Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Ο Νικόλας Σεβαστάκης στο TheTOC για τον «Άντρα που πέφτει»

Ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας και συγγραφέας Νικόλας Σεβαστάκης μιλά για το καινούργιο του βιβλίο 'Αντρας που πέφτει, για τη λογοτεχνία και τους ήρωές της


Σπίτια, βιβλιοπωλεία και γραφεία, μικρά λιμάνια και καφενεία. Στον πνιγηρό μικρόκοσμο των επαρχιακών πόλεων αλλά και στο χάος της μεγαλούπολης, άνθρωποι άπιστοι ή αφοσιωμένοι, πρόσωπα φαιδρά ή σοβαρά, άντρες εγκαταλειμμένοι και γυναίκες μοναχικές αντιμετωπίζουν στωικά τα αναπάντεχα ή τα αναμενόμενα του βίου, εξομολογούνται, αμφιβάλλουν, οργίζονται σπανίως.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης τους παρατηρεί όταν αμφισβητούνται οι βεβαιότητές τους και όταν υπερασπίζονται τις επιλογές τους, εκθέτει τις ανεπάρκειές τους και την ίδια στιγμή τις βλέπει με κατανόηση, ίσως και με οίκτο. Στο νέο του βιβλίο «Άντρας που πέφτει» υπάρχουν δέκα διηγήματα σε χαμηλούς τόνους, που αιχμαλωτίζουν αναμνήσεις και επεισόδια, επιμένουν στις σημαίνουσες λεπτομέρειες και σχεδιάζουν με εικόνες και φωτοσκιάσεις ένα σύμπαν όπου, παρά τις μικρότητες, θάλλει η ευαισθησία.


Συναντήσαμε τον Νικόλα Σεβαστάκη και συζητήσαμε μαζί του:
Τι είναι αυτό που συνδέει τους ήρωες του βιβλίου σας;
Στα διηγήματα αυτά, οι ήρωες, καταδιώκονται από μια δεύτερη πραγματικότητα. Είτε είναι το παρελθόν, είτε η συνάντησή τους με μια ματαίωση, είτε  ένα φάντασμα, όπως στο διήγημα «Το όνειρο» με το φάντασμα του πατέρα μέσω του οποίου ενηλικιώνεται η κόρη. Το κοινό αυτών των τόσο διαφορετικών περιπτώσεων είναι ότι ανακαλύπτουν πως η πραγματικότητα δεν είναι αυτονόητη, διάφανη. Υπάρχουν  κάποια «φαντάσματα» που τους ακολουθούν και τους αναγκάζουν να πάνε πίσω προς το παρελθόν, να αναμετρηθούν με τις απώλειές τους και να τις διαχειριστούν με κάποιο τρόπο.

Αυτό που μου λέτε έχει σχέση και με τον τίτλο του βιβλίου σας ‘Άντρας που πέφτει»;
Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος. Δεν αναφέρεται μόνο στο συγκεκριμένο διήγημα και στις πτώσεις αυτού του άντρα λόγω του τραύματος της φυγής της γυναίκας του. Αναφέρεται γενικά στις πτώσεις των ανθρώπων μέσα σε συγκυρίες που πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν, που τους ξεπερνούν και που έχουν κάποια σχέση με την ιστορία.

Εννοείτε τη σχέση του πολιτικού, του ιστορικού ή γενικού πλαισίου με τις ζωές αυτών των ανθρώπων;
Στο κεντρικό διήγημα στο «Τέλος εποχής» που αναφέρεται στους ήρωες ενός βιβλιοπωλείου, το χρονικό φόντο είναι τα χρόνια της κρίσης, οι διαδηλώσεις, η αγανάκτηση. Το πλαίσιο δηλαδή των τελευταίων χρόνων, με πολλά χρονικά φλας μπακ. Η ιστορία, η πολιτική, η ιδεολογία, οι συγκρούσεις δεν είναι σε πρώτο επίπεδο. Ανάλογα με το πρόσωπο τον ήρωα, -αν έχει εμπλακεί- θα φωτιστεί η αντίστοιχη πλευρά. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι να πω ότι ο άλλος βιώνει μια ιστορική στιγμή ή ένα πολιτικό γεγονός μέσα από θραύσματα που δεν είναι πολιτικά. Γιατί στην αναπαράσταση πολιτικών ιστοριών ή πολιτικών παθών περισσεύει μια αντίληψη ψεύτικου ή πραγματικού ηρωισμού. Εμένα με ενδιαφέρουν οι ευάλωτοι ανθρώπινοι κόσμοι. Και οι συναντήσεις, αποτυχημένες ή επιτυχημένες με τον άλλο. Και το πώς μεταμορφώνεται ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο μένοντας ίδιος. Μια μεταμόρφωση που αφήνει άθικτα τα αρχικά ερωτήματα που έχει θέσει κάποιος στη ζωή, εννοώ τα ερωτήματα της νεότητάς τους.

Πιστεύετε ότι αυτά τα αρχικά ερωτήματα και η προσήλωση, η εμμονή μας πολλές φορές σε αυτά, μας ακολουθούν σε όλη μας τη ζωή;
Νομίζω με διαφορετικά λεξιλόγια και διαφορετικούς όρους επαναλαμβάνουμε βασικά ερωτήματα που θέσαμε στα 15 μας ή στα 20. Ο άνθρωπος κουβαλά πάντα βαθύτερα στρώματα, βαθύτερες μορφές του εαυτού του. Παλιότερα συναισθήματα. Αλλάζει το σώμα,  γερνάει, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν επίμονα, απλώς τα παραχώνει. Και τα ξεχνάει για λίγο, αλλά εκείνα επανέρχονται βασανιστικά.

Ποιοί είναι οι λόγοι που μας κάνουν να τα ανασύρουμε; Η πολιτική ή κοινωνική συγκυρία ή οι προσωπικές μας ήττες;
Δεν τα διαχωρίζω. Εγώ προέρχομαι από μια οικογένεια που έζησε κατάσαρκα την πολιτική πραγματικότητα και σε καμία απόσταση από αυτή. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι τα ερωτήματα είναι προσωπικά.

Με ποιό τρόπο τα εξερευνάτε στα διηγήματά σας;
Τα διηγήματα, η μικρή φόρμα,  είναι εξερεύνηση της ανθρώπινης ατομικότητας. Δε μπορείς να σκηνοθετήσεις κάτι μεγαλύτερο. Δεν είναι η ολοκληρωμένη αφήγηση ενός κόσμου. Είναι μικρόκοσμοι αλλά αυτοί οι μικρόκοσμοι ποτέ δε μπορούν να αποσπαστούν τελείως από το συλλογικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Αυτό είναι το δύσκολο για μένα, να μιλήσεις για την εποχή μας  χωρίς να κάνεις μόνο κοινωνιολογία. Δεν είναι απαραίτητο μιλώντας για την κρίση να μιλήσεις για την αθλιότητα. Μπορείς να μιλήσεις για μορφές αποξένωσης, ανεπαίσθητης καταστροφής της ζωής και όχι μόνο να φέρεις τη μιζέρια σε πρώτο πλάνο. Βέβαια στη λογοτεχνία μπορεί να γίνουν όλα.
Για εσάς τι ισχύει;
Εμένα δε με ενδιαφέρει αυτό που λέγαμε παλιά «κοινωνική λογοτεχνία». Διαχωρίζω σαφέστατα την πολιτική από την κοινωνική αντίληψη. Όταν γράφω ένα δοκίμιο, ένα άρθρο, εκεί, θα αρθρώσω θέσεις και μάλιστα έντονες. Αυτό δεν έχω ανάγκη να το κάνω με την λογοτεχνία. Θα περάσω πολιτικά ή στοχαστικά ερωτήματα στην αφήγηση με διαφορετικό  τρόπο, δεν θα έχουν χαρακτήρα προτάγματος με την κλασική έννοια που υπάρχει σε ένα κείμενο ανάλυσης.

Που συναντάτε κύριε Σεβαστάκη τους τους ήρωές σας;
Είμαι ένας παρατηρητής. Πάντα είχα ενδιαφέρον να ακούω ιστορίες, να σχετίζομαι με ανθρώπους πολύ μακρινούς από το περιβάλλον μου. Βοήθησε σε αυτό η καταγωγή μου από ένα νησί, μια επαρχιακή πόλη όπου δεν υπάρχουν φράγματα, οι παρέες ήταν μικτές. Τους ήρωες τους συναντάω σε μια καθημερινότητα, είτε υπάρχουν ήδη μέσα μου και αποφασίζουν κάποια στιγμή να βγουν. Αποφάσισαν στα 50 μου, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο δε βγήκαν νωρίτερα. Οι ήρωές μου υπάρχουν με μορφή κινητών εικόνων μέσα μου. Έτσι προκύπτουν.

Τους συμπονάτε τους ήρωές σας;
Θα χρησιμοποιούσα τη λέξη ενσυναίσθηση. Το να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Αν δε μπεις, δε συμμεριστείς τα ερωτήματά του δε μπορείς νομίζω να τον αφηγηθείς. Η λογοτεχνία δεν κρίνει ηθικά τους χαρακτήρες της. Με αυτή την έννοια μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει συμπόνια για τους ήρωες μου , ότι δεν υπάρχει προβληματική του κακού. Με ενδιαφέρει αυτό που υπάρχει ανάμεσα στη μικρότητα και την ευγένεια, στις τσιγκουνιές και τις γενναιοδωρίες που μπορεί να έχουν. Ο ενδιάμεσος χώρος.

Θα μου μιλήσετε για τη δυσκολία της μικρής φόρμας;
Η μεγάλη σύνθεση θέλει μια αφιέρωση άλλου τύπου. Η μικρή φόρμα έχει τη δυσκολία της επιλογής, πρέπει να αναδείξεις εκείνα τα στοιχεία, εκείνες τις πλευρές, τις περιγραφές που θα δώσουν μια ιδέα επαρκώς, μέσα στο ανολοκλήρωτο, μέσα στο ελλειπτικό. Αυτό έχει τεχνικές και πραγματικές δυσκολίες και θα έλεγα όσο πιο μικρό είναι το διήγημα τόσο μεγαλύτερες δυσκολίες έχει.  Έχει και ρίσκο.

Τι είδους ρίσκο;
Να μη διαλέξεις πειστικά και να κάνεις ένα σκαρίφημα χωρίς να βγαίνει ένα σχέδιο. Είναι μια δυσκολία από την οποία δεν απαλλάσσεται κανείς εύκολα.

Ποιά είναι η λεπτομέρεια που σας συγκινεί στους ανθρώπους που συναντάτε στο δρόμο, τους πιθανούς ήρωές σας;
Με εντυπωσιάζει ο τρόπος που κοιτούν ή ο τρόπος που αποφεύγουν να κοιτάξουν. Το ότι κάθε πρόσωπο εγγράφει μια ιστορία, κάτι φανερώνει και κάτι κρύβει. Σε μια μικροσχέση μέσα στην καθημερινότητα καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει μόνο επιφάνεια υπάρχει και βάθος. Ότι ακόμα και ο πιο  επιφανειακός άνθρωπος έχει στρώματα χρόνου, στρώματα εμπειρίας, ανεξόφλητους λογαριασμούς είτε με την αγάπη είτε με άλλα πάθη. Αυτό με συγκινεί.

Η συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη "Άντρας που πέφτει" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

http://www.thetoc.gr/author/argurw-mpozwni

 

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Πολιτικό σίκουελ

Αλέξης Παπαχελάς ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ 

Ο​​ι ταινίες που κόβουν πολλά εισιτήρια στο Χόλιγουντ γίνονται κατόπιν σειρές: «Τα σαγόνια του καρχαρία Ι», «Τα σαγόνια ΙΙ» κ.λπ. Τώρα βλέπουμε στις εγχώριες οθόνες το επεισόδιο «Μνημονιακός πρωθυπουργός 3». Η ταινία δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, αλλά όλα δείχνουν ότι, ανεξάρτητα από το ποιος «θίασος» βρίσκεται στην εξουσία, το έργο δεν αλλάζει.

Το σενάριο είναι το ίδιο, με παραλλαγές και διαβαθμίσεις. Ενας πολιτικός διεκδικεί την εξουσία. Βιάζεται, μάλιστα, να την κατακτήσει γιατί τον φανατίζουν η αυλή του και το κόμμα. Δεν νοιάζεται ούτε για την πολιτική σταθερότητα ούτε για οτιδήποτε άλλο. Προκαλεί εκλογές με την επιμονή του, χωρίς να στηρίζει μεγάλες και προφανείς μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, υπόσχεται τα πάντα στους πάντες. Α, και βέβαια, να μην ξεχάσω, δεν προετοιμάζεται ούτε κατά διάνοια για να κυβερνήσει.
Ο φιλόδοξος και βιαστικός πολιτικός ανεβάζει τους τόνους μέχρι εκεί που δεν πάει και, όποτε μπορεί, κατεβάζει και τον κόσμο στους δρόμους. Φιλοτεχνεί μια εικόνα του πολιτικού αντιπάλου του η οποία στηρίζεται στη δαιμονοποίηση. Ο αντίπαλος - πρωθυπουργός είναι κατά κανόνα πουλημένος, πολύ μαλθακός στη διαπραγμάτευση και αρχιδιαπλεκόμενος.

Μία των ημερών ο πολιτικός μας κερδίζει τις εκλογές και εγκαθίσταται στο Μαξίμου. Τις πρώτες ημέρες και εβδομάδες νιώθει παντοδύναμος. Τον προσκυνά το εμφανές και το σκοτεινό κατεστημένο της χώρας και του δίνει την εντύπωση ότι θα τον αντιμετωπίζει σαν σουλτάνο για πολλά πολλά χρόνια. Μετά, αρχίζει να μαθαίνει την πραγματικότητα και να συνειδητοποιεί ότι αυτά που έλεγε στην αντιπολίτευση ήταν απλώς πομφόλυγες, ανέφικτες υποσχέσεις και θεωρίες που δεν αξίζουν το χαρτί πάνω στην οποία γράφτηκαν. Οταν καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά του ένα μονόδρομο, αρχίζει το μαρτύριο. Παίρνει τις υποσχέσεις πίσω μία μία και ταυτόχρονα αρχίζει να χάνει έναν έναν τους πιο θερμούς υποστηρικτές του. Αναγκάζεται να ξενυχτάει στη Βουλή και να βλέπει την πλειοψηφία του να εξανεμίζεται σε κάθε κρίσιμη ψηφοφορία. Εν τω μεταξύ, έχει αποκτήσει την ίδια ψυχολογία που είχαν οι προκάτοχοί του μέσα στο «πολεμικό μπούνκερ» του Μαξίμου. Ο ίδιος και η οικογένειά του δέχονται επιθέσεις από παντού, ακριβώς όπως συνέβαινε με τους προηγούμενους ενοίκους. Οπως απαξίωσαν, έτσι απαξιώνονται.

Σε στιγμές μεγάλης πίεσης, θεωρεί ότι ο ίδιος κάνει το καθήκον του αλλά κανείς δεν τον καταλαβαίνει... Πίσω από κλειστές πόρτες φτάνει ακόμη και να παραδεχθεί ότι «τώρα καταλαβαίνω τον προκάτοχό μου, δεν κυβερνιέται αυτός ο τόπος».

Οι περιστασιακοί νονοί-σύμμαχοι αρχίζουν να εξαφανίζονται γιατί δεν θεωρούν ότι ικανοποιούνται επαρκώς οι απαιτήσεις που έθεσαν ως αντάλλαγμα για τη στήριξή τους. Αίφνης ανακαλύπτει ο περίφροντις πρωθυπουργός εχθρούς και υπονομευτές στους κύκλους των υποστηρικτών του. Η αβάντα τού χθες γίνεται διαπλοκή τού σήμερα.

Κάπου εκεί ανακαλύπτεται η ανάγκη της συναίνεσης. Εν τω μεταξύ, έχει χυθεί τόσο εύφλεκτο υλικό στο σκηνικό, που κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει για συνεννόηση σε εθνική βάση. Η καρέκλα τρίζει, η πλειοψηφία ροκανίζεται και αρχίζει ο πανικός. Εκεί χάνεται συνήθως η μπάλα και η κυβέρνηση και το ευρύτερο σύστημά της αρχίζουν να μοιάζουν με ανεκπαίδευτο πλήρωμα την ώρα ενός μεγάλου ναυαγίου.

Το σενάριο είναι το ίδιο, μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν και ο βαθμός της ανευθυνότητας, της ασχετοσύνης και του φανατισμού. Προσωπικά, βαρέθηκα να βλέπω το ίδιο έργο. Ακόμη όμως περισσότερο εξοργίζομαι με εκείνους που είχαν δει το «Ι» και το «ΙΙ» αλλά δεν κατάλαβαν τίποτα, όχι, πάντως, τη στιγμή που έπρεπε.
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ