Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ησυχα! Ο θείος κοιμάται...


Με τον ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ

ΚΑΤΑ κοινή ομολογία είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Ειδικά τώρα που πλησιάζω τα 50 προσπαθώ να εγκλιματιστώ στη γαλήνη, την ηρεμία και την ησυχία σε μια πρόβα τζενεράλε πριν από την αιώνια...

ΕΝΑΣ από τους λόγους που και το πιο έξαλλο νιάτο καταντάει στα 50 του φιλήσυχος πολίτης, είναι η πίεση. Η αρτηριακή εννοείται... Πώς θα παραμείνεις έξαλλος όταν έχεις πίεση και ο τελευταίος γιατρουδάκος της σειράς σού συνιστά: «ηρεμία»; Είναι ιδιοπαθής ασθένεια η αρτηριακή πίεση. Τουτέστιν, δεν γνωρίζουν ακριβώς τα αίτια που την προκαλούν, είναι κάτι που το παθαίνεις μόνος σου.

ΓΙ' ΑΥΤΟ προτείνουν ψυχραιμία, ανάλατη ζωή, ήπια σωματική άσκηση, γραψαρχιδιστική αντιμετώπιση του συναισθηματικού στρες, χαλάρωση, ηρεμία, ησυχία και καρτερικότητα. Της αιώνιας ζωής και κότας, εννοείται...

ΤΩΡΑ που το ξανασκέφτομαι, εξ απαλών ονύχων φιλήσυχος ήμουν. Μάλλον με επηρέασε εκείνη εκεί η πινακίδα που είχε αναρτήσει στην ψαροταβέρνα του στο Λευκαντί ο παππούλης μου: «Απαγορεύεται το σπάσιμο, η μανούρα και ο τσαμπουκάς», έγραφε.

Η γιαγιά μου στην κουζίνα τηγάνιζε γαυράκι (κάτι που με αρρώστησε κι έγινα «ερυθρόλευκος») κι εγώ έπαιρνα τις παραγγελίες απ' τα τραπέζια και τονε σερβίριζα με τα κατρουτσάκια του. Οταν πίνανε καμιά δεκαριά κατρουτσάκια και κοκκίνιζε η μύτη τους απ' την πολλή ρετσίνα, άρχιζαν η μανούρα, το σπάσιμο και οι τσαμπουκάδες.

Η ψαροταβέρνα ήτανε πάνω στο μικρό το λιμανάκι, εκεί που ακόμα βασιλεύει ο γερο-πλάτανος που 'χα κρεμάσει την κούνια μου. Ψαράδες και λιμενεργάτες τα 'τσουζαν στου παππού μου. Αλατιασμένοι, αξέβγαλτοι. Τέρμα στο τζουκμπόξ ο Καζαντζίδης. Ξυπόλητοι φέρνανε κάτι στροφές γύρω απ' τον εαυτό τους σαν να χορεύανε. Και μετά μανουριάζανε άσχημα αν σηκωνόταν άλλος να χορέψει το τραγούδι που παραγγείλανε.

ΗΤΑΝΕ σοβαρό φάουλ να βάλεις δίφραγκο στο τζουκμπόξ και να χορέψει ο άλλος το τραγούδι σου άμα δεν του 'κανες νεύμα επιδοκιμασίας. Ηταν ιεροί, άγραφοι κανόνες αυτοί. Ετσι άρχιζε η μανούρα, ένα είδος επιθετικής δυσθυμίας, σαν την γκρίνια της αγριόγατας που, ενώ την έχεις αγκαλιά, ξαφνικά τσαμπουκαλεύεται και σε γρατζουνάει στη μούρη. Η μανούρα οδηγεί αναπόφευκτα στον τσαμπουκά. Σε σοβαρούς τσαμπουκάδες! Διότι στο μικρό λιμάνι κάποιοι μάγκες είχανε πάνω τους κρυμμένες φαλτσέτες και σε σουγιαδιάζανε για πλάκα.

ΤΟ σπάσιμο (των πιάτων και των ποτηριών) ήτο λυτρωτικόν γιατί εκτόνωνε την ένταση. Ομως ο παππούς έβγαλε και γι' αυτό στην ταμπέλα απαγορευτικό, επειδή μανούριαζε η γιαγιά που 'πρεπε ν' αγοράζει κάθε εβδομάδα καινούργια σερβίτσια. Ο άλλος λόγος ήτανε που κόβανε στα γυαλιά τα ποδάρια τους, γιατί χορεύανε ξυπόλητοι κι έπρεπε να τους τρέχει από πίσω με τα μπαμπάκια και τα ιώδια.

ΜΟΝΟ όταν έμπαινε ο Βαγγέλης (ο Ρωχάμης) στο μαγαζί κλάνανε μέντες όλοι και καθόντουσαν κυρίες. Κατά τ' άλλα την επιγραφή του παππού μου τη γράφανε εκεί που φαντάζεστε. Τα παιδικά μου τα ματάκια είχαν αντικρίσει τόσα σουγιαδιάσματα που χορτάσανε από τσαμπουκάδες.

«Η μανούρα είναι το χειρότερο», έλεγε η γιαγιάκα μου, «να γίνει ο τσαμπουκάς να τελειώνουμε»! Σιχαίνομαι τη μανούρα. Βαρέθηκα τα σπασίματα και τους τσαμπουκάδες. Αρα ήμουν παιδιόθεν φιλήσυχος. Πολύ πριν γενώ υπερτασικούλης.

ΚΑΤΙ κομμένες εξατμίσεις στα μοτοσακά της εφηβείας μας ήταν ασήμαντες λεπτομέρειες. Οπως και οι μεταμεσονύχτιες αστυνομίες στα σφιχταγκαλιασμένα πάρτι με τα βερμούτ. Παρένθεση ήτο και ο όποιος συνωστισμός (σαν της Σμύρνης) με τα ΜΑΤ στις φοιτητικές διαδηλώσεις. Κατά βάθος ήμουν φιλήσυχος.

ΜΕ δεδομένα τα παραπάνω και ότι πλέον είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος με χαρτί γιατρού, δεν έπρεπε να ταραχτώ περίεργα που χθες το μεσημέρι άκουσα το ανιψάκι μου να λέει στ' άλλα τα παιδάκια:
«Ησυχα, ο θείος κοιμάται»!

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, σήμερα