Δίκην
Κάτωνος του πρεσβυτέρου, η εδώ επιφυλλίδα κάθε Κυριακή επαναλαμβάνει
μονότονα (επομένως και κουραστικά) ότι: Το λεγόμενο «πολιτικό σύστημα»
έχει στην Ελλάδα σήμερα καταρρεύσει, η ελλαδική κοινωνία συντηρεί μόνο
πλασματικά υποκατάστατα «κομμάτων» – συντεχνίες που διαγκωνίζονται να
διαχειριστούν (αυτό μόνο) την εξουσία.
Πότε
καταρρέει σε μια χώρα το πολιτικό σύστημα; Οταν αδυνατεί πια, ολοφάνερα,
να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας, ακόμα και τις
στοιχειωδέστερες. Οταν τα κόμματα δεν έχουν πολιτική ραχοκοκαλιά,
αναζητούν ταυτότητα και ειδοποιό διαφορά σε χιλιοφθαρμένα ιδεολογικά
ρητορεύματα, σε κενολογίες ψυχολογικού εντυπωσιασμού των αφελών.
Η τέλεια
απουσία πολιτικής ραχοκοκαλιάς (άρα και κοινωνικής εντιμότητας)
αποκαλύφθηκε χειροπιαστά, όταν οι δύο, επί δεκαετίες αντίπαλοι
πρωταγωνιστές της πολιτικής παντομίμας, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., συγκρότησαν
«κυβέρνηση συνεργασίας» (Σαμαρά - Βενιζέλου). Στην πρώτη φάση της
συγκυβέρνησης μετείχε και η «Αριστερά», (Κουβέλης) οπότε η ολοκληρωτική
απουσία πολιτικών διαφοροποιήσεων κατέστη «κραγμένη» και αδιάντροπη,
συγκεφαλαιωμένη στη διαβόητη «ποσόστωση» της μοιρασιάς των ρουσφετιών:
4-3-1.
Από
αγανάκτηση και οργή για την πολύχρονη εξαπάτησή τους οι Ελλαδίτες
ψηφοφόροι χάρισαν αιφνίδια την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ. Για να αποκαλυφθεί
πολιτικά ασπόνδυλο και αυτό το με τεχνητές συγκολλήσεις συνονθύλευμα των
«ριζοσπαστών» της Αριστεράς. Μια ευφάνταστη «παρεούλα» ευφυών
οικονομολόγων ξεκίνησε, με παιδαριώδη δονκιχωτισμό και πατώντας στον
παντελώς διαβρωμένο από τη σήψη ελλαδικό κρατικό ερειπιώνα, να
αντιπαλαίψει την παγκοσμιοποιημένη πια παντοδυναμία του αχαλίνωτου
καπιταλισμού. Η πολιτική νηπιότητα του εγχειρήματος ήταν κραυγαλέα.
Απέδειξε και τον ΣΥΡΙΖΑ απολύτως ταυτισμένο με τη διαχειριστική τής
εξουσίας εκδοχή της πολιτικής, δηλαδή εξίσου στερημένου τη ραχοκοκαλιά
ρεαλιστικών κοινωνικών στοχεύσεων.
Πιο
συγκεκριμένα: Δεν διανοήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ όπως δεν είχε διανοηθεί και η
πρασινογάλαζη Πασοκαρία, ότι το ζητούμενο της ανάκαμψης από την
εφιαλτική καταστροφή δεν ήταν συνάρτηση παλικαρισμών στην αναμέτρηση με
τους δανειστές, αλλά συνάρτηση τολμηρών ανατάξεων του κρατικού
μηχανισμού, των δομών, των θεσμών, των λειτουργιών ενός δημόσιου βίου
ολοκληρωτικά και εξευτελιστικά υποταγμένου στο πελατειακό κατεστημένο
της κομματοκρατίας.
Η
αυτοαναίρεση της Αριστεράς είναι ο αυτοηδονισμός της με ρητορεύματα.
Οπως και η αυτοαναίρεση της πολιτικής είναι ο αυτοηδονισμός με τη
διαχείριση της εξουσίας. Οταν μιλάμε για πολιτική «ραχοκοκαλιά» ενός
κόμματος ή ενός αρχηγού, αναφερόμαστε σε καίριους στόχους εξυπηρέτησης
κοινωνικών αναγκών, δημιουργίας θεσμών ή πραγματοποίησης έργων που
βελτιώνουν το συνολικό επίπεδο (την ποιότητα) ζωής του κοινωνικού
σώματος. Και με εναργείς παραδειγματικές εικόνες: Πολιτική ραχοκοκαλιά
είχε ο Χαρίλαος Τρικούπης, που έφτιαξε σιδηροδρομικό δίκτυο στην Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που πέτυχε τον εξηλεκτρισμό ολόκληρης της
χώρας. Ο Ελεύθεριος Βενιζέλος, που ίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο
Ιωάννης Μεταξάς, που ίδρυσε το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ.ά.τ.
Η
διαφορά ανάμεσα στη διαχείριση της εξουσίας και στην άσκηση πολιτικής
είναι θεμελιώδης, ουσιωδέστατη και καθοριστική της ποιότητας ζωής σε μια
κοινωνία. Κατά κανόνα, τα κόμματα και οι κομματάρχες που δεν έχουν
ακόμα γευθεί την εξουσία διακυβέρνησης, εκφέρουν λόγο με προφανείς
πιστοποιήσεις, κοινότοπες επισημάνσεις συμπτωμάτων: κακοδιοίκησης,
φαυλότητας, διαπλοκής, διαφθοράς, παραλυτικής του κράτους ανικανότητας ή
ασυδοσίας. Ποτέ βέβαια ο λόγος τους δεν προδίδει σοβαρή, επιτελική
μελέτη αυτών των συμπτωμάτων, γι’ αυτό και ποτέ δεν αντιτάσσει
συγκεκριμένες επαγγελίες πολιτικών ενεργημάτων για τη διόρθωση των κακώς
κειμένων. Ο τάχα και πολιτικός λόγος έχει ως καθοριστικό γνώρισμα τις
γενικότητες. Τόσο επιδερμικές και αοριστόλογες γενικότητες, ώστε να
συνιστούν προσβολή και διασυρμό της κοινής λογικής και της συλλογικής
αξιοπρέπειας.
Η
περίπτωση της λεγόμενης Αριστεράς είναι κατεξοχήν προκλητική και
δραματικά αποκαρδιωτική: Η λέξη, στη διεθνή χρήση της, χαρακτηρίζει
εκείνη την πολιτική που δίνει προτεραιότητα στις κοινωνικές ανάγκες, όχι
στα ατομικά συμφέροντα. Εξασφαλίζει η Αριστερά την ελευθερία της
επιχειρηματικής δημιουργικής δραστηριότητας, αλλά ελέγχει τυχόν ασυδοσία
των κεφαλαιούχων, την υπέρμετρη εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας.
Επιδιώκει να χαλιναγωγεί, με θεσμούς και νόμους, την κοινωνική αδικία,
καλλιεργεί, ως πολιτισμική αξία, την αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος,
τη δυνατότητα πρόσβασης όλων σε ιατρο-φαρμακευτική περίθαλψη, σε σύνταξη
κατασφάλισης των γηρατειών, σε Παιδεία οποιασδήποτε βαθμίδας.
Στην
Ελλάδα αυτά τα στοιχεία ταυτότητας της Αριστεράς είναι μόνο ρητορικά
δολώματα για υποκλοπή της ψήφου των αφελών. Πρώτο μέλημα της Αριστεράς
στην Ελλάδα είναι να θωρακίσει συνδικαλιστικά τις μάζες όσων πουλήθηκαν
στα κόμματα για να εξαγοράσουν διορισμό στο Δημόσιο. Οπλα «αγώνων» της
ελλαδικής Αριστεράς είναι οι «απεργίες κοινωνικού κόστους» της
παρασιτικής δημοσιοϋπαλληλίας, οι «πορείες», οι «καταλήψεις», ο
τραμπουκισμός, που μεταβάλλουν σε κόλαση την καθημερινότητα όχι των
εύπορων, αλλά της φτωχολογιάς, των ανήμπορων.
Υπερασπιστής
εδώ η Αριστερά όχι των αδικημένων και στερημένων, αλλά των ψυχανώμαλων
του κοινωνικού περιθωρίου, της προκλητικής σε χυδαιότητα αντικοινωνικής
συμπεριφοράς. Και «χόμπυ» της Αριστεράς, η ανεξήγητη φανατισμένη
αρνησιπατρία, η κατασυκοφάντηση της ιστορίας και της παράδοσης
πολιτισμού των Ελλήνων, η άρνηση, με πείσμα και μένος, της γλωσσικής
συνέχειας, η φανατισμένη υπεράσπιση εξωφρενικών, σε βάρος της Ελλάδας,
διεκδικήσεων των γειτόνων της.
Συμπτώματα
παρακμής σε τελικό στάδιο. Διότι, εναλλακτικό πολιτικό ενδεχόμενο είναι
ο αφασικός χυλός της Ν.Δ.: τα «αναστήματα» Μεϊμαράκη, Αδωνι,
Τζιτζικώστα, ή τα έσχατα λύματα του κόμματος των πρωτουργών της
καταστροφής, προεδρευόμενου σήμερα από την κυρία Φώφη. Ισως να είναι
ίχνος παρηγοριάς η παράδοξη, δυσεξήγητη σύνεση (σχεδόν σοφία) του
πολλαπλά ευτελισμένου λαού μας, που ξέρει ακόμα να φιδοπερπατάει στο
ναρκοπέδιο του πολιτικού μας σκηνικού: Τόλμησε, με απίστευτη
αξιοπρέπεια, ένα «όχι» στον χυδαίο εκβιασμό (Τράπεζες κλειστές -
καταιγισμός απειλών) από την «Ευρώπη των φώτων». Εμπιστεύτηκε ξανά το
ανύπαρκτο φιλότιμο της εκτρωματικής «Αριστεράς» που παραπάνω
περιγράψαμε, ίσως για να δηλώσει, με ρίσκο ζωής ή θανάτου, πόσο
ανυπόφορη τού είναι πια η γαλαζοπράσινη πεθαμενίλα.
Ακόμα και στην επιθανάτια φάση, ένας λαός με ιστορία μπορεί να εκπλήξει.
Έντυπη