Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Χαλάσματα



ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ γκρεμίστηκε χτες.

Απέναντί μου. Παλιά μονοκατοικία. Χαλάσματα. Ο πορτοκαλί εκσκαφέας με τον μακρύ τεντωμένο λαιμό του στέκεται από πάνω του, μοναδικός επιζήσας. Ερπύστριες σαν τανκς, σκουριασμένες. Από κάτω ζωές. Πρώην. Στιγμές Πολυτεχνεία. Χαμένες. Χώματα ανακατεμένα. Κουκουλωμένο συναίσθημα. Μια ρόδα. Ενα παιδικό κουκλάκι. Πατημένο. Του λείπει το ένα χέρι - σαν να ζητά βοήθεια. Δεν θα το ακούσει κανείς.

Τη νύχτα έβλεπα τα φώτα απέναντί μου· απ' τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Αντηχούσαν ζωές. Με παρηγορούσαν. Διπλανές φωνές, τώρα ακυρωμένες. Τώρα σιωπή. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Ούτε επιβεβαιώνεται. Μόνο διαγράφει.

ΠΑΝΩ στον ιερό βράχο του ναού του Ποσειδώνα, στο Σούνιο. Εμείς. Χτιζόταν παράλληλα με τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Δέος. Πέρδικες. Εξήντα μέτρα από κάτω η θάλασσα. Το κύμα, live in concert. Με τη συμφωνική ορχήστρα των Αθηνών. Αν δω πλοίο να έρχεται με μαύρα πανιά, θα πηδήξω. Οπως ο Αιγέας. Οι πλευρές του ναού είναι κτισμένες στα μάτια σου. Δωρικοί κίονες, πρόναοι, μαλακό μάρμαρο. Αλλα χαλάσματα. Μοναδικά. Δυόμισι χιλιάδων ετών. Τα περισσότερα ανάγλυφά τους έχουν φθαρεί. Τουλάχιστον αυτά μένουν.

ΒΛΕΠΩ τη θάλασσα που κατεβαίνει αργά. Ο ήλιος βουτάει στα ανεκπλήρωτα, η επιθυμία του είναι θανάτου. Από τη φυλακή των ματιών σου περνάει κάποια στιγμή η Μακρόνησος. Να πάμε. Εμείς. Οι αιώνια καταδικασμένοι. Σαν κλειδωμένα προγράμματα. Σαν ιστορία της αρχαιότητας που περρίσσεψε από τη διδακτέα ύλη. Σαν ανομολόγητος εγκλεισμός απεξάρτησης.

ΜΗ ΜΙΛΑΣ. Κάθε λέξη είναι μια προδοσία. Αν ποτέ καταλάβουμε ότι οι λέξεις είναι πάντα εις βάρος μας, τότε ίσως μπορέσουμε να πλησιάσουμε περισσότερο τις ζωές μας. Γράφοντας προσπαθείς να κλείσεις κάποιες πληγές. Τελικά, τις ανοίγεις περισσότερο· για να μπορέσεις να δεις καθαρά μέσα τους: Μια τρύπα. Μια λεκάνη με αίμα. Μια φιάλη οξυγόνου. Μια αγκαλιά. Μόνη.

Τι είναι ευτυχία; Να ρωτήσουμε αυτούς που έγραψαν για τους ορισμούς της. Επειδή ήταν δυστυχισμένοι. Να ρωτήσουμε τον Αλντο Καροτενούτο, τον Ρολάν Μπαρτ, τον Ντοστογιέφσκι. Να μας πουν. Να σωθούμε απ' αυτήν γράφοντας. Μιλώντας. Οριστικά.

Ακου εν δυνάμει συναίσθημα. Εννοείς μήπως υπό κατασκευή; Εργο για σόλο βιολί;

Δεν γνωρίζω τον όρο. Υστερα από τόσο ρήμαγμα η θεωρία του έρωτα γίνεται θεσμικό πλαίσιο για την αποκήρυξή του.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ενδεικτικό το ότι δεν μίλησες ποτέ για αντήχηση, αλλά μόνο για απόηχο; Αυτό που φεύγει κουβαλάει στο βλέμμα του τον θάνατο αυτού που υπήρξε. Το κενό βλέμμα ήταν μόλις πριν η διαφάνεια του κόσμου. Σήμερα, μια διαδικασία απόσυρσης. Η όψη των πραγμάτων αλλάζει, τα πράγματα παραμένουν ίδια. Ομως η αναστάτωση και η επιθυμία γι' αυτά έχουν γίνει αδιαφορία. Και φόβος.

Γκρεμός.

ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ πια ξυπνούν οι λέξεις. Λυπημένες, ανοργάνωτες, με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά. Παίρνω μια χούφτα απ' αυτές, τις σφίγγω στο χέρι μου. Ανοίγω την μπαλκονόπορτα και τις πετάω. Εκεί που κάποτε ορθωνόταν η παλιά μονοκατοικία, ένας σκύλος στρώνει προσεκτικά μια εφημερίδα για να καθίσει. Οι λέξεις πέφτουν στα δόντια του. Τις μασάει με δυσκολία, αλλά τις καταπίνει.

Ο Ντοστογιέφσκι, νεκρός από το 1881. Ο ναός τού Ποσειδώνα είναι ακόμα εκεί. Στο Σούνιο. Εμείς λείπουμε.
Σταύρος Σταυρόπουλος

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, σήμερα

*