας δόσεις και επιβάλλοντας capital controls. Βάζοντάς της, μάλιστα, και περιορισμούς με τη μορφή επιθετικών προσδιορισμών, όπως «δίκαιη» ανάπτυξη.

Η ανάπτυξη έχει έναν μόνο επιθετικό προσδιορισμό κι αυτός είναι «βιώσιμη». Όλα τα άλλα είναι λόγια του αέρα μαθητευόμενων μάγων. Εκτός αν με το «δίκαιη», οι ανεξάντλητοι στην προπαγάνδα κυβερνώντες εννοούν τον πλούτο που καραδοκούν να αναδιανείμουν, αφού όμως πρώτα κάποιος άλλος τον δημιουργήσει.

Όπως και να την ονομάσεις, βέβαια, ένας μόνο δρόμος υπάρχει για να ’ρθει η ανάπτυξη: οι επενδύσεις.
Ποιος, όμως, θα επενδύσει στην Ελλάδα σήμερα; Θα επενδύσει, άραγε, το κράτος; Με τι λεφτά! Θα επενδύσει ο ιδιωτικός τομέας; Πώς θα γίνει αυτό; Διότι, για να γίνουν επενδύσεις, θα πρέπει και να χρηματοδοτηθούν. Ποιος, λοιπόν, θα χρηματοδοτήσει το κόστος υλοποίησης νέων επενδυτικών σχεδίων στη χώρα;

α) Η αυξημένη ζήτηση. Με άλλα λόγια, η κατανάλωση, το παλιό, γνωστό και δοκιμασμένο, ελληνικό πρότυπο (μη βιώσιμης) ανάπτυξης, που κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το 2010, διότι ακριβώς δεν ήταν βιώσιμο. Βέβαια, η αύξηση της ζήτησης μπορεί πράγματι να ωθήσει έναν επιχειρηματία να ανοίξει μια δουλειά ή να επεκτείνει μια υφιστάμενη. Αύξηση της ζήτησης, ωστόσο, δεν πρόκειται να υπάρξει, για τον απλούστατο λόγο ότι τα μέτρα που ελήφθησαν τελευταία είναι υφεσιακά, όπως ομολογούν και οι ίδιοι οι κυβερνώντες.

β) Οι δημόσιες επενδύσεις ή οι κρατικές ενισχύσεις. Το παλιό καλό μοντέλο της κρατικοδίαιτης ανάπτυξης, που τέλειωσε κι αυτό με την κρίση. Το 2010 ήρθε η ώρα να το πληρώσουμε. Και το πληρώσαμε κι αυτό πανάκριβα. Τώρα, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων περικόπτεται, ενώ τα λεφτά του ΕΣΠΑ δεν απορροφώνται, για τους ίδιους λόγους που δεν γίνονται επενδύσεις γενικώς. Ούτως ή άλλως, δεν φτάνουν για να δημιουργήσουν όση ανάπτυξη χρειαζόμαστε προκειμένου να πετύχουμε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που υποσχεθήκαμε.

Η οικονομία μας αντιμετωπίζει την πρόκληση της επίτευξης ενός υψηλού πλεονάσματος το 2018, εκκινώντας από θέση ύφεσης, στην οποία βρίσκεται εδώ και ένα χρόνο. Αυτό την υποχρεώνει από τη μια να μειώνει τις δημόσιες δαπάνες, περιορίζοντας τις δυνατότητες κρατικής ενίσχυσης της επενδυτικής δραστηριότητας, από την άλλη να αυξάνει τα δημόσια έσοδα, αφαιρώντας αναπτυξιακούς πόρους από την οικονομία. Υπό τις συνθήκες αυτές, ανάπτυξη μέσω αύξησης της ζήτησης ή δημοσίων επενδύσεων αποκλείεται να πετύχουμε.
Μήπως, λοιπόν, μπορεί να χρηματοδοτηθεί με άλλο τρόπο η ανάπτυξη;

γ) Ίδια κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά σχέδια, οι επιχειρήσεις δεν έχουν. Ως επί το πλείστον, έχουν χρέη και όσες έχουν βγάλει τα διαθέσιμά τους έξω, σκέφτονται περισσότερο να τα ακολουθήσουν παρά να τα φέρουν πίσω για να τα επενδύσουν.

δ) Το Χρηματιστήριο δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει αυξήσεις κεφαλαίου των εισηγμένων εταιριών, ώστε να υλοποιήσουν νέα επενδυτικά σχέδια. Η διεθνής συγκυρία, άλλωστε, κάθε άλλο παρά ευοίωνη είναι για τις επενδύσεις σε μετοχές και αυτό, περιέργως, το βιώνει και το ελληνικό χρηματιστήριο, αν και υποτιμημένο.

ε) Οι τράπεζες, τέλος, αντί να διοχετεύουν ρευστότητα στην ιδιωτική οικονομία, την αποστεγνώνουν κι από τους πόρους που δεν πρόλαβε στο μεταξύ να εξαντλήσει η υπερφορολόγηση. Η επιστροφή των καταθέσεων ανακόπηκε βίαια το φθινόπωρο του 2014 και έκτοτε η τάση αναστράφηκε, για να επιδεινωθεί δραματικά στη συνέχεια. Στο μεταξύ, η ύφεση (μήτηρ πάσης κακίας) συνεχίζει να κοκκινίζει δάνεια και όλα δείχνουν πως οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Τι μένει, λοιπόν; Οι ξένες επενδύσεις.

Ξένες παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα που να προσβλέπουν στην ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς, δεν πρόκειται να υπάρξουν, για τον ίδιο λόγο που δεν υλοποιούν τέτοιες επενδύσεις οι Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα την ελληνική αγορά από τους ξένους. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, δυστυχώς, είναι έτοιμες να φύγουν από την Ελλάδα. Το κύμα αποεπένδυσης και (δια)φυγής αυτή την εποχή δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική οικονομική ιστορία.

Ξένες επενδύσεις θα υλοποιηθούν στη χώρα μόνο σε συνδυασμό με αποκρατικοποιήσεις. Θα καταφέρει, άραγε, ο Σύριζα να προβεί σε επιθετικές ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να προκαλέσει εξ αυτού του λόγου ανάπτυξη; Θα αγνοήσουν οι ξένοι επενδυτές το country risk, ώστε να επενδύσουν μαζικά στην απόκτηση και αναβάθμιση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα;

Ούτε το ένα θα γίνει, ούτε το άλλο, αφενός γιατί οι ιδιωτικοποιήσεις προσκρούουν σ’ αυτό που ο Σύριζα θεωρεί «δίκαιη» ανάπτυξη, ταυτίζοντας ιδεολογικά και εργαλειακά το κράτος με τον δημόσιο τομέα, τον οποίο δεν θέλει –και δεν πρόκειται– να μειώσει, αφετέρου επειδή η διεθνής επενδυτική κοινότητα δεν εμπιστεύεται την ελληνική διοίκηση, την ίδια στιγμή που φοβάται ακόμη το Grexit, λόγος για τον οποίο διστάζει να επενδύσει.

Το πρόβλημα με τις αποκρατικοποιήσεις, όταν δεν έχει λυθεί το ζήτημα του χρέους, μάς υποχρεώνει να κυνηγάμε την ουρά μας. Για να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του χρέους μας, θα πρέπει να επιτύχουμε συγκεκριμένα έσοδα μέσω των αποκρατικοποιήσεων. Επειδή, όμως, το χρέος δεν είναι βιώσιμο, ο άλλος διστάζει να επενδύσει στις ελληνικές αποκρατικοποιήσεις, ώστε να μας φέρει τα προσδοκώμενα έσοδα, ώστε να καταστεί το χρέος μας βιώσιμο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θα έχουμε ανάπτυξη. Ύφεση θα έχουμε. Μια άδικη ύφεση. Άδικη γιατί δεν χρειαζόταν να τη ζήσουμε. Άδικη γιατί αυτοί που θα υποφέρουν από τη νέα ύφεση, θα είναι ακριβώς αυτοί στους οποίους ο κ. Τσίπρας υπόσχεται τώρα μια «δίκαιη» ανάπτυξη. Αυτοί που τον Γενάρη του ’15 θέλησαν να ζήσουν μαζί του τον αντιμνημονιακό τους μύθο.

* Ο κ. Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής διεθνούς οικονομικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ

 liberal.gr

Καυστικός ο Γιούνκερ εναντίον Τσίπρα




Αποκαλυπτικοί για τους χειρισμούς της ελληνικής κυβερνητικής ηγεσίας και την εικόνα που έδινε στους εταίρους κατά τη διάρκεια των κρίσιμων διαπραγματεύσεων του περασμένου καλοκαιριού εμφανίσθηκαν ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και ο επίτροπος Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, μιλώντας στο ντοκιμαντέρ του γαλλο-γερμανικού δικτύου ARTE για την ελληνική κρίση, στο οποίο μίλησε και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος είχε αποκαλύψει ότι 15 υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. ήταν υπέρ της προσωρινής εξόδου της χώρας μας από το ευρώ.

Ο κ. Γιούνκερ διερωτάται εάν η ελληνική κυβέρνηση ήταν «κυνική». «Είναι εξαιρετικό κατόρθωμα, από τη μία οι Ελληνες να απορρίπτουν ένα κείμενο, με φόντο μια αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα, και έναν μήνα μετά η ελληνική κυβέρνηση να προτείνει ένα κείμενο πολύ πιο σκληρό απ’ αυτό που απέρριψε ο ελληνικός λαός. Είναι πραγματικό κατόρθωμα», ανέφερε. Περιγράφοντας, δε, τη διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας, εκφράζει την άποψη ότι ήταν ανύπαρκτη. «Η στρατηγική και τα σχέδια καταστρώνονταν μέρα με τη μέρα», προσθέτει ο κ. Γιούνκερ.

Ο κ. Μοσκοβισί, από την πλευρά του, εκφράζει την άποψη ότι η ελληνική κυβέρνηση χρονοτριβούσε στις διαπραγματεύσεις, καθώς είχε επενδύσει στην πεποίθηση ότι οι Ευρωπαίοι θα τρόμαζαν στην προοπτική ενός Grexit, «αρκετά ώστε να κάνουμε υποχωρήσεις στο χρέος και σε ορισμένες εμβληματικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή ήταν η τακτική τους, και ο Βαρουφάκης ήταν εδώ για να μη διαπραγματευτεί».

Ο επίτροπος Οικονομικών είναι καυστικός για τον ρόλο του υπουργού Επικρατείας Ν. Παππά, στον οποίο καταλογίζει ευθύνες για τη μη επίτευξη συμφωνίας στα τέλη Ιουνίου. «Περάσαμε σχεδόν 24 ώρες κλεισμένοι και τότε χάσαμε σίγουρα μια ευκαιρία. Πιστεύω ότι ο Αλ. Τσίπρας ήταν πρόθυμος να διαπραγματευθεί, όμως κάθε φορά ο Παππάς τού έλεγε ότι “όχι, κ. πρωθυπουργέ, δεν μπορείτε να υποχωρήσετε εδώ, δεν μπορείτε να ξεκινήσετε από αυτήν τη βάση”, και ο Τσίπρας επανερχόταν λέγοντας ότι δεν μπορώ να ξεκινήσω από αυτήν τη βάση».
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η Κλάψα ως Μεταφυσική και η Αριστερά - "Τα δάκρυα μου είναι καυτά"



"Οι συμφορές ατέλειωτες
Δεν έχει ο κόσμος άκρη
Φεύγουν οι μέρες μου βαριές
 Σαν της βροχής το δάκρυ..."
Στην τελευταία, ιστορικής σημασίας, συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων οι βουλευτές του Σύριζα ψήφιζαν μαζικά κλαίγοντας, ψήφιζαν μέσα σε λυγμούς και δάκρυα, ψήφιζαν και με τα δύο χέρια, αλλά βουρκωμένοι, ψήφιζαν όλα αυτά που ταυτόχρονα κατήγγελλαν ως δωσιλογικά, προδοτικά και αβάσταχτα και για την κοινωνία και τους εργαζομένους. Πρόκειται για ένα γελοίο μεν κατανοητό όμως γεγονός που αποδεικνύει πόσο κοντά είναι η άσκηση της σύγχρονης πολιτικής με το θέατρο, τις τακτικές παραπλάνησης, αιφνιδιασμού και παραπληροφόρησης και γενικά όλα αυτά τα στρατηγήματα τα οποία μηχανεύεται η προπαγάνδα και το μάρκετινγκ της Εξουσίας για να μανιπουλάρει, για να εξαναγκάσει, για να εξανδραποδίσει και για να πειθαναγκάσει, εντέλει, το πόπολο. 

Σε προηγούμενο κείμενο αναλύσαμε την προέλευση του διαρκούς γέλιου των Συριζαίων ως απότοκου της βαθιάς ευτυχίας του να είσαι πλέον εξουσία. (Προσέξτε το διαρκές, αφ' υψηλού μειδίαμα της κυρίας Τασίας της αντιπροέδρου της Βουλής).Τα άκαιρα γελάκια και τα επαναληπτικά χάχανα της κυβέρνησης έχουν αρχή και - όπως εικάζω - τέλος το χαμόγελο του παιδιού, το ακαταμάχητο μειδίαμα του πρωθυπουργού. Το μέγιστο πολιτικό του επιχείρημα. Το κλάμα όμως, ο πόνος, το μαράζι, η μίρλα, ώρες ώρες, η κλάψα, κάποιες άλλες, έρχονται από το βάθος του χρόνου και έχουν τεράστια παράδοση στην ιστορία της αριστεράς. Αποτελούν τρόπο την βαθύτερη μοίρα της, την καταγωγική κληρονομιά της, την μεταφυσική της. Και ναι μεν αντιλαμβάνομαι ότι η αριστερά εξ ορισμού είναι με το μέρος των αδικημένων και των κατατρεγμένων. Κοινό της, ipso facto, είναι οι άνθρωποι που έχουν υποφέρει και έχουν πονέσει πολύ στη προσπάθεια τους να επιβιώσουν. Είναι όμως αυτός λόγος για να αισθάνεται και η ίδια η αριστερά, ως άποψη, ιδεολογία και εξουσία, αδικημένη και κατατρεγμένη; Μπορεί το κλάμα να πνίγει τον ορθό λόγο και ο λυγμός την κοινή λογική; Μπορεί να είναι υποκριτικό άλλοθι στις λογής κωλοτούμπες; Επιτρέπεται, με άλλα λόγια, ένα" σύνδρομο Ξανθόπουλου" προερχόμενο από την φιλμογραφία του '60 και του '70, να ταλανίζει την πολιτική - και την αισθητική - του σήμερα; 

Η ελληνική αριστερά έχει και ένα ακόμα γνώρισμα: Είναι ηττημένη στο πεδίο της μάχης και ταπεινωμένη σε φυλακές και εξορίες όπου χιλιάδες ανθρώπινα δράματα χρωμάτισαν επί χρόνια συμπεριφορές και νοοτροπίες. Ο καλός αριστερός άρα οφείλει να είναι σύννους όπως ο σ. Κουτσούμπας. Αποφεύγει τα χαζοχαρούμενα γέλια και επενδύει στον πόνο. Ακούει τον Καζαντζίδη και όχι τον Γιάννη Βογιατζή ή τον Δάκη και ξέρει ότι "το μερτικό του απ´ τη χαρά το έχουν πάρει άλλοι ..." Τέλεια και παύλα. Επειδή ...στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή. Και από Δευτέρα πάλι, πίκρα και σκοτάδι ... Αχ νάταν η ζωή μας Σαββατόβραδο! Κι ο Χάρος να έρχονταν μια Κυριακή το βράδυ! Αυτή η αισθητική και αυτή η άποψη έχουν γαλουχήσει γενιές και γενιές " πονεμένων" δημιουργώντας αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί ψευδή ιδεολογία σε τρόπον ώστε στις αρχές του 2000 πρωτοκλασάτοι, σημιτικοί υπουργοί, ο Βενιζέλος και ο Παπαντωνίου, αγκαλιά με τον Λιάνη να τραγουδάνε βουρκωμένοι στις γιορτές των Πρεσπών : Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη ... Ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ ... Μας κυνήγησες (sic)! Γιαυτό σας λέω 

Είναι οντολογικό το κακό! Επίσης ο λαϊκός βάρδος απηχώντας σαφώς άλλες εποχές και συνθήκες απαξιώνει τη χαρά της εργασίας θεωρώντας την a priori βάσανο και σκλαβιά. Εκμετάλλευση και τιμωρία. Άλλο όμως να δουλεύεις στη φάμπρικα μόλις χαράξει κι άλλο αργόμισθος σε ΔΕΚΟ με πλαστό πτυχίο και μισθό ακαδημαϊκού. Άλλο να είσαι στα ορυχεία του Βελγίου κι άλλο υπάλληλος στην Εφορία Παλαιού Φαλήρου. Και τώρα που κράτος και συνδικαλιστές έκλεισαν και φάμπρικες και επιχειρήσεις και εργοστάσια και μονάδες παραγωγής και ναυπηγεία , τί κάνουμε; Κλαίμε και αυτή τη φορά υπάρχει αποχρών λόγος! Επειδή αντιλαμβάνεται πιά ο καθένας, σήμερα, με τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους και την αγωνία για επαγγελματική αποκατάσταση, το μέγεθος της παρανόησης.

 Η εργασία δεν είναι μόνο μόχθος και ιδρώτας αλλά είναι και χαρά και αυτοπραγμάτωση και έκφραση και προσφορά στο σύνολο και βαθύτερη ατομική δικαίωση. Εκτός κι αν η μόνη, υπαρκτή και συμπαθής, μορφή εργασίας είναι το δια βίου βόλεμα στο Δημόσιο και οι χιλιάδες κομματικοί διορισμοί κολλητών με άδηλες όσο και προκλητικές απολαβές. ´Η, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί του ΠΑΣΟΚ με τους αγρότες στα καφενεία και τους Πακιστανούς ή τους Αλβανούς στα χωράφια. Γιατί αυτό είναι το αποτέλεσμα της τραγικής νοοτροπίας που διαμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και σχετίζεται με την ήσσονα προσπάθεια, την έλλειψη παραγωγικών πρωτοβουλιών και την ανάδειξη του κράτους ως του απόλυτου εργοδότη τόσο για τους μισθωτούς όσο και για τους επιχειρηματίες! Το κράτος σταθερά να υπερδανείζεται - συχνά υποθηκεύοντας τα τιμαλφή του - ή να απορροφά κοινοτικά κονδύλια μόνο και μόνο για να διορίσει όλο και περισσότερους " οπαδούς" χωρίς κανένα ορθολογισμό ή πρόγνωση των αληθινών αναγκών δημιουργώντας ένα υπερτροφικό, πολυδάπανο Δημόσιο. 

Και από την άλλη οι συνδικαλιστές να απαιτούν όλο και περισσότερα υπέρ των συντεχνιών που εκπροσωπούν χωρίς καμία φροντίδα για το γενικότερο συμφέρον, χωρίς στοιχειώδη συνείδηση αλληλεγγύης. Κοινωνικές ομάδες, τυφλωμένες από πόλωση τεχνητή, η μια εναντίον της άλλης και όλες εναντίον ενός κράτους θλιβερά χρεοκοπημένου. Ιδού τα αποτελέσματα του χρόνιου λαϊκισμού, της κολακείας του συλλογικού θυμικού - ο πάντα αθώος και πάντα αδικημένος λαός που οι ξένοι επιβουλεύονται - και του εθισμού σε βολικούς αλλά άκρως επικίνδυνους μύθους. "Και συ λαέ βασανισμένε" που τραγουδούσε στη Χούντα ο Μίκης αλλά τώρα τα βάσανα της δικτατορίας μεταμορφώθηκαν στην καψούρα του σκυλάδικου και στο "δράμα" όσων δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές των περιοδικών του Κωστόπουλου ως προς τη γκλαμουριά και τη μούρη.

 Η επικράτεια του φραπέ και η επιβολή της "διασκέδασης" με όρους σχεδόν καταναγκασμού. Όπως αντιμετώπιζε κάποτε η Αριστερά την εργασία! Ιδού η εθνική παράνοια αλλά και οι κυρίαρχοι μύθοι της Μεταπολίτευσης που μας έφεραν ως εδώ Μύθους που άλλωστε αναπαρήγαγαν και προπαγάνδιζαν επί δεκαετίες και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ιδιωτικά και δημόσια, με πρωταγωνιστές αυτής της εξαπάτησης τους δημοσιογράφους οι οποίοι σε ρόλο διανοούμενων στην θέση των εκλιπόντων διανοουμένων και ως οι μοναδικοί καθοδηγητές της κοινής γνώμης, έπαιξαν κυριολεκτικά το πλέον άσχημο παιχνίδι επισημοποιώντας τα ψεύδη της εξουσίας και αποσιωπώντας την πιο συγκλονιστική είδηση: Την χρεοκοπία δηλαδή και την βαθιά παρακμή της χώρας... Να γιατί μια χώρα που δεν παράγει ούτε κορδόνια και έχει άθλια παιδεία και αθλιότερη τηλεόραση, διαθέτει στρατούς ολόκληρους δημοσιογράφων! Για να στελεχώνει το ασήμαντο και να θεσμοποιεί το χυδαίο και το ψεύδος. Και έπειτα; Έπειτα οι δημοσιογράφοι έγιναν βουλευτές και υπουργοί στη θέση των δικηγόρων και των γιατρών. (Ο Τσίπρας έχει τουλάχιστον τρεις στη κυβέρνηση του). Και έπειτα; Έπειτα ήρθαν τα δάκρυα! 
ΥΓ1. Ως δημόσιος υπάλληλος έχω και εγώ εμπειρία αργομισθίας. Επί δέκα ολόκληρα χρόνια η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης με είχε στο ψυγείο χωρίς να μου αναθέτει εργασία επειδή ...ασκούσα κριτική. Στην τακτική αυτή συναινούσε και ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευ. Βενιζέλος. Βλέπετε, η διοίκηση αλλοτριώνει τους υπαλλήλους κι όχι αντίστροφα. Εξ ου και το προσωπικό μου μένος. 
ΥΓ2. Και το αποκορύφωμα του δράματος, ο κολοφώνας που κλάματος, το ύστατο επιχείρημα και γι' αυτό το πιο χυδαίο: Άμα πέσουμε "εμείς" θα έρθουν οι" άλλοι". Λες και εμείς ονειρευόμασταν και αγωνιζόμασταν επί 40 χρόνια για να γίνουν απλώς οι Κατρούγκαλοι και οι Σπίρτζηδες υπουργοί και για να ψηφίζουν νέα, χειρότερα μνημόνια οι δηθεναριστεροί. Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν αν θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αλλά εάν δεν θα εξαθλιωθούν περαιτέρω τα λαϊκά στρώματα, δεν θα εξοντωθούν οι παραγωγικές τάξεις και δεν θα βουλιάξει εντελώς η χώρα. Γιατί τότε τα δάκρυα όλων μας θα είναι αληθινά.

http://manosstefanidis.blogspot.gr


Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

Μέσα από την προσωπική του σελίδα στο ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση με αφορμή μία παλαιότερη δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου.

Μεταξύ άλλων ο ίδιος τονίζει ότι «ο Αλέξης Τσίπρας είπε μια μεγάλη αλήθεια όταν παραδέχτηκε ότι έχει αυταπάτες. Αυτό που δεν είπε όμως, και προσωπικά δε νομίζω ότι είναι σε θέση να καταλάβει, είναι ότι η αυταπάτη είναι ο μόνιμος τρόπος σκέψης τους, του ίδιου και των συντρόφων του. Είναι ο τρόπος που τους δίδαξε η κομμουνιστική τους παιδεία. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης» .

Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ
ή ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Σε μια δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου πριν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου είχα διαβάσει τη φράση «ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.» Mου ξύπνησε μια γλυκόπικρη μνήμη της νεότητάς μου (η φράση, όχι η Τασία Χριστοδουλοπούλου) όταν στα χρόνια της δικτατορίας είχα περάσει κι εγώ από την Αριστερά, κάνοντάς με ταυτόχρονα να αναρωτηθώ: πόσοι άνθρωποι χωρίς την εμπειρία μιας τέτοιας ένταξης καταλαβαίνουν σήμερα τη σημασία της λέξης «διαλεκτικά» στη συγκεκριμένη δήλωση; Κι ακόμη περισσότερο: πόσοι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν αυτή τη σημασία μπορούν να εμβαθύνουν στο τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο συλλογικό νου του Σύριζα;

Στην τελευταία ερώτηση θα απαντούσα: λίγοι, πολλοί λίγοι. Γιατί η κατανόηση της λέξης «διαλεκτικά», σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι κλειδί στην εννόηση ενός ολόκληρου διανοητικού κόσμου, ενός συνολικού σύστηματος γνωσιακών μηχανισμών που κυριαρχεί στο νου των κυβερνώντων μας, του καθενός ξεχωριστά αλλά και αυτού που είναι της μόδας να ονομάζεται “συλλογικότητα”.

Όποιος δεν ξέρει το νόημα της λέξης “διαλεκτικά” σε αυτό το πλαίσιο, το βάρος και τις σημασίες που κουβαλάει, δεν έχει τα διανοητικά εργαλεία για να καταλάβει σε βάθος το πως ακριβώς σκέφτονται στο Σύριζα—είναι σα να κοιτά μικρο-οργανισμούς με μεγεθυντικό φακό αντί για μικροσκόπιο, ή τα αστέρια με κυάλια αντί για τηλεσκόπιο.

Για το λόγο αυτό, οι περισσότερες αναλύσεις που προσπαθούν να μπουν στις ενδόμυχες σκέψεις των κυβερνώντων, και από εκεί να διαβάσουν τα κίνητρά τους, μας μιλούν για δυο εναλλακτικές: ή α) ότι είναι οι απόλυτα κυνικοί αρριβίστες, ικανοί να υπογράψουν τα πάντα και να κάνουν όλους τους συμβιβασμούς για να μείνουν στην εξουσία, πλήρως ασυνείδητοι και αναίσθητοι, ή β) είναι υποκριτές που έχουν ένα σκοτεινό και καταχθόνιο σχέδιο, σοφά μελετημένο, βάσει του οποίου προχωρούν βήμα-βήμα προς τη μετατροπή της κοινωνίας μας σε κομμουνιστική.

Ξεφεύγει όμως ένα τρίτο ενδεχόμενο, που έχει το πλεονέκτημα ότι είναι κοντύτερα στον τρόπο που έχουν μάθει να σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι εξ απαλών πολιτικών ονύχων, εκπαιδευμένοι καθώς είναι και στη θεωρία (λιγότερο όμως, γιατί θέλει διάβασμα) αλλά και περισσότερο στην πράξη (συμπεριλαμβανομένης και της καφενειακής) αυτού που οι ίδιοι αποκαλούν μαρξιστική-λενινιστική σκέψη. Για να καταλάβουμε το τρίτο αυτό ενδεχόμενο, που έχει μέσα του κομμάτια και από τα δύο πρώτα, χρειάζεται η ειδικότερη γνώση, γνώση στην οποία κυριαρχεί η ειδική σημασία της λέξης “διαλεκτικά”. Αυτή είναι ακριβώς η σημασία με την όποια τη χρησιμοποιεί στο παραπάνω απόφθεγμα η τέως υπουργός που έγινε διάσημη στο πανελλήνιο όταν μας είπε ότι οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι μετανάστες «λιάζονται». Και αυτή η σοφία της άλλωστε, όπως θα δούμε, ίσως να ήταν μια κατά κάποιο τρόπο διαλεκτική ερμηνεία του φαινομένου.

Τονίζω πριν συνεχίσω ότι η σημασία της λέξης «διαλεκτική» σε όσα ακολουθούν είναι ειδική. Όσοι έχετε απαντήσει τη λέξη στον Αριστοτέλη ή τους στωϊκούς, στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο Χέγκελ ή στον Κώστα Αξελό, ξεχάστε όσα μάθατε. Σε αυτά που ξέρετε η διαλεκτική μπορεί να είναι συνώνυμο της λογικής, μπορεί να είναι μέθοδος για την αναζήτηση της αλήθειας μέσω της συζήτησης, μπορεί να είναι ένα σχήμα δυναμικής εξέλιξης των φαινομένων ή της σκέψης, που προχωράει από τη θέση, στην αντίθεση, στη σύνθεση. Αυτά στην κομμουνιστική έννοια της διαλεκτικής δεν ισχύουν, όπως δεν ισχύουν και σε περιπτώσεις που υιοθετείται ο όρος σε εκδοχές της μετακομμουνιστικής αριστεράς. Η χρήση αυτή της λέξης ξεκινά από τα γραπτά του Μαρξ, και τη διαλεκτική ως μέρος του συστήματος που ονομάζει «διαλεκτικό υλισμό». Εδώ βρίσκουμε τα πρώτα παραδείγματα της εφαρμογής της παράξενης εκδοχής της που διατηρούν, όμως, σε σύγκριση με όσα ακολούθησαν, ακόμη κάποια επαφή με την κλασσική αντίληψη της λογικής. Αυτή σβήνει εντελώς όταν η διαλεκτική αυτού του τύπου τελειοποιείται (που λέει ο λόγος) μέσα από τη χρήση της από τον Λένιν, τους μπολσεβίκους του και, κατά δική τους διδασκαλία, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης στις πρώτες δεκαετίες της ζωής τους. Ήδη, στη δεκαετία του 1920, η διαλεκτική για την οποία μιλάμε έχει πάρει την τελειωτική μορφή της.

Δύο άκρως ενήμεροι και άκρως ευφυείς μάρτυρες των χειροτέρων εφιαλτών του εικοστού αιώνα (κομμουνιστικού και φασιστικού) έχουν αναλύσει στα βιβλία τους την κομμουνιστική διαλεκτική, όπως την έμαθαν στο δικό τους πέρασμα από την Αριστερά.

Ο πρώτος είναι ο Άρθουρ Καίσλερ, που περιγράφει πως, ως νεαρός κομμουνιστής στη Γερμανία της αρχής της δεκαετίας του 1930, εκπλήσσεται όταν βλέπει την κομματική εφημερίδα να διαστρέφει πλήρως τα γεγονότα της επικαιρότητας. Συγκεκριμένα, τον εντυπωσιάζει ένα κύριο άρθρο όπου δηλώνεται ότι οι κυβερνώντες τότε σοσιαλιστές υποστηρίζουν τους Ναζί—αυτό ενώ είναι πασίγνωστο ότι η κυβέρνησή έχει μόλις διεξαγάγει μια εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση, διαλύοντας τους μηχανισμούς τους. Ακούγοντάς τον να εξανίσταται, μας λέει ο Καίσλερ, «ο Έντγκαρ (ο καθοδηγητής του) χαμογέλασε. “Βλέπεις ακόμη τα πράγματα με μηχανιστική ματιά”, μου είπε και στη συνέχεια μου εξήγησε τη διαλεκτική προσέγγιση. Η πράξη της αστυνομίας, είπε, ήταν μια απλή προκάλυψη, για να κρύψει τις πραγματικές διαθέσεις της κυβέρνησης. Αν και είναι πιθανό μερικοί σοσιαλιστές ηγέτες να είναι υποκειμενικά εναντίον των Ναζί, εξήγησε, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι αντικειμενικά εργαλείο του Ναζισμού. Στ᾽ αλήθεια, μάλιστα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι ο κύριος εχθρός, γιατί έχει διασπάσει την εργατική τάξη, αποσπώντας ένα μέρος της. … Πρόταξα την αντίρρηση (λέει ο Καίσλερ) ότι τη διάσπαση την είχαν κάνει οι ίδιοι οι κομμουνιστές, όταν αποχώρησαν το 1919 από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. “Πάλι σκέφτεσαι μηχανιστικά”, μου είπε πάλι ο Έντγκαρ. “Tυπικά αν το δεις είμασταν η μειοψηφία. Αλλά εμείς ενσαρκώναμε την επαναστατική αποστολή του προλεταριάτου. Κι έτσι, αρνούμενοι να ενταχθούν στη δική μας γραμμή, οι σοσιαλιστές ηγέτες διέσπασαν την εργατική τάξη και έγιναν λακέδες της αντίδρασης».

Το δεύτερο παράδειγμα είναι από τον μεγάλο ποιητή και δοκιμιογράφο, τον νομπελίστα Τσέσλαφ Μίλος. Έχοντας ζήσει ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο επεβλήθη ο κομμουνισμός στην πατρίδα του, την Πολωνία, ο Μίλος βλέπει τη διαλεκτική στην πράξη ως το εργαλείο εκείνο που αφαιρεί από τους υπηκόους του νέου καθεστώτος κάθε δυνατότητα διανοητικής άμυνας. Τι κι αν κάποιοι διανοούμενοι σαν κι αυτόν αντιτάσσουν σε συζητήσεις γεγονότα, στοιχεία, αριθμούς—είναι τόσο ανίκανοι να αντικρούσουν έναν έμπειρο κομματικό διαλεκτικό όσο ένας στρατιώτης του πεζικού ένα τανκ. Γράφει ο Μίλος: «Η μία και μοναδική μέθοδος είναι σωστή. Τα πάντα την αποδεικνύουν σωστή. Διαλεκτική: κάνω την πρόβλεψη ότι το σπίτι θα καεί, μετά περιχύνω το φούρνο βενζίνη. Το σπίτι καίγεται. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται. Διαλεκτική: προβλέπω ότι ένα έργο τέχνης ασυμβίβαστο με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι άχρηστο. Κατόπιν βάζω τον καλλιτέχνη σε ένα περιβάλλον όπου το έργο του είναι όντως άχρηστο. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται».

Σύμφωνα με τον Καίσλερ και τον Μίλος η διαλεκτική, σε αυτό το πλαίσιο, είναι το άκρο αντίθετο από αυτό που την ήθελε ο Αριστοτέλης, δηλαδή μεθοδολογία της λογικής σκέψης. Στην κομμουνιστική εκδοχή αυτό που ονομάζεται διαλεκτική είναι ουσιαστικά μια μεθοδολογία παραχάραξης της αλήθειας, που όμως υποδύεται—εδώ έχουμε μέρος του παλαιοκομμουνιστικού σύνδρομου της επανάστασης-ως-επιστήμης—και θέλει να διεκδικεί τον τίτλο της λογικής σκέψης, και μάλιστα της επιστημονικής. Αυτό η κομμουνιστική διαλεκτική το κάνει καταργώντας πλήρως, ή και συχνά αντιστρέφοντας, τη σχέση αιτίου-αιτιατού, παραδοχής-συμπεράσματος, αλλά και συχνότατα, όπως στο παράδειγμα του Καίσλερ, καταδικάζοντας το οποιοδήποτε πραγματικό γεγονός δεν αρέσει στον διαλεκτικό ως “υποκειμενική” αντίληψη, ενώ η “αντικειμενική”—χωρίς πρόσθετη στήριξη—είναι αυτή που ορίζει ο ίδιος. Έτσι είναι διότι έτσι νομίζουμε, δηλαδή.

Αυτή η έννοια της διαλεκτικής εξηγεί τέλεια την κάθε αλλαγή στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος, κάθε αλλαγή πορείας (όπως τη νομίζουν όσοι «δε βλέπουν τα πράγματα διαλεκτικά»), κάθε λάθος (παρομοίως) ή ασυνέπεια (επίσης.) Έτσι, ας πούμε, στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές του 1930, που οι σοσιαλιστές καταδικάζονται βάσει της διαλεκτικής ως «σοσιαλφασίστες» όπως μας το λέει και ο Καίσλερ πιο πάνω, δηλαδή ως «αντικειμενικά» φασίστες που διασπούν την εργατική τάξη αφαιρώντας ψήφους και μέλη από το Κομμουνιστικό Κόμμα.

 Όμως το 1934, όταν η Κομμουνιστική Διεθνής αλλάζει τακτική, και υιοθετεί τη θεωρία του «λαϊκού μετώπου», οι σοσιαλιστές γίνονται αίφνης σύμμαχοι, και κύριος εχθρός είναι ο ναζισμός. Τα παλιά επιχειρήματα εναντίον τους ξεχνιώνται, κι όποιος τα επικαλείται σκέφτεται «μηχανιστικά».

Έλα όμως που το 1939 ο Στάλιν τα κάνει πλακάκια με τον Χίτλερ, μέσω του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Αν το δει αυτό κανείς με «μηχανιστική σκέψη» ή μείνει στο «υποκειμενικό», το Σύμφωνο μοιάζει να παραβιάζει όσα έλεγαν οι κομμουνιστές τα προηγούμενα έξι χρόνια. Κι όμως, με εφαρμογή της διαλεκτικής η συνθηκολόγηση με τον Χίτλερ αναδεικνύεται (ο όρος «αποδεικνύεται» εδώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως παρωδία) σε άκρως συνεπής με τα προηγούμενα και «αντικειμενικά» σωστή. (Παρεμπιπτόντως, οι έλληνες κομμουνιστές απέφυγαν τη γελοιοποίηση να πρέπει να δοξάσουν το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, καθώς ήταν στις φυλακές του Μεταξά. Κι αυτό ήταν πραγματικά ένα κάποιο κέρδος για τη φήμη τους, κυρίως στην Κατοχή: η ανάγνωση των κομματικών εφημερίδων των—τότε ελεύθερων ακόμη—γάλλων κομμουνιστών, είναι πραγματικά ανατριχιαστική.) Φυσικά, όταν ενάμιση χρόνο μετά ο Χίτλερ επιτίθεται στη Σοβιετική Ένωση, όλα αυτά αλλάζουν πάλι, και έρχονται τούμπα. Αλλά όποιος το επισημάνει, και πάλι, «σκέφτεται μηχανιστικά».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχα κι εγώ προσωπική εμπειρία αυτής της έννοιας της διαλεκτικής. Συμμετέχοντας σε κομματικές συζητήσεις, στα λεγόμενα «ακτίφ», ή μιλώντας με τον καθοδηγητή μου (τον άμεσο προϊστάμενο, κομμουνιστί) προσπαθούσα στην αρχή να υποστηρίξω απόψεις που μου φαίνονταν λογικές, ή επέμενα να προςπαθώ να καταλάβω τα φαινόμενα και σε συνάρτηση με κάποια διαβάσματά μου, με όσο μυαλό μου είχε δώσει ο Θεός. Εις μάτην.

Κάθε φορά που εξέφραζα διαφωνία με την (πάντοτε προαποφασισμένη) κομματική γραμμή, μου εξηγούνταν ότι «η λογική μου είναι μηχανιστική», ότι αυτά που λέω μπορεί να ισχύουν «υποκειμενικά», αλλά ότι η χρήση της διαλεκτικής δείχνει ότι «αντικειμενικά» έχω λάθος.

Μπρος σε ένα τέτοιο οδοστρωτήρα, και στην αδυναμία να κερδίσεις μάχη με τη διαλεκτική ανώτερου κομματικού στελέχους, έχεις δύο εναλλακτικές: ή την αποδέχεσαι ή φεύγεις. Έφυγα κι εγώ κάποια στιγμή (τρία χρόνια έμεινα περίπου) αλλά έως ότου να φύγω συμβιβάστηκα με αυτό τον τρόπο σκέψης. Ο τρόπος που το κάνεις είναι μαθαίνοντας να χρησιμοποιείς και εσύ αυτή την ωραία, βολικότατη διαλεκτική. Αν καταφέρεις και παραμερίσεις τη λογική σου, η μέθοδος έχει άλλωστε μεγάλες χαρές: μπορεί να αποδείξεις τα πάντα, ακόμη και ότι η μέρα είναι νύχτα, ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη, ή ότι οι πολίτες της Βόρειας Κορέας είναι πιο ευτυχείς από της Βόρειας Καρολίνας. Για ένα φοιτητή των μαθηματικών, που είχε μάθει να χύνει πολύ ιδρώτα για μια απόδειξη, ήταν ευχάριστη ανάπαυλα.

Και επανέρχομαι στη δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου, από όπου ξεκίνησα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.» Τι πάει να πει αυτό, και συγκεκριμένα το «διαλεκτικά»; «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο». Δηλαδή; Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης της κυρίας Χριστοδουλοπούλου δηλαδή–που σίγουρα δεν είναι μόνο δικός της μέσα στο κόμμα–ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπέγραψε ένα μνημόνιο αλλά αυτό δεν τον κάνει μνημονιακό. Γιατί;

Γιατί έτσι της λέει η χρήση της διαλεκτικής. Διαλεκτική: Το να υπογράφει ο ΣΥΡΙΖΑ μνημόνια μπορεί υποκειμενικά να φαίνεται σε εμάς μνημονιακό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Είναι μάλιστα αντι-μνημονιακό, αφού, ας πούμε, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέγραφε τα μνημόνια θα έπεφτε η κυβέρνηση, και τότε θα ερχόταν μια άλλη κυβέρνηση στην εξουσία, αντικειμενικά μνημονιακή. Ενώ, υπογράφοντάς τα ο αντικειμενικά αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ μας σώζει από τους μνημονιακούς. Αυτοί, οι μνημονιακοί, λένε ότι τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μνημονιακός. Αλλά αυτή τους η αντίληψη είναι υποκειμενική, όπως μας δείχνει η διαλεκτική.

Μπλεχτήκατε; Εξασκηθείτε λίγο με τρία παραδείγματα διαλεκτικής σκέψης:

1) Ο Αλέξης Τσίπρας προεκλογικά είχε κατηγορήσει τη φαυλότητα των αναξιοκρατικών διορισμών ημετέρων και το νεποτισμό. Μόλις όμως ήρθε στην εξουσία το κόμμα του διόρισε ημέτερους και συγγενείς. Αυτό μπορεί να σας φαίνεται υποκειμενικά φαύλο και νεποτικό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Διαλεκτική: οι τωρινοί διοριζόμενοι, ημέτεροι και συγγενείς, διορίζονται για να παραμείνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που μάχεται τις φαύλες και νεποτικές κυβερνήσεις, άρα το μέτρο είναι διαλεκτικά αντιφαύλο και αντινεποτικό.

2) Κάποιοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δε δήλωσαν τις μεγάλες ακίνητες περιουσίες τους. Αν το δείτε μηχανιστικά, αυτό είναι παράνομο και ανήθικο. Αλλά δείτε το διαλεκτικά. Διαλεκτική: οι υπουργοί που δε δήλωσαν τις περιουσίες τους αντικατέστησαν τους προηγούμενους, που ήταν μνημονιακοί. Άρα η πράξη τους να μη δηλώσουν είναι αντιμημονιακή, και άρα αντικειμενικά νόμιμη και ηθική.

3) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε προεκλογικά τη δεξιά για υπερεθνικισμό, και είχε πάγιες αντιδεξιές θέσεις όπως το διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Όταν έγινε κυβέρνηση συνεργάστηκε με ένα ακροδεξιό υπερεθνικιστικό κόμμα, που είναι εναντίον του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους…. Έτσι νομίζετε; Κάνετε λάθος. Σκέφτεστε μηχανιστικά. Διαλεκτική: Υποκειμενικά οι ΑΝΕΛ είναι ακροδεξιοί και υπεθνικιστές. Αντικειμενικά όμως είναι προοδευτικοί διεθνιστές. Αυτό το βλέπετε από τη συνεργασία τους με τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι προοδευτικό και διεθνιστικό κόμμα. Άρα ίδιοι είναι και όσοι συνεργάζονται μαζί τους. Αντικεμενικά, πάντα.

Συμπερασματικά, να πω μόνο ότι ο Αλέξης Τσίπρας είπε μια μεγάλη αλήθεια όταν παραδέχτηκε ότι έχει αυταπάτες. Αυτό που δεν είπε όμως, και προσωπικά δε νομίζω ότι είναι σε θέση να καταλάβει, είναι ότι η αυταπάτη είναι ο μόνιμος τρόπος σκέψης τους, του ίδιου και των συντρόφων του. Είναι ο τρόπος που τους δίδαξε η κομμουνιστική τους παιδεία. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης.

Αλλά, θα μου πείτε, εγώ είμαι αντικειμενικά ένας αντιδραστικός διανοούμενος. Και, βέβαια, για να επικαλούμαι τον Αριστοτέλη αντί τον Μαρξ, σκέφτομαι εν προκειμένω μηχανιστικά.

http://thecaller.gr

ΕΜΠ, το βασίλειο της παραβατικότητας

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ

Εδώ και περίπου τρεις μήνες στο κτίριο Γκίνη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στεγάζονται πρόσφυγες. Η ομάδα αναρχικών - αντιεξουσιαστών που το κατέλαβε, ανακοίνωσε πως η κίνηση αυτή έγινε για να βρουν κατάλυμα πρόσφυγες της πλατείας Βικτωρίας («Κ» 4/03/2016). Μάλιστα η «κατάληψη της Θεμιστοκλέους 58 σε συνεργασία με αλληλέγγυους» είχε ζητήσει από «ομάδες, συλλογικότητες και άτομα να στηρίξουν έμπρακτα την κατάληψη ώστε να τη μετατρέψουμε σε κέντρο αγώνα ενάντια στα κράτη και στα σύνορά τους». Καθηγητής του ΕΜΠ τότε είχε καταγγείλει επώνυμα (έχει μεγάλη σημασία αυτό) την ενέργεια, λέγοντας το αυτονόητο: «οι καταληψίες είναι άσχετοι με τον χώρο του πανεπιστημίου και υπό την απειλή βίας, κρατούν έξω από τον χώρο του Πολυτεχνείου την πανεπιστημιακή κοινότητα».

Το περιστατικό δεν είναι πρωτοφανέρωτο. Αντιθέτως· αποτελεί μία από τις κανονικότητες του «άβατου» της Πατησίων, το οποίο εκτείνεται σε χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Τα υπόγεια του κεντρικού κτιρίου καταλήφθηκαν τη δεκαετία του ’90. Εκτοτε καμία πρυτανεία δεν έχει πάρει θέση. Ουδείς επιθυμεί και επιχειρεί να «βγάλει το φίδι από την τρύπα».

Οι συνομιλητές μας, φοιτητές και καθηγητές στο ΕΜΠ, είναι όλοι συντετριμμένοι. Δεν είναι οργισμένοι. Είναι αποκαμωμένοι και τρομοκρατημένοι. Δεν μιλούν επώνυμα για να αποφύγουν τις συνέπειες της στοχοποίησής τους. «Μα, καλά, τι περιμένουν για να επέμβουν στο Πολυτεχνείο; Να δουν Καλάσνικοφ;» αγανακτώ από αυτά που ακούω. «Και ποιος σας είπε ότι δεν υπάρχουν...» έρχεται η απάντηση και μετά σιωπή.

Τι είναι όλος αυτός ο πληθυσμός που έχει εγκατασταθεί στο Πολυτεχνείο, δεκαετίες τώρα, εκτοπίζοντας φοιτητές και καθηγητές; Αντιεξουσιαστές, τρελοί, ναρκομανείς, αναρχικοί, μπαχαλάκηδες, υπόκοσμος. Ξεκινήσαμε την αναζήτησή μας σε αυτό το βασίλειο της παραβατικότητας και της ανομίας, μετά τα γεγονότα της περασμένης Τετάρτης, που στοίχισαν στο ελληνικό Δημόσιο ένα τρόλεϊ, ένα λεωφορείο και μερικούς κάδους απορριμμάτων. Σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο, οι μολότοφ εκσφενδονίζονταν μέσα από το Πολυτεχνείο.

«Ισχύει το πανεπιστημιακό άσυλο με τον τρόπο που ίσχυε;» ρωτάμε, αλλά κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τι συμβαίνει. Το 2011 με τον νόμο Διαμαντοπούλου είχε τροποποιηθεί το καθεστώς του 1982, το οποίο είχε εξελιχθεί σε απόλυτη παθογένεια.

Ανακάλυψα μια δήλωση, πριν από ένα χρόνο (17/04/2015), του τότε κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, που ηχούσε σχεδόν σαν απειλή: «Για εμάς, το πανεπιστημιακό άσυλο είναι αδιαπραγμάτευτο και γι’ αυτό θα το επαναφέρουμε με το νέο νομοσχέδιο». Το επανέφεραν; Ενας εκ των συνομιλητών μας ισχυρίζεται ότι τίποτα δεν αποκλείεται. Μπορεί να έχει ενταχθεί «ως απίθανη τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο».

Ας μείνουμε όμως στην περιγραφή: το κτίριο Αβέρωφ, που είχε αποσπάσει το μεγάλο βραβείο της Europa Nostra το 2013 με την υποδειγματική αποκατάστασή του, είχε μέχρι πρότινος στην πρόσοψη απλωμένες μπουγάδες. Ετσι είχαν αποφασίσει πως πρέπει να «λειτουργεί» το κτίριο οι «αλληλέγγυοι». Οι πόρτες των γραφείων είναι σιδερένιες και οι κλειδαριές ασφαλείας. Οι τραμπουκισμοί και οι απειλές εναντίον φοιτητών και καθηγητών που δεν δείχνουν... συμπάθεια στο υπάρχον καθεστώς είναι καθημερινό φαινόμενο.

«Και ο πρύτανης; Η καθηγήτρια, πρόεδρος της Σχολής των Αρχιτεκτόνων, τι κάνουν;» ρωτάμε, ελαφρώς αποσβολωμένοι από τις αφηγήσεις, που η έκτασή τους υπερβαίνει τον χώρο και τις λέξεις. «Είναι σύνθετο το θέμα. Υπάρχει και ένα παιχνίδι πολιτικών ισορροπιών», εισπράττουμε ως απάντηση και ως προσεκτικά διατυπωμένο υπονοούμενο.

Προφανώς και το υπουργείο Παιδείας είναι ενήμερο για την κατάσταση. Οχι μόνον το νυν αλλά και όλα τα προηγούμενα. Απλώς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει να διαχειριστεί και ένα στρατό αντιεξουσιαστών και μπαχαλάκηδων που η ίδια υπέθαλψε και «τώρα δεν ξέρει τι να τον κάνει».

«Και το Συμβούλιο Ιδρύματος;» είναι το τελευταίο μας ανάχωμα. «Είναι, το λένε και οι ίδιοι, απολύτως απαξιωμένοι. Οι “χρήσιμοι ηλίθιοι” που εξυπηρετούν το σχέδιο του Φίλη να τους καταργήσει σιωπηρώς στην πράξη. Σέρνονται. Κανείς δεν τους υπολογίζει, δεν τους δίνει σημασία. Τέσσερις από τους 13 ετοιμάζονται να φύγουν και δύο ακόμη αμφιταλαντεύονται».

Σε έγγραφό του, το Συμβούλιο του ΕΜΠ, με ημερομηνία 5/01/2014, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η ύπαρξη χώρων του Ιδρύματος που αποτελούν άβατα είναι απαράδεκτη. Η διάθεση συγκεκριμένων χώρων σε ομάδες σπουδαστών μπορεί να γίνεται μόνο με απόφαση της Διοίκησης και με την προϋπόθεση ότι οι χώροι θα είναι ανοικτοί σε όλους τους σπουδαστές, ενώ η Διοίκηση θα διατηρεί το δικαίωμα πρόσβασης και ελέγχου των χώρων αυτών οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο».

Προφανώς και επρόκειτο για μια ακόμη –ανάμεσα σε πολλές άλλες– παρέμβαση που βρήκε τη θέση της στον κάδο ανακύκλωσης. Στο «άβατο» ουδείς, πρύτανης ή καθηγητής (εκτός αν λογίζεται «δικός τους»), τολμάει να εμφανιστεί.

Στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. «Λυγίζουν τα σίδερα των παραθύρων και μπαίνουν στα γραφεία για να κλέψουν υπολογιστές. Κάποτε μπορούσαμε να τους αντικαταστήσουμε, τώρα πολλοί συνάδελφοι φέρνουν μαζί τους φορητούς. Εμφανίζονται και μασκοφόροι, μετά τη δύση του ηλίου δεν νιώθει κανείς ευχάριστα, τα περισσότερα από τα καταστήματα και βιβλιοπωλεία που είχαν ανοίξει, έχουν κλείσει. Δεν άντεξαν».

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Ελλάδα 2016. Το υπουργείο Παιδείας είναι απορροφημένο με τις διδακτικές ώρες των αρχαίων.
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ