Home
Το τελευταίο σημείωμα του Κώστα Καρυωτάκη
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
"Ωρισμένως, κάποτε,
όταν μου δοθεί η ευκαιρία,
θα γράψω τις εντυπώσεις
ενός πνιγμένου"
Ο Κώστας Καρυωτάκης από τον Νίκο Καστανάκη
Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν αποφασισμένος να πεθάνει — περιπαίζοντας ίσως
και τον εαυτό του που, έναν χρόνο νωρίτερα, στο ποίημά του «Ιδανικοί
Αυτόχειρες», έγραφε: «“όλα τελείωσαν” ψιθυρίζουν “τώρα”, / πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος»· εκείνος, όμως, όχι — δεν ανέβαλε. Στις
20 Ιουλίου 1928 απέτυχε μεν να δώσει τέλος στη ζωή του διά του πνιγμού,
αλλά την επομένη, γύρω στη μία το μεσημέρι, ντυμένος με το γαλλικό
κοστούμι του και φορώντας γραβάτα και το ψαθάκι του, εμφανίζεται στο
οπλοπωλείο «Αναγνωστοπούλου» και αγοράζει ένα πιστόλι· λίγο αργότερα,
επιστρέφει στο κατάστημα, διαμαρτύρεται ότι το πιστόλι δεν λειτουργεί·
του εξηγούν ότι δεν είναι προβληματικό — έπρεπε απλώς να απασφαλιστεί…
Κατά τις δύο το μεσημέρι πηγαίνει στο καφενεδάκι «Ουράνιος Κήπος» (η ζωή
γράφει πάντοτε τα καλύτερα σενάρια), πίνει τον καφέ του (άλλοι λένε: τη
βυσσινάδα του), ζητάει χαρτί από τον καταστηματάρχη, καπνίζει το ένα
τσιγάρο μετά το άλλο και γράφει το τελευταίο του σημείωμα. Ύστερα από
περίπου τρεις ώρες, περπατά κάπου 400 μέτρα, φτάνει στην τοποθεσία
«Άγιος Σπυρίδωνας», ξαπλώνει κάτω από έναν ευκάλυπτο και
αυτοπυροβολείται στην καρδιά, αφήνοντας ανέπαφο το ωραίο πρόσωπό του.
Στο σημείο εκείνο, υπάρχει σήμερα μια πινακίδα που φανερώνει την
ανθρώπινη αμηχανία να πει τον θάνατο «θάνατο», αλλά και ερμηνεύει με τον
λιτό της τρόπο την απόφαση του αυτόχειρα: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Ωστόσο, στο σημείωμα που επιμελώς φρόντισε να έχει επάνω του (στο οποίο μάλιστα υποδεικνύει
ποιος
συγκεκριμένος συγγενής του να ειδοποιηθεί), ο Καρυωτάκης επιλέγει να
χρησιμοποιήσει το ρήμα «πληρώνω», αντιμετωπίζοντας την αυτοχειρία (τον
«ατιμωτικό θάνατο»,
όπως γράφει) ως τιμωρία ή ως πράξη θυσίας, με τον τρόπο που οι
Πρωτόπλαστοι τιμωρήθηκαν ή θυσίασαν τον Παράδεισό τους για να γευτούν,
πάντως, το μήλο της γνώσης:
«Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν
έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών
τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία». Και η φράση
αυτή, με κάποιο τρόπο, συμπυκνώνει, θαρρείς, την ελληνική μελαγχολία
του μεσοπολέμου — αλλά και την προσωπική τραγωδία (και απελπισμένη
διαμαρτυρία) ενός ανθρώπου που, διανοούμενος και επαναστάστης στο μυαλό
του, δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την αβάσταχτη υποχρέωση να χωρά στο
πληκτικό μικροαστικό κοστούμι του δημοσίου υπαλλήλου.
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Γυρίζουν τα κλειδιά στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέπτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
(Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
Το τελευταίο σημείωμα του Κώστα Καρυωτάκη
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
«Ωρισμένως, κάποτε,
όταν μου δοθεί η ευκαιρία,
θα γράψω τις εντυπώσεις
ενός πνιγμένου»
Ο Κώστας Καρυωτάκης από τον Νίκο Καστανάκη
Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν αποφασισμένος να πεθάνει — περιπαίζοντας
ίσως και τον εαυτό του που, έναν χρόνο νωρίτερα, στο ποίημά του
«Ιδανικοί Αυτόχειρες», έγραφε: «
“όλα τελείωσαν” ψιθυρίζουν “τώρα”, / πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος»· εκείνος, όμως, όχι — δεν ανέβαλε.
Στις
20 Ιουλίου 1928 απέτυχε μεν να δώσει τέλος στη ζωή του διά του πνιγμού,
αλλά την επομένη, γύρω στη μία το μεσημέρι, ντυμένος με το γαλλικό
κοστούμι του και φορώντας γραβάτα και το ψαθάκι του, εμφανίζεται στο
οπλοπωλείο «Αναγνωστοπούλου» και αγοράζει ένα πιστόλι· λίγο αργότερα,
επιστρέφει στο κατάστημα, διαμαρτύρεται ότι το πιστόλι δεν λειτουργεί·
του εξηγούν ότι δεν είναι προβληματικό — έπρεπε απλώς να απασφαλιστεί…
Κατά τις δύο το μεσημέρι πηγαίνει στο καφενεδάκι «Ουράνιος Κήπος» (η ζωή
γράφει πάντοτε τα καλύτερα σενάρια), πίνει τον καφέ του (άλλοι λένε: τη
βυσσινάδα του), ζητάει χαρτί από τον καταστηματάρχη, καπνίζει το ένα
τσιγάρο μετά το άλλο και γράφει το τελευταίο του σημείωμα. Ύστερα από
περίπου τρεις ώρες, περπατά κάπου 400 μέτρα, φτάνει στην τοποθεσία
«Άγιος Σπυρίδωνας», ξαπλώνει κάτω από έναν ευκάλυπτο και
αυτοπυροβολείται στην καρδιά, αφήνοντας ανέπαφο το ωραίο πρόσωπό του.
Στο σημείο εκείνο, υπάρχει σήμερα μια πινακίδα που φανερώνει την
ανθρώπινη αμηχανία να πει τον θάνατο «θάνατο», αλλά και ερμηνεύει με τον
λιτό της τρόπο την απόφαση του αυτόχειρα:
«Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Ωστόσο, στο σημείωμα που επιμελώς φρόντισε να έχει επάνω του (στο οποίο μάλιστα υποδεικνύει
ποιος
συγκεκριμένος συγγενής του να ειδοποιηθεί), ο Καρυωτάκης επιλέγει να
χρησιμοποιήσει το ρήμα «πληρώνω», αντιμετωπίζοντας την αυτοχειρία (τον
«ατιμωτικό θάνατο»,
όπως γράφει) ως τιμωρία ή ως πράξη θυσίας, με τον τρόπο που οι
Πρωτόπλαστοι τιμωρήθηκαν ή θυσίασαν τον Παράδεισό τους για να γευτούν,
πάντως, το μήλο της γνώσης:
«Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν
έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών
τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία». Και η φράση
αυτή, με κάποιο τρόπο, συμπυκνώνει, θαρρείς, την ελληνική μελαγχολία
του μεσοπολέμου — αλλά και την προσωπική τραγωδία (και απελπισμένη
διαμαρτυρία) ενός ανθρώπου που, διανοούμενος και επαναστάστης στο μυαλό
του, δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την αβάσταχτη υποχρέωση να χωρά στο
πληκτικό μικροαστικό κοστούμι του δημοσίου υπαλλήλου.
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Γυρίζουν τα κλειδιά στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέπτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
(Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
Σιφυλιδικός,
κλινικά καταθλιπτικός, ανίκανος να αγαπήσει — πολύ μελάνι έχει χυθεί
για το ψυχολογικό πορτρέτο του ιδανικού αυτόχειρα Kώστα Καρυωτάκη (30
Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928), του μικρού το δέμας και του πλήρους
πάθους λογοτέχνη, του ποιητή που αγάπησε τους καταραμένους Γάλλους, αλλά
δεν κατάφερε να αρνηθεί, όπως εκείνοι, τις κοινωνικές συμβάσεις, ο
οποίος από τα 32 μόλις χρόνια που έζησε, τα μισά (ήδη από τα 16 του)
δημοσίευε ποιήματα. Κορυφαία μορφή του αθηναϊκού νεορομαντισμού,
πρωτοποριακός ποιητής, αλλά και πεζογράφος και μεταφραστής (δείτε,
εδώ, τα Άπαντά του — ή, ακόμη καλύτερα, αναζητήστε την πλέον αξιόπιστη έκδοση
Άπαντα τα ευρισκόμενα,
επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Ερμής 1984), σε ολόκληρη τη ζωή του δεν έπαψε
επίσης ποτέ να ασχολείται με τη σκιτσογραφία. Κι ακόμη, λες και
επιχειρούσε να ισορροπήσει το «πολλαπλό του είδωλο», τη χρονιά που
κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική συλλογή του
Ο πόνος του ανθρώπου και των
πραγμάτων (1919) εξέδωσε, μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη, και το σατιρικό περιοδικό
Γάμπα,
το οποίο γνώρισε μεν επιτυχία αλλά δεν έμελλε να διαφύγει της προσοχής
της λογοκρισίας (που θα το απαγόρευε ως άσεμνο) παρά μόνο για έξι τεύχη,
ενώ το 1921 που εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του
Νηπενθή, έγραψε μαζί με τον Σακελλαριάδη τη θεατρική επιθεώρηση
Πελ-Μελ, η οποία δεν επρόκειτο να παρασταθεί ποτέ. Το 1927 δημοσίευσε την τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του
Ελεγεία και Σάτιρες· την επόμενη χρονιά, μετατίθεται δυσμενώς (λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης) στον τελευταίο τόπο κατοικίας του: την Πρέβεζα.
Το τελευταίο του σημείωμα, το είχε «προοικονομήσει», το είχε ήδη
περιγράψει, στους «Ιδανικούς Αυτόχειρες», την προηγούμενη του θανάτου
του χρονιά: «
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,/ αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο / για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει». Και
ταυτόχρονα, το ΥΓ του πραγματικού τελευταίου αυτού σημειώματος λες και
εκφράζει την ανάγκη του να συνδεθεί με τη ζωή, παρόλο που πορευόταν στον
δρόμο δίχως επιστροφή του αυτόχειρα (δεδομένου ότι είχε αποφασίσει
τρόπο που δεν άφηνε περιθώριο αποτυχίας)· το ΥΓ αυτό ξεκινά:
«Και για ν’ αλλάξουμε τόνο», με το ύφος χαλαρής καθημερινής κουβέντας. Και κλείνει με φλεγματικό χιούμορ υψηλής αξίας:
«Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
Ο Τέλλος Άγρας, επιχειρώντας να εξηγήσει τη ροπή του Καρυωτάκη προς
τη σάτιρα στην τελευταία του συλλογή, είχε γράψει: «Ποιο συναίσθημα
περιμένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήσει να ζει και δεν συντριβεί, ύστερα
απ’ την απογοήτευση την πλέον οριστική; Η σάτιρα». Ο Καρυωτάκης, με το
τελευταίο του σημείωμα, σαν να του απαντά, αφοπλιστικά, από τον τάφο: η
διακωμώδηση, η παρώδηση, η ειρωνεία, ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός
είναι τρόπος να ζεις και να πεθαίνεις — αν και τίποτα δεν είναι
οριστικό…
[ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ]
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία
μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η
νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις
συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία
όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή
ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για
το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε
πραγματικότης μού ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον
κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς
εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των
δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους
βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς
απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι
έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς
μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν
άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να
προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός
Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν’
αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε
ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες,
εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να
καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε,
όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
Αυτοπροσωπογραφία
* * *
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα
στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»
(Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
http://dimartblog.com