Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου



«Ακόμα και η ηθική είναι υπόθεση χρόνου»

Η Τζούλια...

Η στρεβλή επικαιρότητα

Tου Γιωργου Τερζη

Η μάχη εχάθη με διαφορά, και μάλιστα μεγάλη. Ούτε καν με διαφορά στήθους... Απέναντι στα οκτάστηλα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για τον διπλωματικό μαραθώνιο του πρωθυπουργού και τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, ένα dvd -όχι ιδιαιτέρως προσεγμένο είναι η αλήθεια- της καλλιπύγου Τζούλιας Αλεξανδράτου φαίνεται ότι για άλλη μία φορά μονοπώλησε το ενδιαφέρον.
«Είδες το βίντεο;» ήταν η ερώτηση και όταν απορρούσες «ποιο βίντεο;», η απάντηση ήταν αυθορμήτως επικριτική «μα της Τζούλιας, φυσικά».
Αυτό ήταν η πρώτη προειδοποίηση. Λίγη ώρα αργότερα, ο όγκος των πληροφοριών για το πώς και το γιατί του «κινηματογραφικού» εγχειρήματος του μοντέλου υπερέβαινε πλέον τα δεδομένα για τις μειώσεις μισθών και επιδομάτων, για το κλίμα στις διεθνείς αγορές, για τις συναντήσεις του πρωθυπουργού.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε χθες το βράδυ, σε φιλικό σπίτι, όπου και συγκεντρωθήκαμε μία παρέα, ηλικίας 35 - 40 ετών. Κάποιοι εξ ημών εργαζόμαστε στον ιδιωτικό τομέα, άλλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, οι περισσότεροι με πτυχίο πανεπιστημίου, στη φάση της ζωής μας που αναζητούμε το κάτι παραπάνω. Και φυσικά, άπαντες πληττόμενοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Πόσο χρόνο διαθέσαμε για να συζητήσουμε το νέο οικονομικό περιβάλλον, τα ειρωνικά σχόλια του διεθνούς Τύπου, εν τέλει έστω και το τι σημαίνουν τα νέα μέτρα για την τσέπη μας; Μετά βίας, δύο λεπτά.
Ναι, ναι. Σωστά καταλάβατε. Η συζήτησε περιεστράφη γύρω από το βίντεο. Ποιο βίντεο; Μα τα είπαμε αυτά. Της Τζούλιας, φυσικά! Κατά την άποψή μου, η μαζική αυτή συμπεριφορά ερμηνεύεται με δύο τρόπους. Η πιο «αυστηρή» ανάλυση θέλει τους Ελληνες, φύσει «καταφερτζήδες», να αδιαφορούν για τα όποια μέτρα σε μία λογική ότι «δεν μας αφορούν, θα τη βολέψουμε». Εν μέρει αυτό μπορεί να ισχύει, αν και μοιάζει να είναι κατανοητό σε όλους πως η κατάσταση είναι πλέον πολύ σοβαρή.
Η δεύτερη εκδοχή μοιάζει και η πιο πιθανή. Οτι, δηλαδή, οι πολίτες αυτής της χώρας, έχοντας πλέον καταναλώσει τη δανεική αισιοδοξία των προηγούμενων ετών, έχουν βαθιά πεποίθηση για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν. Και ό, τι κάνει το μυαλό τους να φεύγει μακριά από τα προβλήματα, τα μέτρα, την απουσία προσδοκιών, γίνεται αυτομάτως κεντρικό θέμα. Προ μηνός ήταν ένα λαμπερό τηλεοπτικό διαζύγιο που κυριάρχησε στην επικαιρότητα και έτυχε σχολιασμού ακόμη και από βουλευτές ή δημοσιογράφους που έχουν την έξωθεν μαρτυρία του «σοβαρού». Πλέον είναι η σεξουαλική ωμότητα μιας τηλεοπτικής περσόνας, που αντιμετωπίζεται από τους πολίτες με αρκετή κακεντρέχεια -είναι η αλήθεια-, μεγάλη θλίψη για την εικόνα που εκπέμπει μία νέα γυναίκα, αλλά και με μεγάλη εφευρετικότητα. Για του λόγου το αληθές, σε ελάχιστο διάστημα από την κυκλοφορία του εν λόγω βίντεο, δεκάδες ανέκδοτα έκαναν κύκλο από στόμα σε στόμα. Δεν ξέρω τι ήθελε να προκαλέσει η κ. Αλεξανδράτου και οι παραγωγοί του βίντεο, αν και η οικονομική επιτυχία του βίντεο δίνει την προφανή απάντηση. Πάντως, μόνο και μόνο για το χαμόγελο που πρόσφερε στις απανταχού παρέες αξίζει τη συμπάθειά μας.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σήμερα

Από τούνελ σε τούνελ

Από τούνελ σε τούνελ

Του Παντελη Mπουκαλα

«Συντετριμμένοι», «με χαμένη την ψυχή τους» και «θλιμμένοι επειδή απομακρύνθηκαν από την ιδεολογία τους» δηλώνουν οι κυβερνώντες• από τον πρωθυπουργό έως τον κ. Λοβέρδο (που από την επιστημονικοφανή ρητορική μετατοπίστηκε στη φρασεολογία του συναισθηματισμού) και τον κ. Παπουτσή, που εμφανίζεται σαν γνήσιος φίλος του λαού, περισσότερα ακούμε για την ψυχική τους ταραχή παρά για τις ιδέες τους. Αν όλο αυτό το μελό κατάγεται από εκείνο το «βαθύτατα συγκινημένος» του ιδρυτή δεν μπορεί να το γνωρίζει όποιος δεν είχε ποτέ οργανικές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ, το αρχικό και καθαυτό, το «νέο» επί κ. Σημίτη ή το τωρινό «νεονεότερο». Οταν πάντως ο κ. Βενιζέλος διαβεβαιώνει πως «υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ», έχει στο νου του την ίδια διαβεβαίωση που έδωσε πολλά χρόνια πριν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αν ο γενάρχης του ΠΑΣΟΚ δεν είχε εισαγάγει τότε τη γενική «του τουνέλου», ίσως η μνήμη δεν θα είχε διασώσει τη ρήση του. Το πόσα ακριβώς χρόνια πέρασαν έκτοτε δεν έχει σημασία, αφού η συχνή προσφυγή στην ίδια φράση-ευχή αποδεικνύει ότι ο πολιτικός χρόνος βάλτωσε, ακινητοποιήθηκε, όπως υποδηλώνει και η μονότονη αλληλοδιαδοχή των εξουσιαστικών επωνύμων.
Από κυβέρνηση σε κυβέρνηση, από το ένα πρόγραμμα λιτότητας στο επόμενο, από το ένα τούνελ στο άλλο, όλα φαίνεται να αλλάζουν και όλα μένουν ίδια (για τούτο δεν έπαψε ποτέ να είναι σουξέ το «Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα» του Κηλαηδόνη): Ιδια η σκληρότητα των μέτρων και η επάχθειά τους, ίδια η μονομέρειά τους, αφού πλήττονται οι ήδη πληγέντες (οι ένδοξοι «μη προνομιούχοι» μιας κάποιας αρχαιότητας) και διαφεύγουν οι ήδη διαφεύγοντες, ίδιοι οι όρκοι για φορολογικό εκδημοκρατισμό ώστε να συλληφθούν οι συνήθεις ασύλληπτοι, όσοι παγίως απολαμβάνουν τα αγαθά του Ιακώβ, ενώ οι πολλοί και αδύναμοι εξακολουθούν να φορτώνονται τον ρόλο ενός Ιώβ χωρίς ελπίδα ανταμοιβής για τις θυσίες του, όπως πιστοποιεί ο διαρρεύσας ενδοτουνελικός χρόνος. Και ίδιες φυσικά ως προς το γράμμα και το πνεύμα τους, ως προς το εγγενές ψέμα τους δηλαδή, παραμένουν οι διαβεβαιώσεις πως «υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ».
Ποιος ο λόγος λοιπόν να γίνει πιστευτός ο κ. Βενιζέλος; Επειδή το μικρό του όνομα είναι το παραμυθητικό Ευάγγελος;

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σήμερα

Αδικο έχουν??

Αδικο έχουν;

Υπεύθυνος: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

Χαιρέτωσαν λοιπόν «τα ένδοξα Παρίσια» του αυτονόητου. «Χαίρε και συ» Ουάσιγκτον, υπερατλαντική βακτηρία μονίμων ψευδαισθήσεων.
Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν (...Μια μικρή χώρα, σε κρίσιμες στιγμές -πιεσμένη και ευάλωτη εκ των πραγμάτων- με αδύναμες ηγεσίες, τι μπορεί να περιμένει από τους επικυρίαρχους;)... Πάμε, λοιπόν, στο ελληνογερμανικό πεδίο μάχης, τώρα που αργοσβήνουν οι καπνοί και έχουν αποσυρθεί οι κίτρινες διμοιρίες της υπερβολής και της χυδαιότητος... Μας είπαν απατεώνες. Μας εγκάλεσαν για τρυφηλή ζωή με δανεικά. Μας θύμισαν ότι η φοροδιαφυγή είναι υψηλότερη και από τους σωρούς των σκουπιδιών που βασιλεύουν διάσπαρτα στα ποτάμια και στις ανοιχτές χωματερές. Μας είπαν ότι καλή είναι η περηφάνια για τους προγόνους, αλλά δεν θα πείραζε αν καταφέρναμε επιτέλους να σταματήσουμε να κακοποιούμε μια όμορφη χώρα στην οποία έτυχε να γεννηθούμε, χτίζοντας πνιγηρές πολυκατοικίες ακόμη και δίπλα στα ιερά της Ακρόπολης... Μας είπαν να πουλήσουμε ακατοίκητα νησάκια για να εξασφαλίσουμε τα προς το ζην. Μας είπαν και ακαμάτηδες και ράθυμους και ό,τι βάλει ο νους σου, υποβολέα, και κυρίως ό,τι νομίζει το υψωμένο φρύδι της τευτονικής αλαζονείας τους... Αλλά για σκέψου, με εξαίρεση μερικές ανόητες και ανέρειστες αιτιάσεις (ποιοι είναι ακαμάτηδες; Οι σκληρότερα εργαζόμενοι της Ενωσης;) μήπως έχουν δίκιο σε πολλά από τα υπόλοιπα; Εμείς δεν είμαστε εξπέρ στη δημιουργική λογιστική και στις ψεύτικες δηλώσεις που έφερναν επιδοτήσεις με τον σωρό; Εμείς δεν γεμίσαμε τσιμέντο, αλουμίνιο και σκουπίδια ένα προνομιούχο κομμάτι γης, στο οποίο μας έσπειρε η τύχη; Εμείς δεν περιφρονούμε την κληρονομιά των προγόνων - χυδαίοι και ασεβείς απέναντι στα μνημεία και τους θησαυρούς που εκείνοι κατέλιπαν; Εμείς δεν είμαστε πρωταθλητές στο λάδωμα και το ρουσφέτι, στη «μαγκιά», τη λαμογιά και την κονόμα; Εμείς δεν αγοράζουμε «μερσεντέ» και «καγιέ» και κούρσες με δανεικά; Και σιγά την ύβρι για τα νησιά που μας ζήτησαν να πουλήσουμε, καημένε μου: εμείς δεν ξεπουλήσαμε τα πάντα στους ιδιώτες -ξένους και ημετέρους-, φτάνοντας μέχρι και την Ακρόπολη; (το είχαν σκεφτεί κι αυτό τα κοράκια του «εκσυγχρονισμού»)...
Μας εξοργίζει η υπερβολή της κιτρινιάς από το Focus και την Bild, αλλά δεν βλέπω να μας θλίβουν τα οικεία κακά. Μας ενοχλεί μονάχα η υπόμνησή τους... Εντάξει, περάσαμε πολλά - και από τους Γερμανούς. Αλλά ώς πότε αυτά θα αποτελούν άλλοθι και καλύπτρα; Εσύ τι λες;


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, σήμερα

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Να 'σαι κορίτσι μου καλά..



Γιάννης Κότσιρας

Πολιτικό άγος και δημόσιο άχθος

Πολιτικό άγος και δημόσιο άχθος
Tης Μαριας Κατσουνακη
Η πιο αποκαλυπτική σφυγμομέτρηση δεν έγινε. Θα αφορούσε τις 232 προσλήψεις νέων υπαλλήλων στο ελληνικό Κοινοβούλιο, πριν από τέσσερις ημέρες. Καθ’ όλα νομότυπες όπως πληροφορούμαστε από το ρεπορτάζ («Κ» 5/3), αφού στηρίζονται σε ρύθμιση στην οποία είχαν συναινέσει τα κόμματα τον Ιούνιο του 2008. Ο πρόεδρος της Βουλής κ. Φίλιππος Πετσάλνικος εξέφρασε το αδιέξοδο και τη δυσφορία του. «Αγος από το παρελθόν», το χαρακτήρισε, εξηγώντας πως πρόκειται «για μετακλητούς υπαλλήλους που είχαν προσλάβει τα κόμματα από το 2004 έως και λίγο πριν από τις εκλογές του 2009.
Αναρωτιέται κανείς σε αυτήν την εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα εποχή, πώς αισθάνεται ένας μισθωτός απέναντι σε έναν προνομιούχο μισθωτό (του Δημοσίου επίσης). Τι θα είχε να απαντήσει ο ερωτώμενος πολίτης (στην υποθετική δημοσκόπηση) για το μεγάλο αυτό διακομματικό ρουσφέτι, την ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός σε δραματικούς τόνους ζητεί τη στήριξη των Ελλήνων ώστε «η χώρα να μπορεί και πάλι να ορίσει την τύχη της»;
Οσο συνταγματικά κατοχυρωμένη και να είναι η μονιμοποίηση, το συμβολικό της φορτίο είναι δυσβάσταχτο. Το πολιτικό προσωπικό, εν σώματι, δηλώνει δι’ αυτού του τρόπου ότι τα μέτρα ισχύουν για όσους δεν μπορούν να τα αποφύγουν. Δηλαδή για τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών, πλην των εργαζομένων στη Βουλή των Ελλήνων.
Αυτό το ιδιότυπο εργασιακό μπούνκερ κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτο είναι. Γυάλινο και διαφανές το καταφύγιο, με τις κινήσεις εντός του να καταγράφονται, να μεταδίδονται, να κρίνονται, να προκαλούν. Η μεγάλη οικονομική κρίση αν συνοδευτεί από φαινόμενα άνισης μεταχείρισης, από διακεκριμένες τάξεις εκλεκτών και προνομιούχων, μόνο για την αναγκαιότητα εφαρμογής σκληρών μέτρων δεν θα μπορέσει να πείσει.
Από τους επιβεβλημένους περιορισμούς δεν μπορεί να αυτονομούνται οι υπάλληλοι της Βουλής σαν να υπάγονται σε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών και διακυβέρνησης. Εάν ως κοινωνία δεν κλείσουμε οριστικά τους λογαριασμούς μας με απόψεις όπως «το νόμιμο είναι και ηθικό», τότε οι στρεβλώσεις θα βαθύνουν ακολουθώντας τη ρωγμή της εγγενούς κοινωνικής ανισότητας.
Τα προνόμια, μάλιστα, δεν περιορίζονται στην πρόσληψη. Σε καιρούς όπου δοκιμάζονται οι αντοχές του συστήματος, οι υπάλληλοι της Βουλής εξαιρούνται και από τη μείωση «στα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές» που προβλέπεται για όλους (τους άλλους) εργαζόμενους στο Δημόσιο.
Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια ειδική κατηγορία μισθωτών που χαίρουν της υψηλότερης προστασίας, εκπροσωπώντας τη νομενκλατούρα του πελατειακού κράτους.
Και οι 300 θεματοφύλακες πώς αντιδρούν; Ο πρόεδρος μιλάει για «άγος»... Και δεσμεύεται ότι «επί των ημερών του δεν πρόκειται να επαναληφθούν παρόμοιες διαδικασίες»...
Ας επιστρέψουμε όμως στον συμβολισμό της πράξης. Διόλου συγκεχυμένο ή αφηρημένο. Είναι μια κίνηση επιθετική που ενισχύει ό, τι ως κοινωνία πρέπει να αποφύγουμε: την εμπόλεμη κατάσταση. Την πλήρη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, που επιτρέπει στον ακραίο λαϊκισμό και τον φανατισμό να κάνουν ανενόχλητα τη δουλειά τους. Που στρέφει τους μεν εναντίον των δε, που επαυξάνει τη χλεύη, τους αφορισμούς, τον θυμό για τα δικαιώματα που καταργούνται ή περιστέλλονται.
Η καταστατική ευθύνη των πολιτικών να προασπίζονται έναν δημόσιο χώρο (υπό την ευρεία έννοια), μέσα στον οποίο οι πράξεις και οι ζωές των ανθρώπων αποκτούν νόημα, απεμπολείται διαρκώς και δεν φταίει μόνο το ναυάγιο της οικονομίας γι’ αυτό.
Γιατί πόσο διατεθειμένος να είναι ο πολίτης (που είναι εν μέρει) να υποστεί τις συνέπειες της κακοδιαχείρισης, όταν αντιλαμβάνεται με κάθε τρόπο ότι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του αρνούνται να αλλάξουν συνήθειες; Οτι η ατομική ευημερία εξακολουθεί να τροφοδοτεί το φαντασιακό εκείνων που αρνούνται να πιστέψουν πως οφείλουν -και αυτοί- να είναι λιγότερο προνομιούχοι; Πως η αναγκαιότητα συμμετοχής στο πεδίο των κοινών υποθέσεων είναι καθολική και δεν επιδέχεται εξαιρέσεις και αυθαίρετες χειραφετήσεις;
Πώς να πεισθούμε πως «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» όταν η εν Βουλή κοινωνία άλλα μηνύματα στέλνει; Η χαμένη ή ξανακερδισμένη αξιοπιστία δεν εξαρτάται μόνο από τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες. Δεν εξαντλείται στην ανάλωση, ανακύκλωση ή προστασία του υπάρχοντος, αλλά αποτιμάται πρωτίστως ως απόθεμα αξιών. Και σε αυτήν την επίπονη σκυταλοδρομία γενεών που ξεκινάει (η προσπάθεια ανάκαμψης και θα διαρκέσει και θα διαμορφώσει συνειδήσεις) δεν μπορεί κάποιοι να μοχθούν και να ματώνουν και κάποιοι άλλοι να παρατηρούν και να μετρούν τις επιδόσεις. Γιατί τότε το ερώτημα είναι μόνο ρητορικό και η απάντηση έχει ήδη δοθεί.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σήμερα