Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Ο έρωτας και ο θάνατος στο έργο του Καραγάτση

Στις 14 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 39 χρόνια από τότε που ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης εγκατέλειψε πάνω σε μια μισογραμμένη σελίδα την πέννα, με την οποία είχε ήδη γράψει 25 ολόκληρα βιβλία που τόσο αγαπήθηκαν από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Οι τελευταίες λέξεις που βρέθηκαν χαραγμένες στο χειρόγραφό του ήταν «ας γελάσω...». Ο Μ. Καραγάτσης, γνωστός σαν «γεννημένος πεζογράφος» και «παραμυθάς» της εποχής πέρασε στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας αφήνοντας ατέλειωτο το 10, ένα μυθιστόρημα που μιλούσε για τις περιπέτειες των ενοίκων μιας λαϊκής πολυκατοικίας του Πειραιά. Ο θάνατος πρόλαβε το συγγραφέα τη στιγμή της εκπλήρωσης της βαθιάς επιθυμίας του να εξευτελίσει το ίδιο το γεγονός του θανάτου σαρκάζοντάς το. Και επειδή η εκπλήρωση της επιθυμίας αποτελεί ένα τέρμα, ένα θάνατο, ο συγγραφέας φεύγοντας από τη ζωή δικαιώνει την ίδια την επιθυμία του που συνίσταται στο να αναστείλει μέσα από τις αφηγήσεις του την έλευση του θανάτου.

Μισό αιώνα μετά το φυσικό θάνατό του ο Καραγάτσης εξακολουθεί να κερδίζει την προτίμηση του αναγνωστικού κοινού, που δεν είναι ούτε έθνος ούτε γενιά ούτε κοινότητα, αλλά αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ομάδα θεατών που εύκολα αποστρέφει το βλέμμα της από ό,τι δεν την εκφράζει. Η προσήλωση του κοινού στις σελίδες του συγγραφέα που κατηγορήθηκε από την κριτική για προχειρότητα, έλλειψη πειθαρχίας στη γραφή και ατεχνία, που ερμηνεύτηκε από το γεγονός ότι σπάνια επέστρεφε στα χειρόγραφά του για να τα επεξεργαστεί, ήταν η καλύτερη απάντηση σε εκείνους που φθόνησαν το ταλέντο του: η φωνή του Καραγάτση αντηχεί ακόμη ανάμεσά μας διεκδικώντας την ηθική της αυθεντικότητας και τη μοναδικότητα της γνήσιας ατομικότητας.

Τα μυθιστορήματα του Καραγάτση στηρίχτηκαν στη σύγκρουση έρωτα και θανάτου. Ο έρωτας εκτός από τη λαχτάρα για ζωή εκφράζει αντίστοιχα στο έργο του και την επιθυμία να υποδουλωθεί ή έστω να αναχαιτιστεί ο θάνατος. Ολα ωστόσο προς το θάνατο κατευθύνονται και σε αυτόν αποβλέπουν, αφού όλα όπως και η επιθυμία έχουν ένα κάποιο τέλος. Η άφιξη του θανάτου είναι αναπόφευκτη αλλά παράλληλα και ακυρωτική της ίδιας του της υπόστασης: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου» θα πει ο Κωστής Ρούσσης (ένα από τα προσωπεία του συγγραφέα) στον Κίτρινο φάκελλο. Η φράση αυτή κοσμεί το μνημείο στο οποίο αναπαύεται ο συγγραφέας εδώ και περίπου 40 χρόνια στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Η ομορφιά, μήνυμα ζωής και επιθυμία που τροφοδοτεί τη λαχτάρα για έρωτα και διαιώνιση της ζωής, οικειώνεται τελικά την ίδια την ιδέα του τέλους που εκφράζεται στο έργο του Καραγάτση με τρόπο περίπου αισθησιακό. Οι μυθιστορηματικές μορφές πεθαίνοντας είναι εκθαμβωτικά ωραίες, τόσο όσο περίπου όταν ερωτεύονται.

Η Αγγέλα στον Μεγάλο ύπνο (βιβλίο που γράφτηκε μετά τον θάνατο της μητέρας του συγγραφέα) πεθαίνει ένα πρωί του Σεπτέμβρη με «την αξεπέραστη ομορφιά που μόνο σε κεφάλια κάποιων πεθαμένων συναπαντιέται». Την ίδια ομορφιά συναντάμε στη μικρή Αννούλα της Χίμαιρας που φεύγει νωρίς από ανόσια αμαρτήματα των οικείων της ή στον Συνταγματάρχη Λιάπκιν που οδεύει προς το θάνατο οικειοθελώς υποκύπτοντας στην παντοδυναμία των θεών της Ελλάδας που ήταν «πολύ μεγάλοι και πολύ απροσπέλαστοι για να τους νιώσει αυτός, ένας Ασιάτης». Είναι ο θάνατος όχι απλώς λύτρωση αλλά και αναγκαιότητα υποταγμένη όμως στην επιθυμία του συγγραφέα που κατευθύνει και ρυθμίζει την αφηγηματική εξέλιξη.

Η αφήγηση, όπως άλλωστε και η ζωή, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία και στην ικανοποίηση, ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος. Ο θάνατος με την εξουσιαστική του δύναμη, υποταγμένος στα συγγραφικά τεχνάσματα που επιβραδύνουν την άφιξή του, μεταμορφώνεται τελικά σε ομορφιά. Ο συγγραφέας θριαμβευτής σαρκάζει απολαμβάνοντας το έργο του και μοιράζεται με τον αναγνώστη την ικανοποίησή του.

Στα μυθιστορήματα του Καραγάτση υπολανθάνει η σύγκρουση ανάμεσα στην ατομική επιθυμία που αντιστέκεται στον οποιονδήποτε θάνατο και στην ιστορική ή φυσική νομοτέλεια. Η αντίσταση στο θάνατο συντελείται μέσα από τη μυθοπλασία που θεματοποιεί εξουθενώνοντας το θάνατο και μεταμορφώνοντάς τον σε ομορφιά. Η επιθυμία-έρωτας αντιστέκεται στην εξουσία-θάνατο όχι για να την καταλύσει αλλά για να τη μεταμορφώσει και να την αναδείξει σε πραγματικότητα, έστω και αν «η πραγματικότητα είναι μια από τις λίγες λέξεις που δε σημαίνουν τίποτε χωρίς εισαγωγικά».

Η αντίθεση έρωτα και θανάτου και η διαπλοκή τους, όπως σμιλεύεται στις αφηγηματικές συνθέσεις του Καραγάτση, ενεργοποιεί την καραγατσική αφήγηση και φέρνει τον συγγραφέα πολύ κοντά στη μεταμοντέρνα εποχή, όπου «οι μυθιστοριογράφοι μιμούνται τους θεωρητικούς και οι θεωρητικοί τους μυθοπλάστες». Ο Μ. Καραγάτσης όμως, αν και πολλοί φιλοδόξησαν να τον μιμηθούν, παραμένει στα νεοελληνικά γράμματα μοναδικό φαινόμενο μυθοπλαστικής φαντασίας.


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  12/09/1999 00:00
 Νένα Ι. Κοκκινάκη
Η κυρία Νένα Ι. Κοκκινάκη είναι συγγραφέας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

 http://www.tovima.gr

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ο Λούκος δεν είναι δικό μας παιδί

—της Μαρίας Κατσουνάκη—


Ο Γιώργος Λούκος δεν είναι ούτε ο μόνος ούτε ο πρώτος. Ανήκει σε μια ολοένα και ευρύτερη κατηγορία προικισμένων ανθρώπων, αποδεδειγμένα ικανών και αποτελεσματικών, που απομακρύνονται από τη θέση τους με ή χωρίς αιτιολογία. Ούτως ή άλλως, «οι λόγοι», διεκπεραιωτικοί ή ισχνοί, το μόνο που ενισχύουν είναι η βεβαιότητα ότι αποκαθηλώνονται για να τοποθετηθούν στη θέση τους «δικά μας παιδιά». Συνέβη με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΟΑΣΑ, τον επικεφαλής της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., διοικητές νοσοκομείων· προς την έξοδο οδηγείται και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ. Διόλου εμμέσως και κομψά, από το ΥΠΠΟ, του υπαγορεύουν την παραίτησή του.

Ο υπουργός, λέγεται, δέχεται αλλεπάλληλες πιέσεις να τον απομακρύνει. Εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στο στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού, ινστρούκτορες καλλιτέχνες εκφράζουν ηχηρή αντιπάθεια. Θα έχουν τους λόγους τους. Όπως προφανώς τους λόγους του έχει και το πιο ενεργό και δυναμικό κομμάτι του καλλιτεχνικού κόσμου που δηλώνει ανυπερθέτως την υποστήριξή του στον Γιώργο Λούκο, ξένοι δημιουργοί και οι –χιλιάδες– σταθεροί θεατές του Φεστιβάλ εδώ και μία δεκαετία. Δεν έχει σημασία που πήρε έναν θεσμό άμορφο και σχεδόν από τα αζήτητα, του έδωσε σχήμα, υπόσταση και διεθνή πολιτιστική ταυτότητα. Σημασία έχει ότι δεν διαθέτει, ως Ελλην εκ του εξωτερικού ορμώμενος, τα κατάλληλα «κονέ». Εκτός ελληνικής πραγματικότητας καθώς ήταν, δεν ήξερε τι σημαίνει να σου τηλεφωνούν υψηλά ιστάμενοι για να εμφανιστεί ο/η δείνα στο Ηρώδειο, επικαλούμενοι απίθανα επιχειρήματα (επί Ν.Δ. αυτό). Εμενε εμβρόντητος, έλεγε «όχι», συνέχιζε, ώσπου προσέκρουσε σε ισχυρούς μηχανισμούς προπαγάνδας, σοβιετικού τύπου «εκκαθαρίσεις», κουράστηκε και ο ίδιος.

Ας είναι. Ας μείνει στην Οπερα της Λυών, όπου, ούτως ή άλλως, έχει τη θέση του επί δεκαετίες. Εδώ, επειδή οι διεθνείς διαγωνισμοί είναι χρονοβόροι και δεν τους έχουμε και ανάγκη γιατί ο τόπος έχει δική του αξιολογική κλίμακα, θα προκηρυχθεί εσωτερικός διαγκωνισμός, ανάμεσα στους στενότερα προσκείμενους στο κυβερνητικό κόμμα υποψηφίους. Θα τοποθετηθεί όποιος έχει την πιο ισχυρή κομματική στήριξη. Αυτό αρκεί.

dimartblog.com