Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015
Η Ευρώπη δεν θα χάσει την ψυχή της
Δεν υπήρξε ποτέ μετά τον Πόλεμο φοβερότερη πρόκληση για τη Δύση από
την απειλή (κι από χθες επίθεση) της τρομοκρατίας των τζιχαντιστών.
Δεν είναι μόνο ότι πολεμούν τις αξίες μας: την ελευθερία, την ανεκτικότητα, τα δικαιώματα και την ισότητα, τον ορθό λόγο, το δικαίωμα να διαφέρουμε, να ερωτευόμαστε, να βλασφημούμε και να αμφισβητούμε.
Δεν είναι μόνο ότι ο αντίπαλος είναι αόρατος, είναι παντού και πουθενά, ζει ανάμεσά μας.
Δεν είναι ότι κι η τελειότερη αμυντική τεχνολογία είναι άχρηστη απέναντι σε έναν φανατικό αποφασισμένο να γίνει ανθρώπινη βόμβα.
Είναι κυρίως ότι ο πόλεμός τους στοχεύει στην Αχίλλειο πτέρνα της δυτικής δημοκρατίας –την ανεκτικότητα, την πολυφυλετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα.
Εκατομμύρια μουσουλμάνοι και άνθρωποι αραβικής και αφρικανικής καταγωγής ζουν στην Ευρώπη, ειρηνικά, σεβόμενοι το κράτος δικαίου. Χωρίς μεγαλύτερη τάση να επιβάλουν στους άλλους τη θρησκεία και τις αντιλήψεις τους από ό,τι οποιοσδήποτε θρησκευόμενος χριστιανός.
Οι ισλαμοφασίστες επιδιώκουν να πυροδοτήσουν τις διακρίσεις, το racial profiling, την ξενοφοβία, τα προληπτικά αστυνομικά μέτρα εις βάρος των μουσουλμάνων που ζουν στην Ευρώπη, για να προκαλέσουν τη ριζοσπαστικοποίηση και τελικά στράτευσή τους στις τάξεις της τρομοκρατίας. Φαντασιώνονται τζιχάντ σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Το κόστος αυτού του πολέμου θα το υποστούν κυρίως οι αδύναμοι, κι εκείνοι στους οποίους δοκιμάζονται τα όρια της ανοιχτής Ευρώπης: οι μουσουλμάνοι πολίτες και μετανάστες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι δυστυχισμένοι πρόσφυγες που καταφτάνουν στις ακτές μας για να γλυτώσουν τη βαρβαρότητα των τζιχαντιστών στις χώρες προέλευσής τους.
Οι αξίες και ο τρόπος ζωής μας θα δοκιμαστεί. Οι δημοκρατίες μας θα πρέπει να χαράξουν μια νέα αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, που θα έχει κόστος για τις ελευθερίες.
Όμως η Ευρώπη δεν πρέπει να γίνει στρατοπεδική κοινωνία και αστυνομικό κράτος, γιατί τότε θα έχει χάσει την ψυχή της. Δεν πρέπει να παραδοθεί στους ξενόφοβους και ακροδεξιούς που ονειρεύονται ομοιογενείς κοινωνίες. Αυτό θα ήταν ο θρίαμβος των φασιστών της τζιχάντ.
Η Ευρώπη δεν είναι πια ίδια μετά την 13η Νοεμβρίου, αλλά οι αξίες της θα νικήσουν. Το Παρίσι θα παραμείνει η πόλη του φωτός.
Γιώργος Παγουλάτος
protagon.gr
Δεν είναι μόνο ότι πολεμούν τις αξίες μας: την ελευθερία, την ανεκτικότητα, τα δικαιώματα και την ισότητα, τον ορθό λόγο, το δικαίωμα να διαφέρουμε, να ερωτευόμαστε, να βλασφημούμε και να αμφισβητούμε.
Δεν είναι μόνο ότι ο αντίπαλος είναι αόρατος, είναι παντού και πουθενά, ζει ανάμεσά μας.
Δεν είναι ότι κι η τελειότερη αμυντική τεχνολογία είναι άχρηστη απέναντι σε έναν φανατικό αποφασισμένο να γίνει ανθρώπινη βόμβα.
Είναι κυρίως ότι ο πόλεμός τους στοχεύει στην Αχίλλειο πτέρνα της δυτικής δημοκρατίας –την ανεκτικότητα, την πολυφυλετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα.
Εκατομμύρια μουσουλμάνοι και άνθρωποι αραβικής και αφρικανικής καταγωγής ζουν στην Ευρώπη, ειρηνικά, σεβόμενοι το κράτος δικαίου. Χωρίς μεγαλύτερη τάση να επιβάλουν στους άλλους τη θρησκεία και τις αντιλήψεις τους από ό,τι οποιοσδήποτε θρησκευόμενος χριστιανός.
Οι ισλαμοφασίστες επιδιώκουν να πυροδοτήσουν τις διακρίσεις, το racial profiling, την ξενοφοβία, τα προληπτικά αστυνομικά μέτρα εις βάρος των μουσουλμάνων που ζουν στην Ευρώπη, για να προκαλέσουν τη ριζοσπαστικοποίηση και τελικά στράτευσή τους στις τάξεις της τρομοκρατίας. Φαντασιώνονται τζιχάντ σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Το κόστος αυτού του πολέμου θα το υποστούν κυρίως οι αδύναμοι, κι εκείνοι στους οποίους δοκιμάζονται τα όρια της ανοιχτής Ευρώπης: οι μουσουλμάνοι πολίτες και μετανάστες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι δυστυχισμένοι πρόσφυγες που καταφτάνουν στις ακτές μας για να γλυτώσουν τη βαρβαρότητα των τζιχαντιστών στις χώρες προέλευσής τους.
Οι αξίες και ο τρόπος ζωής μας θα δοκιμαστεί. Οι δημοκρατίες μας θα πρέπει να χαράξουν μια νέα αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, που θα έχει κόστος για τις ελευθερίες.
Όμως η Ευρώπη δεν πρέπει να γίνει στρατοπεδική κοινωνία και αστυνομικό κράτος, γιατί τότε θα έχει χάσει την ψυχή της. Δεν πρέπει να παραδοθεί στους ξενόφοβους και ακροδεξιούς που ονειρεύονται ομοιογενείς κοινωνίες. Αυτό θα ήταν ο θρίαμβος των φασιστών της τζιχάντ.
Η Ευρώπη δεν είναι πια ίδια μετά την 13η Νοεμβρίου, αλλά οι αξίες της θα νικήσουν. Το Παρίσι θα παραμείνει η πόλη του φωτός.
Γιώργος Παγουλάτος
protagon.gr
To σκίτσο “γροθιά στο στομάχι” του Αρκά για το τρομοκρατικό χτύπημα του Παρισιού …
Με ένα σκίτσο όπου η Γαλλική σημαία σύμβολο του διαφωτισμού βάφετε με
αίμα ήταν ο καλλιτεχνικός τρόπος αντίδρασης του Αρκά, η θέση του στο
τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα εναντίον όλου του δυτικού κόσμου.
Το σκότος και το φως
Ήρθε λοιπόν πιο κοντά μας το μαύρο σκοτάδι του φανατισμού - και απλώθηκε πάνω από την «Πόλη του Φωτός».
Αυτή είναι νέα κήρυξη πολέμου. Μπορεί να μη νιώσαμε την πρώτη, της 11/9 (μερικοί ανεγκέφαλοι χάρηκαν κιόλας που χτυπήθηκαν οι Αμερικανοί) αλλά τώρα μας αφορά άμεσα.
Η Γαλλία είναι η χώρα που μας έδωσε τον Διαφωτισμό, τη σύγχρονη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα. Είναι η πατρίδα από όπου ξεκίνησε η ελληνική Επανάσταση. Όποιος χτυπάει τη Γαλλία, χτυπάει όλους μας.
Και να μην ξανακούσω την ηλίθια δικαιολογία ότι και για τους τζιχαντιστές φταίει η Δύση. (Τη λένε αυτοί που άλλωστε υποστηρίζουν πως για όλα φταίει η Δύση). Καμία Δύση δεν είπε στους τζιχαντιστές να γίνουν βάρβαροι, να εξολοθρεύουν αμάχους, να αποκεφαλίζουν αιχμαλώτους, να καταστρέφουν έργα τέχνης, να εξανδραποδίζουν πληθυσμούς.
Κάθε θρησκεία, όταν κατάλληλα διαστραφεί, γίνεται κήρυγμα μίσους. Ακόμα και η θρησκεία της αγάπης μας έδωσε τις Σταυροφορίες, την Ιερά Εξέταση και τους «δεκάκις μύριους» νεκρούς της Εικονομαχίας. Η πίστη εύκολα γίνεται πάθος και η προσήλωση φανατισμός.
Αλλά το ότι σήμερα, στον 21ο αιώνα, θα βλέπαμε φαινόμενα της «Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου» (όπου οι Γάλλοι καθολικοί έσφαξαν τους προτεστάντες), ότι θα πηγαίναμε δηλαδή έξι αιώνες πίσω στο σκότος μοιάζει απίθανο και είναι απάνθρωπο.
Η σκέψη μας στη Γαλλία και στο φως. Δεν πρέπει να σβήσει ούτε να δύσει. Κατακτήθηκε με αγώνες και θυσίες, ο σεβασμός στην ταυτότητα του Άλλου και στα δικαιώματά του. Είναι η κορύφωση του δυτικού πολιτισμού – ο Παρθενώνας του. Και πρέπει να μείνει ψηλά, όρθιος και να ακτινοβολεί!
Νίκος Δήμου, protagon.gr
Αυτή είναι νέα κήρυξη πολέμου. Μπορεί να μη νιώσαμε την πρώτη, της 11/9 (μερικοί ανεγκέφαλοι χάρηκαν κιόλας που χτυπήθηκαν οι Αμερικανοί) αλλά τώρα μας αφορά άμεσα.
Η Γαλλία είναι η χώρα που μας έδωσε τον Διαφωτισμό, τη σύγχρονη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα. Είναι η πατρίδα από όπου ξεκίνησε η ελληνική Επανάσταση. Όποιος χτυπάει τη Γαλλία, χτυπάει όλους μας.
Και να μην ξανακούσω την ηλίθια δικαιολογία ότι και για τους τζιχαντιστές φταίει η Δύση. (Τη λένε αυτοί που άλλωστε υποστηρίζουν πως για όλα φταίει η Δύση). Καμία Δύση δεν είπε στους τζιχαντιστές να γίνουν βάρβαροι, να εξολοθρεύουν αμάχους, να αποκεφαλίζουν αιχμαλώτους, να καταστρέφουν έργα τέχνης, να εξανδραποδίζουν πληθυσμούς.
Κάθε θρησκεία, όταν κατάλληλα διαστραφεί, γίνεται κήρυγμα μίσους. Ακόμα και η θρησκεία της αγάπης μας έδωσε τις Σταυροφορίες, την Ιερά Εξέταση και τους «δεκάκις μύριους» νεκρούς της Εικονομαχίας. Η πίστη εύκολα γίνεται πάθος και η προσήλωση φανατισμός.
Αλλά το ότι σήμερα, στον 21ο αιώνα, θα βλέπαμε φαινόμενα της «Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου» (όπου οι Γάλλοι καθολικοί έσφαξαν τους προτεστάντες), ότι θα πηγαίναμε δηλαδή έξι αιώνες πίσω στο σκότος μοιάζει απίθανο και είναι απάνθρωπο.
Η σκέψη μας στη Γαλλία και στο φως. Δεν πρέπει να σβήσει ούτε να δύσει. Κατακτήθηκε με αγώνες και θυσίες, ο σεβασμός στην ταυτότητα του Άλλου και στα δικαιώματά του. Είναι η κορύφωση του δυτικού πολιτισμού – ο Παρθενώνας του. Και πρέπει να μείνει ψηλά, όρθιος και να ακτινοβολεί!
Νίκος Δήμου, protagon.gr
Αποψη: Για το Παρίσι, την συλλογική μας Οκτάνα
Τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι
Οποιος εχει περπατήσει νύχτα στις ανοιχτές παρισινες λεωφόρους και τις γέφυρες του Σηκουάνα, την ώρα που τα πιτσιρικια παίζουν μουσικές και φλερτάρουν στις όχθες του, αψηφώντας τις παραδοσιακές διαμάχες ("ποιά ειναι πιο ζωντανή, η Ριβ Γκος;"), ξέρει οτι η πόλη αυτη ειναι συνώνυμη του έρωτα και της ζωής.
Καθε στερεότυπο υποχωρεί κι ατονεί μπροστά σε αυτον τον αέναο ύμνο στις αισθήσεις: μουσικές αφρικανικές και σανσον, μυρωδιές μπαγκέτας και φελαφελ, κομψές αρχιτεκτονικές Οσμαν και Ζαχα Χαντιντ, το Ορσε και το Λούβρο και το Μπρανλι κι οι υπέροχες αυτοσχέδιες μόδες στους δρόμους που γίνονται πασαρέλα αληθινής ομορφιάς, συγκινητικης νιότης.
Ολα αυτα βρέθηκαν χθες στο στόχαστρο των δραστών. Κι αυτο δεν αφορά μονο τους κατοίκους της πόλης, αφορά όλους μας, όσους θεωρούμε οτι το Παρισι ειναι η χειροπιαστή ουτοπία μας, ένας τόπος, στον οποίο καποτε μπορούμε κι εμείς να ζήσουμε, εστω για λίγες μερες, ως τουρίστες. Το Παρισι ειναι η Οκτανα μας, "μεταίχμιο της Γης και του Ουρανού".
Το σοκ ειναι μεγαλο και καλυτερα να αποφύγουμε τωρα, τις πρώτες ωρες, όσο αυτη η μητρόπολη πενθεί ακομη νέα παιδια, τις αναλύσεις για το το σημαίνει αυτη η επιθεση και τι συνέπειες θα εχει για την αιςθηςη φόβου σε όλη την Ευρωπη, την ενθαρρυνση του Ισλαμικου Κράτους, την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας παντου, την περιστολή των ελευθεριών, την γιγαντωση της ισλαμοφοβίας και την μετεξέλιξη της μπροσφυγικής κρισης, την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Αυτο που προέχει ειναι η συμπαράσταση στους φίλους μας που ζουν στο Παρισι κι αυτήν τη στιγμή ειναι τρομοκρατημενοι κι η προστασία μιας πόλης-σύμβολου ενος συγκεκριμένου, δικού μας εν τελει, τρόπου ζωής.
ΧΕΝΙΑ ΚΟΥΝΑΛΑΚΗ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Οποιος εχει περπατήσει νύχτα στις ανοιχτές παρισινες λεωφόρους και τις γέφυρες του Σηκουάνα, την ώρα που τα πιτσιρικια παίζουν μουσικές και φλερτάρουν στις όχθες του, αψηφώντας τις παραδοσιακές διαμάχες ("ποιά ειναι πιο ζωντανή, η Ριβ Γκος;"), ξέρει οτι η πόλη αυτη ειναι συνώνυμη του έρωτα και της ζωής.
Καθε στερεότυπο υποχωρεί κι ατονεί μπροστά σε αυτον τον αέναο ύμνο στις αισθήσεις: μουσικές αφρικανικές και σανσον, μυρωδιές μπαγκέτας και φελαφελ, κομψές αρχιτεκτονικές Οσμαν και Ζαχα Χαντιντ, το Ορσε και το Λούβρο και το Μπρανλι κι οι υπέροχες αυτοσχέδιες μόδες στους δρόμους που γίνονται πασαρέλα αληθινής ομορφιάς, συγκινητικης νιότης.
Ολα αυτα βρέθηκαν χθες στο στόχαστρο των δραστών. Κι αυτο δεν αφορά μονο τους κατοίκους της πόλης, αφορά όλους μας, όσους θεωρούμε οτι το Παρισι ειναι η χειροπιαστή ουτοπία μας, ένας τόπος, στον οποίο καποτε μπορούμε κι εμείς να ζήσουμε, εστω για λίγες μερες, ως τουρίστες. Το Παρισι ειναι η Οκτανα μας, "μεταίχμιο της Γης και του Ουρανού".
Το σοκ ειναι μεγαλο και καλυτερα να αποφύγουμε τωρα, τις πρώτες ωρες, όσο αυτη η μητρόπολη πενθεί ακομη νέα παιδια, τις αναλύσεις για το το σημαίνει αυτη η επιθεση και τι συνέπειες θα εχει για την αιςθηςη φόβου σε όλη την Ευρωπη, την ενθαρρυνση του Ισλαμικου Κράτους, την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας παντου, την περιστολή των ελευθεριών, την γιγαντωση της ισλαμοφοβίας και την μετεξέλιξη της μπροσφυγικής κρισης, την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Αυτο που προέχει ειναι η συμπαράσταση στους φίλους μας που ζουν στο Παρισι κι αυτήν τη στιγμή ειναι τρομοκρατημενοι κι η προστασία μιας πόλης-σύμβολου ενος συγκεκριμένου, δικού μας εν τελει, τρόπου ζωής.
ΧΕΝΙΑ ΚΟΥΝΑΛΑΚΗ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η Ευρώπη του φόβου είναι εδώ
Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τις Ηνωμένες
Πολιτείες ήταν μια Τετάρτη του Νοεμβρίου του 2000. Ηταν η επομένη των
αμερικανικών εκλογών. Από το Ελληνικό είχα πετάξει ξημερώματα με νικητή
πρόεδρο τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ. Στο Φιουμιντσίνο όπου θα έπαιρνα την
ανταπόκριση, κάποιες τηλεοράσεις έδειχναν νικητή πρόεδρο τον Αλ Γκορ.
Οταν πια έφθασα στο Μαϊάμι - εκεί όπου συμπτωματικά δεν έγινε ποτέ
επανακαταμέτρηση ψήφων και όλα κρίθηκαν - νικητής ήταν πια ο Τζορτζ
Μπους. Όλα είχαν τη σημασία τους. Γιατί την επόμενη φορά που επισκέφτηκα
την Αμερική ήταν πια μια άλλη χώρα. Φοβισμένη, για εκείνην όλοι ήμασταν
πια κατ’ αρχήν εχθροί, που έπρεπε να αποδείξουμε τις καλές μας
προθέσεις.
Βλέπετε είχε μεσολαβήσει η 11η Σεπτεμβρίου 2001, τα τρομοκρατικά χτυπήματα σε μια χώρα με ηγέτη έναν μέτριο πολιτικό – και άρα ανεπαρκή ηγέτη εν τέλει – που όπως υπαινίσσεται τώρα ο πατέρας του, τον έκαναν ό,τι ήθελαν κάτι πολεμοκάπηλοι σαν τον Ντικ Τσέινι και τον Ντόναλντ Ράμσφελντ.
Στην Αμερική που υμνείται ως η χώρα των ελεύθερων, καθιερώθηκαν νόμοι που επέτρεπαν στο κράτος να καταπατά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και μόνο στην υποψία ότι μπορεί να έχεις μιλήσει με έναν ύποπτο Αραβα. Το ταξίδι με το αεροπλάνο έγινε μια διαδικασία που έφτανε στα όρια του δημόσιου εξευτελισμού. Το ίδιο και η συνέντευξη στο περιβόητο immigration.
Και μαζί με την Αμερική θα άλλαζε και ο υπόλοιπος κόσμος. Η ασύμμετρη βία που χτύπησε τότε τη Νέα Υόρκη και το Πεντάγωνο, χτύπησε αντανακλαστικά το Αφγανιστάν και μετά το Ιράκ. Και μετά άλλα αντανακλαστικά χτυπήματα – ποιος ξεχνά τη Μαδρίτη το 2004 και το Λονδίνο το 2005; - σε έναν κόσμο που αδυνατεί να καταλάβει τι φταίει και παρά τα διδάγματα του 20ου αιώνα έγινε ξανά έτσι αβασάνιστα ένα κρεοπωλείο ανθρώπινων ζωών.
Από την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη δική της 11η Σεπτεμβρίου, το σημείο καμπής που σίγουρα θα την αλλάξει. Θα γίνουμε όλοι πιο φοβισμένοι – αν δεν έχουμε ήδη γίνει. Ισως να κλείσουν οριστικά τα σύνορα και σύντομα οι ανέσεις της Συνθήκης Σέγκεν να είναι μια ανάμνηση – ήδη στα σύνορα της Γαλλίας με την Ιταλία γίνονται πλέον έλεγχοι. Οι πρόσφυγες θα γίνουν από άνθρωποι, ύποπτοι - ήδη ο καταυλισμός προσφύγων στο Καλαί πυρπολήθηκε από αγνώστους.
Είναι η ώρα που οι Ευρωπαίοι τρομαγμένοι θα κοιτάξουμε προς τους ηγέτες μας, όπως οι Αμερικανοί κοίταξαν κάποτε τον δικό τους και είδαν έναν σαστισμένο ανθρωπάκο με δυο γεράκια δίπλα του. Ηταν ιστορική ατυχία.
Αυτοί οι ευρωπαίοι ηγέτες, ο Ολάντ, η Μέρκελ, ο Ρέντσι, ο Ραχόι, ο δικός μας ο Τσίπρας θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η ώρα των τακτικισμών, των κοντόφθαλμων πολιτικών και των άναρθρων συνθημάτων έχει ήδη περάσει. Είναι η ώρα να σταθούν στο ύψος περιστάσεων που και οι ίδιοι μάλλον δεν φαντάζονταν ότι θα συναντούσαν όταν αποφάσιζαν να ηγηθούν των λαών τους. Είναι η ιστορική ώρα που η Ευρώπη θα κληθεί να νικήσει τον φόβο ή να νικηθεί από αυτόν.
Δεν είναι απλό πράγμα. Η συμπαγής Αμερική χρειάστηκε μια δεκαετία και έναν Ομπάμα για να συνέλθει κάπως.
Η Ευρώπη της οποίας οι ηγέτες δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, πώς θα εμπιστευτεί τον ίδιο της τον εαυτό για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Μπορεί αυτό το πολιτικό δυναμικό να την οδηγήσει στη νέα εποχή που εγκαινιάστηκε βίαια τη νύχτα της Παρασκευής στο Παρίσι; Διότι αν νικήσει ο φόβος, η Ευρώπη δεν θα γίνει πιο αμείλικτη όπως έγινε η Αμερική. Αν νικήσει ο φόβος η Ευρώπη απλά θα διαλυθεί.
Βλέπετε είχε μεσολαβήσει η 11η Σεπτεμβρίου 2001, τα τρομοκρατικά χτυπήματα σε μια χώρα με ηγέτη έναν μέτριο πολιτικό – και άρα ανεπαρκή ηγέτη εν τέλει – που όπως υπαινίσσεται τώρα ο πατέρας του, τον έκαναν ό,τι ήθελαν κάτι πολεμοκάπηλοι σαν τον Ντικ Τσέινι και τον Ντόναλντ Ράμσφελντ.
Στην Αμερική που υμνείται ως η χώρα των ελεύθερων, καθιερώθηκαν νόμοι που επέτρεπαν στο κράτος να καταπατά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και μόνο στην υποψία ότι μπορεί να έχεις μιλήσει με έναν ύποπτο Αραβα. Το ταξίδι με το αεροπλάνο έγινε μια διαδικασία που έφτανε στα όρια του δημόσιου εξευτελισμού. Το ίδιο και η συνέντευξη στο περιβόητο immigration.
Και μαζί με την Αμερική θα άλλαζε και ο υπόλοιπος κόσμος. Η ασύμμετρη βία που χτύπησε τότε τη Νέα Υόρκη και το Πεντάγωνο, χτύπησε αντανακλαστικά το Αφγανιστάν και μετά το Ιράκ. Και μετά άλλα αντανακλαστικά χτυπήματα – ποιος ξεχνά τη Μαδρίτη το 2004 και το Λονδίνο το 2005; - σε έναν κόσμο που αδυνατεί να καταλάβει τι φταίει και παρά τα διδάγματα του 20ου αιώνα έγινε ξανά έτσι αβασάνιστα ένα κρεοπωλείο ανθρώπινων ζωών.
Από την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη δική της 11η Σεπτεμβρίου, το σημείο καμπής που σίγουρα θα την αλλάξει. Θα γίνουμε όλοι πιο φοβισμένοι – αν δεν έχουμε ήδη γίνει. Ισως να κλείσουν οριστικά τα σύνορα και σύντομα οι ανέσεις της Συνθήκης Σέγκεν να είναι μια ανάμνηση – ήδη στα σύνορα της Γαλλίας με την Ιταλία γίνονται πλέον έλεγχοι. Οι πρόσφυγες θα γίνουν από άνθρωποι, ύποπτοι - ήδη ο καταυλισμός προσφύγων στο Καλαί πυρπολήθηκε από αγνώστους.
Είναι η ώρα που οι Ευρωπαίοι τρομαγμένοι θα κοιτάξουμε προς τους ηγέτες μας, όπως οι Αμερικανοί κοίταξαν κάποτε τον δικό τους και είδαν έναν σαστισμένο ανθρωπάκο με δυο γεράκια δίπλα του. Ηταν ιστορική ατυχία.
Αυτοί οι ευρωπαίοι ηγέτες, ο Ολάντ, η Μέρκελ, ο Ρέντσι, ο Ραχόι, ο δικός μας ο Τσίπρας θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η ώρα των τακτικισμών, των κοντόφθαλμων πολιτικών και των άναρθρων συνθημάτων έχει ήδη περάσει. Είναι η ώρα να σταθούν στο ύψος περιστάσεων που και οι ίδιοι μάλλον δεν φαντάζονταν ότι θα συναντούσαν όταν αποφάσιζαν να ηγηθούν των λαών τους. Είναι η ιστορική ώρα που η Ευρώπη θα κληθεί να νικήσει τον φόβο ή να νικηθεί από αυτόν.
Δεν είναι απλό πράγμα. Η συμπαγής Αμερική χρειάστηκε μια δεκαετία και έναν Ομπάμα για να συνέλθει κάπως.
Η Ευρώπη της οποίας οι ηγέτες δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, πώς θα εμπιστευτεί τον ίδιο της τον εαυτό για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Μπορεί αυτό το πολιτικό δυναμικό να την οδηγήσει στη νέα εποχή που εγκαινιάστηκε βίαια τη νύχτα της Παρασκευής στο Παρίσι; Διότι αν νικήσει ο φόβος, η Ευρώπη δεν θα γίνει πιο αμείλικτη όπως έγινε η Αμερική. Αν νικήσει ο φόβος η Ευρώπη απλά θα διαλυθεί.
Πάνος Παπαδόπουλος, protagon.gr
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015
Δημήτρης Νόλλας: Αν ζούμε σήμερα σαν υποκριτές, αύριο θα ζήσουμε σαν θύματα
Ο συγγραφέας που απέσπασε το Κρατικό
Βραβείο Μυθιστορήματος μιλάει στο «Βήμα» για το έργο και τα επόμενα
βιβλία του, την πραγματικότητα της κοινωνίας και την ιδέα της πατρίδας,
το ελληνικό πάθος για την ελευθερία αλλά και την εθνική μας «φαγωμάρα»
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 22/03/2015 05:45
Ο Δημήτρης Νόλλας μετράει τα λόγια του όπως μετράει τις
λέξεις του. Τις προάλλες τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος
2014 για «Το ταξίδι στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε το 2013 από τον Ικαρο,
ένα βιβλίο που η κριτική επιτροπή ενέταξε στην παράδοση της
«ελληνογνωσίας».
Ευκαιρίας δοθείσης, λοιπόν, συναντήθηκε με «Το Βήμα» στην οδό Βουλής, στο βιβλιοπωλείο των ιστορικών εκδόσεων, κοντά στο Σύνταγμα, και μίλησε για τα σαράντα (και πλέον) χρόνια της λογοτεχνικής παρουσίας του λίγο προτού εγκαταλείψει την πρωτεύουσα για το ησυχαστήριό του.
«Η Γλώσσα Σκοπέλου είναι μια ήσυχη μικρή κοινότητα όπου περνώ μεγάλο μέρος του χρόνου μου, συχνά και τον χειμώνα. Συλλέγω καρπούς και σκαλίζω ένα μποστάνι, όπως κι ένα πάκο σελίδες Α4, αφιερώνοντας και στις τρεις αυτές ασχολίες τον λιγότερο δυνατό χρόνο» εξήγησε ο 75χρονος δραμινός συγγραφέας.
Διακρίσεις έχει λάβει ουκ ολίγες στο παρελθόν τόσο για την πυκνή, υπαινικτική γραφή των διηγημάτων του - Το τρυφερό δέρμα (Καστανιώτης, 1982) απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, ενώ Ο παλαιός εχθρός (Καστανιώτης, 2004) το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών - όσο και για το σύντομο βιβλίο Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα (Καστανιώτης, 1992) που του χάρισε το πρώτο του Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (διαδραματίζεται στην Καβάλα της δεκαετίας του 1940 και θίγει τη «φαγωμάρα» στην Αντίσταση).
Το ταξίδι στην Ελλάδα είναι, όπως αποκάλυψε, το πρώτο μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας «με τον γενικό τίτλο "Δύσκολοι καιροί" η οποία καλύπτει 70 χρόνια νεοελληνικής ιστορίας από το σημαδιακό 1943, έτος που αρχίζει η εμφύλια ανθρωποφαγία, και συνεχίζεται με τα "Μάρμαρα στη μέση" (σ.σ.: εντός του 2015 από τον Ικαρο) στην καρδιά της φούσκας στα τέλη του περασμένου αιώνα. Το τρίτο μέρος θα φτάνει στις μέρες μας. Μερικοί από τους χαρακτήρες πηγαινοέρχονται από το ένα βιβλίο στο άλλο, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι ενόσω είναι ακόμη ζωντανοί».
Το καλό δίηγημα και η γλώσσα
Τι σηματοδότησε όμως το πρόσφατο βραβείο; Κάτι σωρευτικό, ας πούμε, ή εξακολουθεί να βλέπει το καθένα ξεχωριστά; «"Σωρευτικά"
ή "καθένα ξεχωριστά", κανένα βραβείο δεν έχει τη δύναμη να κάνει εκείνο
το ακοίμητο και ανελέητο ανθρωπάκι, να κάνει τον ενοχλητικό μέσα εαυτό
μας να το βουλώσει και να σταματήσει να αμφιβάλλει διαρκώς αν αξίζουν
κάτι όλα αυτά που έχουμε δημιουργήσει στη ζωή μας, κάποια απ' αυτά
τουλάχιστον» αποκρίθηκε.
Πότε είναι καλό ένα διήγημα και μάλιστα ένα διήγημα γραμμένο στην ελληνική γλώσσα; Και τι πρέπει να έχει μια ιδέα ή μια ιστορία για να την «τραβήξει» ο ίδιος λίγο παραπάνω; «Δεν "τραβάω" τίποτα παραπάνω απ' όσο θέλει το ίδιο να τραβηχτεί. Ούτε πράγματα ούτε ανθρώπους και καθόλου τα γραπτά. Καθένα από τα παραπάνω έχει τη δική του ζωή, τον δικό του χτύπο καρδιάς. Νομίζω πως, αν μπει κανείς στον πειρασμό να συμπεριφερθεί προκρούστεια σ' ένα κείμενο για να το φέρει στα μέτρα του, εκείνο θα μπορούσε να τον εκδικηθεί συνεχίζοντας να κείται εκεί, νεκρό για πάντα. Τώρα για το πότε είναι καλό ένα διήγημα, τι να σας πω; Πιστεύετε πως υπάρχει οδηγός της αριστείας ενός διηγήματος; Εντάξει, και για να μη νομίσετε πως υπεκφεύγω, πιστεύω πως εγγύηση της καλοσύνης του είναι η γλώσσα του. Οταν η γλώσσα του λαμπυρίζει σαν τα άνθη της αμυγδαλιάς στο μαύρο της κλωνάρι, ε, ναι, τότε είναι καλό. Ετσι πιστεύω».
Αρχίσαμε τότε να λογαριαζόμαστε με Το ταξίδι στην Ελλάδα, όπου καταπιάνεται με τις αντιφάσεις αυτού που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως «ελληνική ιδιοπροσωπία». Συμφωνήσαμε ότι κάθε λαός είναι ιδιαίτερος ή ότι, εν πάση περιπτώσει, κάθε λαός έχει κάποια διακριτά χαρακτηριστικά που τον ακολουθούν και ενίοτε τον καθορίζουν. Σε τι συνίσταται αυτή η «ελληνική ιδιοπροσωπία» και πώς μπορούμε να την προσεγγίσουμε ακριβοδίκαια; Και γιατί λειτουργεί περισσότερο ως δύναμη καθήλωσης; Μήπως εν τέλει πρόκειται για την επίκληση ενός εξαιρετισμού που μάλλον μας προκαλεί περισσότερα προβλήματα (ταυτότητας λ.χ. αλλά και καθημερινής πρακτικής, στα «μεγάλα» αλλά και στα «μικρά») από όσα μας λύνει;
Η δύναμη της καθήλωσης
«Ας συμφωνήσουμε πως όταν γενικεύουμε και μετατρέπουμε τα
μέλη μιας ομάδας σε σύνολο αδιαίρετο με κοινά χαρακτηριστικά, τις
συνήθειες, τα πιστεύω και τις αντιδράσεις τους, ασφαλώς δημιουργούμε
στρεβλή εικόνα για τον καθέναν εξ αυτών που συμμετέχει σε αυτό το
σύνολο. Διευκολύνοντάς μας έτσι, με την πρώτη ευκαιρία, να εξωπετάξουμε
εκείνον που θα είχε διαφορετική άποψη ή θα παρεξέκλινε από το πολιτικώς
ορθό και από τον κανόνα, από αυτό που όλοι είμαστε» ξεδίπλωσε τον συλλογισμό του ο Δημήτρης Νόλλας.
Και αφού σιώπησε για μια στιγμή συνέχισε με μια θλιβερή αφορμή που του έδωσε η επικαιρότητα: «Γιατί τι άλλο υπήρξε ο τραγικός Βαγγέλης Γιακουμάκης από άλλον έναν μάρτυρα της ατομικής ελευθερίας. Του ανθρώπου που αρνείται να γίνει σαν τους λυκάνθρωπους που τον περιβάλλουν. Αρνείται και πεθαίνει. Αυτό είναι κεντρικό σημείο της περιώνυμης ιδιοπροσωπίας μας, κύριε Μπέκο, για την οποία μιλάμε τόση ώρα. Ξέρετε πόσους νεομάρτυρες έχει η Εκκλησία μας γύρω απ' αυτό το ζήτημα; Ξέρετε τι θα πει να αρνείσαι την ενσωμάτωσή σου στον κανόνα του ισχυροτέρου, είτε αυτός λέγεται Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής είτε Αρμανσμπεργκ ο Χαμερπής; Και όλοι αυτοί οι μάρτυρες να είναι ανώνυμοι, κακοποιοί, δούλοι, πόρνες, φαντάροι, μικρομαγαζάτορες και περιβολάρηδες, μαύροι και λευκοί, που λένε όχι στην ευτυχία που τους προσφέρεται με αντάλλαγμα την ελευθερία τους; Δεν γνωρίζω άλλους, άλλων εθνών, να πέφτουν με τέτοια αυταπάρνηση πάνω στα υπερόπλα του δυνάστη τους για να υπερασπιστούν με το αίμα τους την ελευθερία και να προτιμούν να "τρώγωσι πέτρες" από το να τακιμιάζουν μαζί του. Η ανεξέλεγκτη και παράλογη λατρεία της προσωπικής ελευθερίας, να τι θεωρώ από τα βασικά στοιχεία της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Και αν είναι έτσι, ναι, δημιουργεί προβλήματα αυτή η ιδιοπροσωπία, ενοχλεί, σε έναν πλανήτη που μεταβάλλεται σιγά-σιγά σε "σάλα-τραπεζαρία ένα" και εξορίζει απ' τη ζωή μας το Ιερό ανυψώνοντας στη θέση του το χρυσό μοσχάρι».
Μία ακόμη όψη της εθνικής «ιδιοπροσωπίας» είναι και η ροπή προς τον διχασμό. Το ταξίδι στην Ελλάδα στοιχειώνεται από τον εμφύλιο πόλεμο. Υπάρχει ένας «μαύρος λοχαγός» του Εθνικού Στρατού ο οποίος, πλέκοντας ένα μακάβριο εγκώμιο του σπαραγμού, αποφαίνεται: «Οσο καλύτερος και να 'ναι ο αυριανός τρόπος απ' τον χτεσινό, η συνθήκη των προβάτων και του ποιμένα στην ουσία της δεν αλλάζει». Τι σημαίνει αυτό με δυο λόγια, υπό το φως μάλιστα της σημερινής συγκυρίας, της οικονομικής κρίσης, που επανέφερε την εμφυλιοπολεμική ορολογία στο προσκήνιο; «Αυτό που λέει ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας σημαίνει πως οι τρελαμένοι με την εξουσία, ανεξαρτήτως των διαφορών που προβάλλουν, των ιδεών τους που ευαγγελίζονται τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας και τα λοιπά και τα λοιπά, είναι όλοι τους συγγενείς και ανήκουν στην ίδια πατριά. Διαφορετικές συμμορίες, ίδιο σόι. Είναι κρίμα γιατί στους κόλπους τους συμπεριλαμβάνουν αρκετούς τίμιους και ικανούς, αλλά τους παρασέρνει το ρέμα των συνασπιζομένων βλακών και αθλίων. Για δε τον εμφυλιοπολεμικό λόγο που μας φέρνει πίσω νομίζω πως αυτό συμβαίνει επειδή η φονικότητα αυτών των λόγων έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν και αποδείχτηκε ικανή να κρατάει ζωντανή τη φωτιά της "φαγωμάρας". Ασφαλής εγγύηση για να τον αναστήσουμε κι εμείς αυτόν τον λόγο με τη σειρά μας» εκτίμησε ο Δημήτρης Νόλλας.
Στη δίνη της κρίσης
Ο νεαρός Αρίστος Καραμπίνης, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός
του, πραγματοποιεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον γενέθλιο τόπο (στη
Θεσσαλονίκη του 1963, μετά τη δολοφονία Λαμπράκη) προτού επιστρέψει στο
Μόναχο, αφού «ένα λιθαράκι είχε μετατοπιστεί εντός του». Είναι
όμως και η Χρυσάνθη που πήγε να δουλέψει στη Γερμανία το 1943, είναι και
ο Πίζας, ο κουτσός τοκογλύφος εκ Καππαδοκίας, που κάνει μάθημα στον
Αρίστο για το χρήμα, ένα κήρυγμα προτεσταντικής ηθικής... Είπαμε για τον
διάχυτο αντιγερμανισμό (τον λαϊκισμό, όχι τη σοβαρή κριτική προς τη
Γερμανία), είπαμε και για τη σημερινή ελληνική «διαρροή εγκεφάλων»προς
το εξωτερικό, των νέων πρωτίστως.
Η ανάγκη ωστόσο της δικής του ηρωίδας ήταν άλλης τάξεως. «Η Χρυσάνθη είναι αυτό που διαβάζετε, τίποτα περισσότερο. Ενα πρόσωπο που περιθωριοποιείται στη δίνη της κρίσης που έχει φέρει ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή. Αλλη μια "αγανακτισμένη", για τις συμφορές της οποίας έχουν ευθύνη οι άλλοι. Και η οποία, για να επιζήσει, στρέφεται προς τους "διώκτες" της στην καθημαγμένη Γερμανία. Και με τον καιρό αποκτά τη σοφία και την ησυχία μιας περιπλανώμενης ζητιάνας, ενός Πόρτσια. Είναι το περιθώριο. Γι' αυτό και δεν τη χωράει ο τόπος. Γι' αυτό και στο τέλος χάνεται (και ευτυχώς δεν τη βρίσκει κανείς). Ο άλλος χαρακτήρας που υμνεί το χρήμα σκανδαλίζει με αυτή τη χαοτική αντίθεση ανάμεσα στο επάγγελμά του και στον τόπο καταγωγής του. Ναι, συμβαίνει. Ενας τόπος δεν παράγει μόνον αγγέλους, δεν είναι εργοστάσιο παραγωγής οσίων και μαρτύρων. Είναι και μήτρα κοινών, κοινότατων και ποταπών υπάρξεων και αποτυχημένων. Ετσι είναι πλασμένος ο κόσμος μας και είναι όμορφος έτσι. Υπ' αυτή την έννοια, παραδέχομαι πως "Το ταξίδι στην Ελλάδα" είναι ένα άλμπουμ ναυαγίων» υπογράμμισε.
«Ο ένας μόνος του, αυτάρκης και ασφαλής, είναι μια αυταπάτη»
Τόσο στη νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» (Κέδρος, 2009) όσο και στη συλλογή διηγημάτων «Στον τόπο» (Iκαρος, 2012) ο Δημήτρης Νόλλας ασχολήθηκε με τη μοίρα των μεταναστών που φτάνουν στην Ελλάδα. «Δοξάζω τον Θεό που από μικρό με διαπαιδαγώγησαν, και το χρωστώ αυτό στους γονείς μου, πως η ζωή δεν είναι μια ομαλή ευθεία ούτε και δεδομένη. Eχει γυρίσματα, κι έτσι εκεί που είσαι εσύ, αύριο μπορεί να βρίσκομαι εγώ. Και μόνον αυτή η σκέψη κάνει τους ανθρώπους αλληλέγγυους. Δεν υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον. Ο ένας μόνος του, αυτάρκης και ασφαλής, είναι μια αυταπάτη, είναι ένας νεκρός που δεν το ξέρει. Ομως ας μην υποδυόμαστε ρόλους κάθε τόσο και κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Οπως είπαμε πιο πάνω, εδώ, σήμερα, δίπλα μας, οδηγήσαμε ένα παιδί στον θάνατο επειδή δεν ήθελε να μας μοιάσει, τους δυστυχισμένους που ξεβράζει η θάλασσα θα λυπηθούμε; Ή μήπως νομίζετε πως κάτι διαφορετικό απ' αυτό που λέει η προηγούμενη πρόταση έγινε στα χωράφια της Μανωλάδας; Οσο δεν αναγνωρίζουμε το ανθρώπινο πρόσωπο στον άλλον, τον υποβιβάζουμε σε πράγμα. Γι' αυτό και χρειάζεται να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί με όσους βγάζουν πύρινους λόγους κατά της παρουσίας των ξένων στον τόπο μας, επειδή αυτό που θέλουν είναι να τους έχουν δούλους, μαντρωμένους σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας».
Τόσο στη νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» (Κέδρος, 2009) όσο και στη συλλογή διηγημάτων «Στον τόπο» (Iκαρος, 2012) ο Δημήτρης Νόλλας ασχολήθηκε με τη μοίρα των μεταναστών που φτάνουν στην Ελλάδα. «Δοξάζω τον Θεό που από μικρό με διαπαιδαγώγησαν, και το χρωστώ αυτό στους γονείς μου, πως η ζωή δεν είναι μια ομαλή ευθεία ούτε και δεδομένη. Eχει γυρίσματα, κι έτσι εκεί που είσαι εσύ, αύριο μπορεί να βρίσκομαι εγώ. Και μόνον αυτή η σκέψη κάνει τους ανθρώπους αλληλέγγυους. Δεν υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον. Ο ένας μόνος του, αυτάρκης και ασφαλής, είναι μια αυταπάτη, είναι ένας νεκρός που δεν το ξέρει. Ομως ας μην υποδυόμαστε ρόλους κάθε τόσο και κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Οπως είπαμε πιο πάνω, εδώ, σήμερα, δίπλα μας, οδηγήσαμε ένα παιδί στον θάνατο επειδή δεν ήθελε να μας μοιάσει, τους δυστυχισμένους που ξεβράζει η θάλασσα θα λυπηθούμε; Ή μήπως νομίζετε πως κάτι διαφορετικό απ' αυτό που λέει η προηγούμενη πρόταση έγινε στα χωράφια της Μανωλάδας; Οσο δεν αναγνωρίζουμε το ανθρώπινο πρόσωπο στον άλλον, τον υποβιβάζουμε σε πράγμα. Γι' αυτό και χρειάζεται να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί με όσους βγάζουν πύρινους λόγους κατά της παρουσίας των ξένων στον τόπο μας, επειδή αυτό που θέλουν είναι να τους έχουν δούλους, μαντρωμένους σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας».
Αν κάτι μένει από «Το ταξίδι στην Ελλάδα» είναι μια φωτεινή ιδέα για την πατρίδα, για την πατρίδα που είναι συνύπαρξη, όσο δύσκολη κι αν είναι. Κύριε Νόλλα, τον ρωτήσαμε, τι είναι για εσάς η πατρίδα; «Πατρίδα είναι η γλώσσα μου, η ελληνική και η πίστη στον Χριστό. Ολα τα άλλα είναι "τα πούπουλα της κότας". Οσοι από μας αλληλολιβανίζονται με τις ταξικές διαφορές (ή τις εθνοφυλετικές) πατάνε στο αίμα και προετοιμάζουν την επιστροφή μας στη ζούγκλα. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για αυτό. Είμαστε όλοι μας μια κοινωνία κουτσών, στραβών, όμορφων και άσχημων, βλακών, ανίκανων να ζητήσουν μια συγγνώμη, αλλά και πνευματικών ανθρώπων, και αν είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε όλοι μαζί και να λύνουμε τις διαφορές μας με αγάπη και διάλογο, είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε σήμερα σαν υποκριτές και αύριο σαν θύματα».
tovima.gr
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015
Το μπουκάλι αδειάζει, η ζωή συνεχίζεται (ο σώζων εαυτόν σωθήτω)
Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα οξυδερκής για να καταλάβεις πως η κατηφόρα που έχουμε πάρει δεν έχει ορατό τέρμα. Το 2015 είναι μια χρονιά τραγική και μοιραία. Δεν έχουμε ξαναζήσει τέτοια επιτάχυνση κατάρρευσης και το μέλλον είναι πια τόσο απρόβλεπτο, ώστε ο καθένας απο μας οφείλει και στον εαυτό του και στο κοινωνικό σύνολο, να περιχαρακώσει την επιβίωσή του μαζί με όσους και όσα αγαπάει ώστε να διασώσει οτι μπορεί, για τον εαυτό του και για το κοινό καλό. Η πολιτική τελείωσε. Μετά και τα «αριστερά» μας πειράματα, είναι πια εμφανές πως το μπουκάλι αδειάζει συνεχώς. Ήδη είναι μισοάδειο και θ’ αργήσει πολύ να μας φανεί ξανά μισογεμάτο. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, η άνοδος των μυρίων, η Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το «Ισλαμικό κράτος» η νίκη του χασάπη στην Τουρκία, η αμήχανη «Μεγάλη Γερμανία», η ξενοφοβία και η ακροδεξιά, η μεταμόρφωση του «Ευρώ» σε εργαλείο κοινωνικής τρομοκρατίας, η απόσταση που κρατούν οι ΗΠΑ, (όσο μπορούν), ο μέγας τρόμος της Ευρώπης για «το τέλος του κλειστού κλάμπ», όλα πια δείχουν το τέρμα μιας ιστορικής περιόδου και την αρχή μιας νέας εποχής, πολύ σκληρότερης απο ό,τι έχουμε ζήσει όσοι δεν ζήσαμε τον Β’ Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Ολα απο εδω και πέρα θα είναι πιό δύσκολα για όλους μας.
Ο καθένας λοιπόν απο εμάς, φυσικό είναι να έχει τις προτεραιότητες του - και σ’ αυτή τη φάση γίνονται πια απόλυτες γιατί, αν σωθούμε, θα σωθούμε μόνο απο ιδωτική πρωτοβουλία και προσωπικές αποφάσεις. Τι να μας κάνει πια του καθενός «ο Τσίπρας», όπως και να τον λένε, όπου και αν ανήκει, όσο και αν προσπαθεί. Κανείς δεν θα σωθεί απο τον βουλευτή της περιοχής του, απο ενα «βόλεμα» ή άλλη μια εξυπηρέτηση. Το κράτος είναι πια πολύ αδύναμο, προσπαθεί να κρατηθεί όρθιο και κινδυνεύει να καταρρεύσει απο μέρα σε μέρα και απο ώρα σε ώρα. Δεν μπορούμε να υπολογίζουμε σε αυτό για τίποτα. Ούτε για συντάξεις, ούτε για νοσοκομεία, ούτε για σχολεία, ούτε για δικαστήρια και «Δικαιοσύνη», ούτε για «τάξη και ασφάλεια». Η εξαρτώμενη οικονομικά «τοπική αυτοδιοίκηση», η επίσημη, δεν ξέρει αν θα μπορέσει να συνεχίσει να μαζεύει τα σκουπίδια ή να μισθοδοτεί τους εργαζόμενους της ώστε να λειτουργούν οι υπηρεσίες της. Οι τράπεζες ήδη υπολειτουργούν και περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού παραμένουν απλήρωτοι απο εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά, απο εκατομμύρια Έλληνες. Πόσο θα αντέξει ο μηχανισμός ηλεκτροδότησης σε όλη την Ελλάδα, τόσο σε τεχνικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο; Ο υδροφόρος ορίζοντας, το νεράκι του θεού, είναι προς πώληση και αυτό. Ποιός λογικός «φιλελέυθερος επενδυτής» θα το αγοράσει όμως όταν βλέπει οτι όλο και λιγότεροι το πληρώνουν, όταν τα έσοδα δεν αρκούν ούτε για την μισθοδοσία και κάθε μέρα που περνάει άλλοι χίλιοι Έλληνες λένε «δεν θα το πληρώσω ούτε το νερό, όταν μου το κόψουνε βλέπουμε».
Τελικά, ανεπαισθήτως, το «δεν πληρώνω» έγινε καθεστώς μέσα στις ανάγκες του ρεαλισμού. Μπήκε στις προτεραιότητες: Ενας μοναχικός άνθρωπος ελεύθερος επαγγελματίας σαν και μένα, όσο παράξενο κι’ αν φαίνεται, έχει για προτεραιότητα το κινητό και το wifi – χωρίς αυτά θα μείνει χωρίς δουλειά (σιγά μην έχω σταθερό, τι να το κάνω, όλα κινούνται πιά και δεν είμαι σπίτι μου παρα τις ώρες του ύπνου). Οι γονείς έχουν άλλες προτεραιότητες – το φαϊ των παιδιών, το σχολείο, τα ρούχα, η ζεστασιά τους, οι ανάγκες του σπιτιού που πρέπει να κρατηθεί όσο το δυνατόν «όρθιο» και ασφαλές, η συνεχής προσαρμογή σε ένα όλο και πιό σφιχτό budget. Οι άνεργοι νέοι το ίδιο, άλλες προτεραιότητες, αυτοί που φτιάχνουν τώρα σπίτι μέσα στον χαμό και περιμένουνε κι’ ένα μωράκι. Οι συνταξιούχοι της πείνας, οι άσθενείς που δεν ζούν χωρίς φάρμακα, οι μικροεπιχειρηματίες που βλέπουν με τρόμο πως δεν μπορούν να προπληρώσουν τις παραγγελίες τους και πάνε για κλείσιμο, οι εκατοντάδες χιλιάδες «μεσαίοι» και «μικροί» που ήδη κατεβάσανε ρολλά. Μια κοινωνία που, παλεύοντας να επιβιώσει, πληρώνει πια μονάχα τα απαραίτητα για σήμερα, προκαλώντας ακόμα πιό ισχυρό βραχυκύκλωμα στην αληθινή οικονομία που της είναι απαραίτητο να λειτουργεί – αν θέλει κάποια στιγμή να «σωθεί» μέσα σε μια γενικότερη ανακάμψη.
Εχω την αίσθηση οτι οι ελπίδες για κοινωνικο-οικονομική ανάκαμψη δεν βρίσκουν χώρο να βολευτούν ούτε στις πιό αισιόδοξες καρδιές – για τα μυαλά δεν μιλάμε, εκεί η κοινή λογική, αν αφεθεί να λειτουργήσει, μιλάει την πιο σκληρή γλώσσα απο όλες – αλλα και την πιο χρήσιμη.
Ο καθένας απο εμάς, αυτό είναι βέβαιο, κι’ αν δεν μπορεί να σώσει την Ελλάδα, μπορεί να σώσει τον εαυτό του. Και σώζοντας τον εαυτό του συμβάλλει τα μέγιστα και στο κοινό καλό. Γιατί μόνο όρθιος μπορείς να είσαι χρήσιμος.
Αρης Δαβαράκης toportal.gr
Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015
«Dance me to the end of love»
«Dance me to the end of love»: Η ιστορία πίσω από το ερωτικό τραγούδι των κρεματορίων του θανάτου και της φρίκης. – Της Κατερίνας Δήμα
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015
Φοβάμαι ότι ο ματαιωμένος αριστερός λαϊκισμός θα φέρει απογοήτευση και κυνισμό
ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Αν κρίνω από τον εαυτό μου, οι απλοί φίλοι της λογοτεχνίας, ειδική κατηγορία, που δεν ανοίγει εύκολα τα φτερά της για χωράφια με άλλα βιβλία, γνώρισαν τον Νικόλα Σεβαστάκη πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Τότε κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις» η συλλογή διηγημάτων «Γυναίκα με ποδήλατο». Ξαφνικά, ένας 50χρονος ακαδημαϊκός δάσκαλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ, ένας πολιτικός αρθρογράφος με δοκίμια και ποίηση στο ενεργητικό του, ξέφυγε από τον κλειστό κύκλο των διανοουμένων και έγινε αγαπημένη παρέα ενός πιο πλατιού κοινού.
Τα διηγήματά του ήταν μια αποκάλυψη, το είπε και η κριτική. Γιατί άργησε, όμως, τόσο να γράψει, αυτός, μάλιστα, που είχε πατέρα τον περίφημο Αλέξη Σεβαστάκη, που εκτός από αγωνιστής της Αριστεράς, βουλευτής της ΕΔΑ και του Συνασπισμού, είχε ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και το θέατρο;
Το ίδιο άργησε και αυτή η συνέντευξη. Ευτυχώς η αφορμή βρέθηκε, ήδη κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του «Αντρας που πέφτει», πάλι από τις εκδόσεις «Πόλις». Τα πολλά και έγκυρα θα τα πει η κριτική. Μια εντυπωσιασμένη αναγνώστρια, μόνο μερικές απλές ερωτήσεις μπορεί να του κάνει. Κάποιες πολιτικές, κι ας δίστασε να τις απαντήσει.
• Τελικά, η απόσταση από το πρώτο στο δεύτερο βιβλίο διηγημάτων είναι μικρή και εύκολη; Υπάρχει κάτι που πρέπει ο αναγνώστης να προσέξει ιδιαίτερα σ’ αυτήν τη συλλογή ή μας αφήνετε ελεύθερους να βρούμε τα δικά μας πατήματα;
Ο «Αντρας που πέφτει» απέχει από τη «Γυναίκα με ποδήλατο» γύρω στον ενάμιση χρόνο. Αν και φυσικά το συγγραφικό βλέμμα πίσω από τα δυο βιβλία είναι το ίδιο, στα νέα διηγήματα υπάρχουν νομίζω αισθητές αλλαγές στον ρυθμό της γλώσσας και στη δυναμική της αφήγησης. Ξέρετε όμως καλά πως το αν αλλάζει κάτι από βιβλίο σε βιβλίο το καταλαβαίνουν καλύτερα οι άλλοι: οι αναγνώστες και όσοι φυσικά θεωρήσουν πως αξίζει τον κόπο να σκύψουν κριτικά και πάνω στο καινούργιο βιβλίο.
• Η επιτυχία της «Γυναίκας με ποδήλατο» γέννησε τον «Ανδρα που πέφτει»; Ειλικρινά, ακόμα κι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου μπορεί να νιώθει άβολα και ίσως ανασφαλής όταν κάνει στροφή στη λογοτεχνία;
Η «Γυναίκα με ποδήλατο» είχε μια πολύ καλή πορεία. Τόσο οι κριτικοί όσο και οι αναγνώστες ήταν πολύ γενναιόδωροι στις κρίσεις τους. Θα μπορούσε, ας πούμε, ο κόσμος να είναι κουμπωμένος απέναντι σε έναν πενηντάρη πανεπιστημιακό που δοκιμάζει μια τέτοια στροφή.
Σε μια περίοδο, μάλιστα, με έντονα πολιτικά πάθη και συγκρούσεις γνώμης στην κοινωνία και μέσα στις «πνευματικές ελίτ». Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι το βιβλίο έπεισε ως γραφή, ακόμα κι αν η θεματική του δεν ανταποκρινόταν στην προσδοκία αυτής της περιόδου για ιστορική ή πολιτική λογοτεχνία.
Οι ιστορίες της «Γυναίκας με ποδήλατο», τόσο η ομώνυμη όσο και πολλές άλλες, γέννησαν γόνιμες συνομιλίες με ένα κοινό που δεν με γνώριζε από τα φιλοσοφικά δοκίμια ή τα πολιτικά άρθρα μου. Αυτό για μένα είναι πηγή χαράς, παρά το ότι πρέπει να απαντώ διαρκώς και στο καχύποπτο ερώτημα κάποιων άλλων, γιατί ας πούμε τώρα διηγήματα και όχι λ.χ. ένα δοκίμιο για την κρίση.
• Γιατί αργήσατε, πάντως, να γράψετε πεζό; Εστω κι έτσι, το νιώθατε μέσα σας σαν φυσική κατάληξη μιας πορείας;
Δεν ξέρω γιατί άργησα να στραφώ στο πεζό. Κατά καιρούς δοκίμαζα προσχέδια μιας νουβέλας ή έγραφα δέκα-είκοσι σελίδες και σταματούσα. Κάτι ωστόσο μ’ εμπόδιζε. Διάβαζα πάντα περισσότερο λογοτεχνία, αλλά έγραφα πολιτικά-στοχαστικά κείμενα. Είχα μια εσωτερική έγνοια για το γράψιμο, αλλά έγινα και μάστορας της αναβολής. Θα έλεγα ότι έτρωγα τον χρόνο μου σαν να είχα όλη τη ζωή μπροστά μου και σε μεγάλο βαθμό το ίδιο κάνω ακόμα.
• Πόσο επηρέασε, τελικά, τη στροφή σας στη λογοτεχνία ένας πατέρας σαν τον Αλέξη Σεβαστάκη, που όσο σημαντική κι αν ήταν η δική του εμπλοκή με τη γραφή, παρέμεινε κυρίως ένας αγωνιστής της Αριστεράς; Τι κλίμα επικρατούσε στο σπίτι σας;
Το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι αφηγήσεων. Δεν περιορίζονταν, όμως, στις αφηγήσεις διώξεων, αλλά είχαν μεγάλη γκάμα. Σχετίζονταν με τοπικούς μύθους, με τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου. Είχαν μια παραμυθητική διάσταση -με τη διπλή έννοια, της παρηγορίας και της παραμυθίας.
Και υπήρχε και η μητέρα μου. Είχε ζήσει τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στην Αθήνα και είχε μια στροφή προς τη μουσική, τον κινηματογράφο, τις τέχνες. Μας μετέδιδε κι αυτή τον αφηγηματικό της κόσμο.
• Δεν ήταν βάρος για μικρά παιδιά ένας πατέρας ηρωικός και πρότυπο; Ησασταν τελείως δεκτικός στον κόσμο του εσείς και τα αδέλφια σας;
Ημασταν δεκτικοί. Υπάρχει η άποψη ότι μια αριστερή, και μάλιστα σοβιετόφιλη οικογένεια, λειτουργεί συνθλιπτικά για τα νεότερα άτομα, γιατί προσπαθεί να τα βάλει μέσα στην Ιστορία με όρους κατήχησης, με βίαιο τρόπο. Εμείς κολυμπούσαμε, φυσικά, μέσα στα πάθη του πατέρα μου, εξορίες και φυλακίσεις, αλλά σημασία είχε νομίζω ο τρόπος μετάδοσης.
Ο στόχος του δεν ήταν η προσωπική του δικαίωση, όσο κι αν πάντα υπάρχει αυτό σε ένα βαθμό, αλλά και η αναγνώριση του «άλλου», του ξένου προς αυτόν, μια τάση που με τα χρόνια μεγάλωνε - ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ο πατέρας μου είχε πια σχηματίσει μια άλλη αντίληψη και μέσα από το σοκ της πτώσης του κομμουνισμού.
Υπήρχε και κάτι άλλο. Οι ιστορίες από τα στρατόπεδα ήταν πάντα ιλαρές, είχαν το κωμικό στοιχείο. Είναι χειραφετικό να έχεις την αίσθηση της ανθρωπιάς του άλλου μέσα από τα παθήματά του ή τις λοξές του πλευρές. Δηλαδή, ζούσα ένα αντιηρωικό υπόστρωμα μαζί με μια ηρωική μυθολογία· μια μείξη που έκανε αυτή την επαφή καλύτερη, καθόλου βαριά και καταπιεστική
• Γράφετε μικρές ιστορίες. Εχετε καταλάβει πώς τις βρίσκετε ή σας βρίσκουν;
Ενώ είναι πρόσφατα γραμμένες ιστορίες, δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα το πώς ακριβώς ξεπετάχτηκαν. Το βασικό πάντως για μένα δεν είναι το στήσιμο μιας πλοκής, αλλά η κατόπτευση των προσώπων και η ανάδειξη της σχέσης τους με τον χρόνο, τον έρωτα και τις απώλειές τους. Δίνω σημασία στη δημιουργία μιας ζωντανής ατμόσφαιρας μέσα από συνειρμούς και παρεκβάσεις, που αναδεικνύουν τη μυστηριώδη υφή της κοινής πραγματικότητας.
• Είχατε μια ξαφνική, εκρηκτική θα ‘λεγα είσοδο στη λογοτεχνία αλλά και στον δημόσιο λόγο. Μετά τους μαθητές σας, αλλά και τον προσωπικό σας κύκλο, συνομιλείτε εδώ και καιρό μέσα από τα άρθρα σας, ακόμα και από το δημοφιλές free press της Lifo, με ένα πολύ ευρύ ακροατήριο. Το απολαμβάνετε; Γιατί το κάνετε;
Τoν τελευταίο χρόνο συνέβησαν τρεις, τουλάχιστον, αλλαγές στη ζωή μου. Μετά από 35 χρόνια συνεπούς πάθους έκοψα το κάπνισμα. Απόκτησα επίσης σελίδα στο facebook και ξεκίνησα μια εβδομαδιαία συνεργασία με τη Lifo. Από καιρό ήθελα να συναντηθώ με ευρύτερο κόσμο, πέρα από το πανεπιστήμιο ή τους χώρους της πολιτικής δημοσιολογίας. Στο facebook, ας πούμε, δοκίμασα εξαρχής να αξιοποιήσω δημιουργικά μια πολυδιάσπαση ενδιαφερόντων, που με χαρακτηρίζει από τα νεανικά μου χρόνια.
Μοιράζομαι έτσι ανάμεσα σε λογοτεχνικές, πολιτικές και μουσικές αναρτήσεις. Νομίζω ότι το «πείραμα» πέτυχε και μπορώ να πω ότι έχει διαμορφωθεί ένας πολύ μεγάλος κύκλος ανθρώπων -με πολύ διαφορετικές προελεύσεις, πολιτικές, πολιτισμικές κ.λπ.- που παρακολουθούν με ενδιαφέρον και αγάπη τη σελίδα. Στη Lifo, τέλος, γράφω για όλα σχεδόν τα ζητήματα τα οποία άγγιζα και στις εφημερίδες παλαιότερα. Για τις πίσω πλευρές της πολιτικής ή άλλων φαινομένων που αξίζουν σχολιασμό.
Κάποιοι φυσικά κατακρίνουν την επιλογή του συγκεκριμένου free press σαν να αποτελεί κάποια προσχώρηση… στον νεοφιλελευθερισμό. Η χρήση, όμως, της συγκεκριμένης λέξης-πολυεργαλείου -του νεοφιλελευθερισμού- έχει πια καταντήσει γελοιότητα. Μια αγράμματη γελοιότητα.
• Kαι πριν πάντως από τη Lifo είχατε καταγραφεί, θέλατε δεν θέλατε, σαν ένας από αυτούς τους νεοφιλελέ διανοούμενους που την «πέφτουν» συνεχώς στον ΣΥΡΙΖΑ. Είστε αριστερός, κύριε Σεβαστάκη;
Είναι γνωστό ότι για κάποια χρόνια υποστήριξα κριτικά την υπόθεση μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Πίστευα ότι οι άλλοι πυλώνες του μεταπολιτευτικού μας πολιτικού συστήματος είχαν χάσει την αξιοπιστία τους. Εκανα επιπλέον τη σκέψη ότι χρειαζόταν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στους θεσμούς και στις λαϊκές/μεσαίες τάξεις.
Πώς θα μπορούσαν να υπάρξουν αλλαγές σε ένα φθαρμένο μοντέλο ανάπτυξης χωρίς συναινέσεις και στη «βάση»; Εχω εξηγήσει, όμως, το πώς αποξενώθηκα στη συνέχεια από τον ριζοσπαστισμό της Αγανάκτησης και την αντιμνημονιακή «πλατφόρμα».
Δεν ήθελα να συμμετάσχω στην αυταπάτη ενός πολιτικού εθνικισμού με φιλολαϊκά συνθήματα, ούτε σε μια Αριστερά που κατακάθισε πάνω στην άρνηση, και ας την οδηγούσε αυτό στην εκλογική νίκη.
Από την άλλη, διατηρούσα πάντα αποστάσεις από άλλες πλευρές του αριστερού ριζοσπαστισμού στην Ελλάδα, κυρίως από τα βαθιά αντιδυτικά και «αντι-ιμπεριαλιστικά» σύνδρομα που οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε κάτι εισαγόμενους τσαβισμούς. Εγραψα τότε πολύ καυστικά κείμενα που μου «χάρισαν» και αντίστοιχους χαρακτηρισμούς.
• Τι είδος Αριστερά, λέτε, ότι είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ;
Τώρα που ο ριζοσπαστισμός της ευκολίας κατέπεσε, αυτό που βλέπω δεν είναι κάποιος ρεαλισμός της αυτεπίγνωσης, αλλά μια «οπορτουνιστική» τεχνική εξουσίας.
Χωρίς να υπάρξουν πραγματικές εξηγήσεις για τη στροφή του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς δηλαδή τη ρητή αναθεώρηση του προγράμματος (της Θεσσαλονίκης ή των άλλων πολιτικοϊδεολογικών κειμένων του ΣΥΡΙΖΑ), κάποιοι πάνε να κυβερνήσουν παίρνοντας μέτρα, διορίζοντας στελέχη, κάνοντας παρελάσεις κ.λπ. Αριστερός ρεαλισμός για μένα δεν σημαίνει, όμως, να πηδάει κανείς από τη διαρκή κολακεία των κινημάτων στο «κόμμα του κράτους».
Σημαίνει αναγνώριση των δυσκολιών και των ορίων, πολιτική σύνεση και σοβαρή ενασχόληση με ένα πολύ σύνθετο κοινωνικό ζήτημα (κυρίως με το ζήτημα των ανέργων και των επισφαλών εργαζομένων).
• Φοβάστε ότι η κυβέρνηση θα τα κάνει ακόμα χειρότερα ή διατηρείτε μια μικρή ελπίδα ότι ίσως οδηγηθούμε σε κάποιο ξέφωτο;
Φοβάμαι την απογοήτευση και τον κυνισμό. Τις επιπτώσεις τους στο δημόσιο πνεύμα. Η κακή διαχείριση μιας ιστορικής ευκαιρίας («πρώτη φορά Αριστερά») δυναμώνει στην κοινωνία τάσεις μηδενισμού μαζί με την αίσθηση ενός συνολικού αδιεξόδου. Βλέπουμε από την άλλη τι γίνεται στην Ευρώπη ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα της: είναι η «στιγμή» των νέων δεξιών λαϊκισμών, όχι μόνο στη συντηρητική Πολωνία αλλά και στις σκανδιναβικές χώρες και αλλού.
Ανησυχώ, λοιπόν, για το εκκρεμές που μπορεί να πάει από έναν ματαιωμένο αριστερό λαϊκισμό σε μια δεξιά «αντιπολιτική». Δεν θα ήθελα οι αποτυχίες της συριζαϊκής Αριστεράς να γεννήσουν νέο φαρμάκι δημαγωγίας και αντίδρασης: είτε έναν λαϊκοδεξιό πατερναλισμό είτε μια ρηχή ρητορική κατά των άχρηστων κομμάτων και του Δημοσίου.
Να περάσουμε, ας πούμε, από τις ανοησίες του αριστερού ριζοσπαστισμού στην «αλλεργία» για κάθε αριστερή ευαισθησία και μνήμη. Αυτό το φοβάμαι και το απεύχομαι.
Αυτό που διακρίνω εγώ είναι μια κατάσταση στασιμότητας. Δεν είναι, όμως, του τελευταίου επταμήνου, είναι υπόθεση των τελευταίων χρόνων - να είμαστε δίκαιοι. Υπάρχουν διαφορετικής τάξης προβλήματα: από πολύ ταπεινά, αυτό που λέμε υλικές, τεχνικές υποδομές, μέχρι προβλήματα συμπεριφοράς και διεκδικητικής κουλτούρας· δηλαδή ένας αναχρονιστικός αριστερισμός.
Ολα μαζί δεν μπορούν να λυθούν, είναι αυταπάτη να πει κάποιος ότι έχει ένα blueprint μεταρρύθμισης, όπου οι διάφορες αντινομίες και συγκρούσεις, που ταλανίζουν το πανεπιστήμιο, θα λυθούν. Αλλά νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και μια παράλληλη δουλειά. Εχουν υπάρξει άνθρωποι που έχουν πάει πέρα από τα στεγανά μέτωπα «μεταρρυθμισμού» και «ακινησίας», «συντεχνιασμού» και ενός εκσυγχρονισμού τραβηγμένου από τα μαλλιά, χωρίς γείωση στην πραγματική ζωή.
Αλλά όλη αυτή η δουλειά (προτάσεις, πρωτοβουλίες και πρακτικές για την οργάνωση του χώρου και τα μαθήματα σε συνεννόηση με φοιτητές) παραμένουν σκόρπιες, χάνονται μέσα σε ένα χάος και από τα υλικά προβλήματα, που σχετίζονται, βέβαια, και με την πολύ μεγάλη μείωση των προϋπολογισμών. Γιατί ο αριστεροδιεκδικητικός λόγος, που μένει μόνο στα λεφτά, που ζητάει παγίως περισσότερους πόρους, δεν ενδιαφέρθηκε όλα αυτά τα χρόνια να κάνει μια αντιπρόταση για αυτήν καθεαυτήν την εκπαίδευση.
Και από την άλλη, υπάρχει μερικές φορές μια αντίληψη ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, να γίνεις σαν αμερικάνικο πανεπιστήμιο, με αυτές τις υποδομές και τα ελάχιστα χρήματα. Και οι δυο αυτές αντιλήψεις έχουν εξαντληθεί και μας έχουν εξαντλήσει και μας όλους. Θα έπρεπε να έχουμε περάσει σε μια νέα φάση, αντί γι’ αυτήν τη στασιμότητα με επιμέρους φαινόμενα βίαιων, παρακμιακών αντιδράσεων συμπεριφοράς, που δεν πρέπει πια να τις μεγεθύνουμε, γιατί έχουν μειωθεί.
• Εχετε κάποια πρόταση;
Δεν υπάρχει μια απλοϊκή συνταγή είτε για την κοινωνική ειρήνευση είτε για την οικονομική ανόρθωση είτε για την εκπαιδευτική ανανέωση. Και τα τρία ζητήματα χρειάζονται συναινέσεις, αλλά όχι την αυταπάτη ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όλους. Να γίνει, λοιπόν, διάλογος για τα πανεπιστήμια και να μη χάνονται όλα όσα έχουν κατακτηθεί και γυρίζουμε πάντα σε σημείο μηδέν, λες και δεν έχει γίνει τίποτα.
Η Ευρώπη δεν είναι ένα αμόλυντο ιδεώδες ούτε μια πολιτική κατασκευή χωρίς προβλήματα. Στο εσωτερικό της βλέπουμε φαινόμενα που μας κάνουν να ντρεπόμαστε: εθνικιστές και νεοσοβινιστές πολιτικάντηδες, μεγάλες αξιοσέβαστες εταιρείες που καταφεύγουν στην απάτη, άτολμες ή μισές απαντήσεις απέναντι στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα.
Αλλά δεν θα μας πουν οι αντιευρωπαϊστές και οι οπαδοί του «εθνικού νομίσματος» τα προβλήματα της Ευρώπης. Παρά τις αδυναμίες της, η Ευρώπη είναι ένα βασικό πεδίο αναφοράς. Θεμελιωμένη στις τρεις πηγές, στην Αθήνα, στη Ρώμη και στην Ιερουσαλήμ, η Ευρώπη παραμένει για μένα μια «υπόθεση που αξίζει».
Δεν πείθομαι καθόλου από τη μόδα αυτών των συγγραφέων και καλλιτεχνών που βρίζουν την Ευρώπη, τη βαφτίζουν τέρας ή την ταυτίζουν αναίσχυντα με ολοκληρωτική αυτοκρατορία και στρατόπεδο. Ολοκληρωτική αυτοκρατορία ήταν βεβαίως η Κίνα του προέδρου Μάο, που εκθείαζε ο Αλέν Μπαντιού και πολλοί αλτουσεριανοί μαρξιστές της δικής μας ελληνικής σκηνής.
Αν κρίνω από τον εαυτό μου, οι απλοί φίλοι της λογοτεχνίας, ειδική κατηγορία, που δεν ανοίγει εύκολα τα φτερά της για χωράφια με άλλα βιβλία, γνώρισαν τον Νικόλα Σεβαστάκη πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Τότε κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις» η συλλογή διηγημάτων «Γυναίκα με ποδήλατο». Ξαφνικά, ένας 50χρονος ακαδημαϊκός δάσκαλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ, ένας πολιτικός αρθρογράφος με δοκίμια και ποίηση στο ενεργητικό του, ξέφυγε από τον κλειστό κύκλο των διανοουμένων και έγινε αγαπημένη παρέα ενός πιο πλατιού κοινού.
Τα διηγήματά του ήταν μια αποκάλυψη, το είπε και η κριτική. Γιατί άργησε, όμως, τόσο να γράψει, αυτός, μάλιστα, που είχε πατέρα τον περίφημο Αλέξη Σεβαστάκη, που εκτός από αγωνιστής της Αριστεράς, βουλευτής της ΕΔΑ και του Συνασπισμού, είχε ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και το θέατρο;
Το ίδιο άργησε και αυτή η συνέντευξη. Ευτυχώς η αφορμή βρέθηκε, ήδη κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του «Αντρας που πέφτει», πάλι από τις εκδόσεις «Πόλις». Τα πολλά και έγκυρα θα τα πει η κριτική. Μια εντυπωσιασμένη αναγνώστρια, μόνο μερικές απλές ερωτήσεις μπορεί να του κάνει. Κάποιες πολιτικές, κι ας δίστασε να τις απαντήσει.
• Τελικά, η απόσταση από το πρώτο στο δεύτερο βιβλίο διηγημάτων είναι μικρή και εύκολη; Υπάρχει κάτι που πρέπει ο αναγνώστης να προσέξει ιδιαίτερα σ’ αυτήν τη συλλογή ή μας αφήνετε ελεύθερους να βρούμε τα δικά μας πατήματα;
Ο «Αντρας που πέφτει» απέχει από τη «Γυναίκα με ποδήλατο» γύρω στον ενάμιση χρόνο. Αν και φυσικά το συγγραφικό βλέμμα πίσω από τα δυο βιβλία είναι το ίδιο, στα νέα διηγήματα υπάρχουν νομίζω αισθητές αλλαγές στον ρυθμό της γλώσσας και στη δυναμική της αφήγησης. Ξέρετε όμως καλά πως το αν αλλάζει κάτι από βιβλίο σε βιβλίο το καταλαβαίνουν καλύτερα οι άλλοι: οι αναγνώστες και όσοι φυσικά θεωρήσουν πως αξίζει τον κόπο να σκύψουν κριτικά και πάνω στο καινούργιο βιβλίο.
• Η επιτυχία της «Γυναίκας με ποδήλατο» γέννησε τον «Ανδρα που πέφτει»; Ειλικρινά, ακόμα κι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου μπορεί να νιώθει άβολα και ίσως ανασφαλής όταν κάνει στροφή στη λογοτεχνία;
Η «Γυναίκα με ποδήλατο» είχε μια πολύ καλή πορεία. Τόσο οι κριτικοί όσο και οι αναγνώστες ήταν πολύ γενναιόδωροι στις κρίσεις τους. Θα μπορούσε, ας πούμε, ο κόσμος να είναι κουμπωμένος απέναντι σε έναν πενηντάρη πανεπιστημιακό που δοκιμάζει μια τέτοια στροφή.
Σε μια περίοδο, μάλιστα, με έντονα πολιτικά πάθη και συγκρούσεις γνώμης στην κοινωνία και μέσα στις «πνευματικές ελίτ». Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι το βιβλίο έπεισε ως γραφή, ακόμα κι αν η θεματική του δεν ανταποκρινόταν στην προσδοκία αυτής της περιόδου για ιστορική ή πολιτική λογοτεχνία.
Οι ιστορίες της «Γυναίκας με ποδήλατο», τόσο η ομώνυμη όσο και πολλές άλλες, γέννησαν γόνιμες συνομιλίες με ένα κοινό που δεν με γνώριζε από τα φιλοσοφικά δοκίμια ή τα πολιτικά άρθρα μου. Αυτό για μένα είναι πηγή χαράς, παρά το ότι πρέπει να απαντώ διαρκώς και στο καχύποπτο ερώτημα κάποιων άλλων, γιατί ας πούμε τώρα διηγήματα και όχι λ.χ. ένα δοκίμιο για την κρίση.
• Γιατί αργήσατε, πάντως, να γράψετε πεζό; Εστω κι έτσι, το νιώθατε μέσα σας σαν φυσική κατάληξη μιας πορείας;
Δεν ξέρω γιατί άργησα να στραφώ στο πεζό. Κατά καιρούς δοκίμαζα προσχέδια μιας νουβέλας ή έγραφα δέκα-είκοσι σελίδες και σταματούσα. Κάτι ωστόσο μ’ εμπόδιζε. Διάβαζα πάντα περισσότερο λογοτεχνία, αλλά έγραφα πολιτικά-στοχαστικά κείμενα. Είχα μια εσωτερική έγνοια για το γράψιμο, αλλά έγινα και μάστορας της αναβολής. Θα έλεγα ότι έτρωγα τον χρόνο μου σαν να είχα όλη τη ζωή μπροστά μου και σε μεγάλο βαθμό το ίδιο κάνω ακόμα.
• Πόσο επηρέασε, τελικά, τη στροφή σας στη λογοτεχνία ένας πατέρας σαν τον Αλέξη Σεβαστάκη, που όσο σημαντική κι αν ήταν η δική του εμπλοκή με τη γραφή, παρέμεινε κυρίως ένας αγωνιστής της Αριστεράς; Τι κλίμα επικρατούσε στο σπίτι σας;
Το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι αφηγήσεων. Δεν περιορίζονταν, όμως, στις αφηγήσεις διώξεων, αλλά είχαν μεγάλη γκάμα. Σχετίζονταν με τοπικούς μύθους, με τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου. Είχαν μια παραμυθητική διάσταση -με τη διπλή έννοια, της παρηγορίας και της παραμυθίας.
Και υπήρχε και η μητέρα μου. Είχε ζήσει τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στην Αθήνα και είχε μια στροφή προς τη μουσική, τον κινηματογράφο, τις τέχνες. Μας μετέδιδε κι αυτή τον αφηγηματικό της κόσμο.
• Δεν ήταν βάρος για μικρά παιδιά ένας πατέρας ηρωικός και πρότυπο; Ησασταν τελείως δεκτικός στον κόσμο του εσείς και τα αδέλφια σας;
Ημασταν δεκτικοί. Υπάρχει η άποψη ότι μια αριστερή, και μάλιστα σοβιετόφιλη οικογένεια, λειτουργεί συνθλιπτικά για τα νεότερα άτομα, γιατί προσπαθεί να τα βάλει μέσα στην Ιστορία με όρους κατήχησης, με βίαιο τρόπο. Εμείς κολυμπούσαμε, φυσικά, μέσα στα πάθη του πατέρα μου, εξορίες και φυλακίσεις, αλλά σημασία είχε νομίζω ο τρόπος μετάδοσης.
Ο στόχος του δεν ήταν η προσωπική του δικαίωση, όσο κι αν πάντα υπάρχει αυτό σε ένα βαθμό, αλλά και η αναγνώριση του «άλλου», του ξένου προς αυτόν, μια τάση που με τα χρόνια μεγάλωνε - ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ο πατέρας μου είχε πια σχηματίσει μια άλλη αντίληψη και μέσα από το σοκ της πτώσης του κομμουνισμού.
Υπήρχε και κάτι άλλο. Οι ιστορίες από τα στρατόπεδα ήταν πάντα ιλαρές, είχαν το κωμικό στοιχείο. Είναι χειραφετικό να έχεις την αίσθηση της ανθρωπιάς του άλλου μέσα από τα παθήματά του ή τις λοξές του πλευρές. Δηλαδή, ζούσα ένα αντιηρωικό υπόστρωμα μαζί με μια ηρωική μυθολογία· μια μείξη που έκανε αυτή την επαφή καλύτερη, καθόλου βαριά και καταπιεστική
• Γράφετε μικρές ιστορίες. Εχετε καταλάβει πώς τις βρίσκετε ή σας βρίσκουν;
Ενώ είναι πρόσφατα γραμμένες ιστορίες, δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα το πώς ακριβώς ξεπετάχτηκαν. Το βασικό πάντως για μένα δεν είναι το στήσιμο μιας πλοκής, αλλά η κατόπτευση των προσώπων και η ανάδειξη της σχέσης τους με τον χρόνο, τον έρωτα και τις απώλειές τους. Δίνω σημασία στη δημιουργία μιας ζωντανής ατμόσφαιρας μέσα από συνειρμούς και παρεκβάσεις, που αναδεικνύουν τη μυστηριώδη υφή της κοινής πραγματικότητας.
• Είχατε μια ξαφνική, εκρηκτική θα ‘λεγα είσοδο στη λογοτεχνία αλλά και στον δημόσιο λόγο. Μετά τους μαθητές σας, αλλά και τον προσωπικό σας κύκλο, συνομιλείτε εδώ και καιρό μέσα από τα άρθρα σας, ακόμα και από το δημοφιλές free press της Lifo, με ένα πολύ ευρύ ακροατήριο. Το απολαμβάνετε; Γιατί το κάνετε;
Τoν τελευταίο χρόνο συνέβησαν τρεις, τουλάχιστον, αλλαγές στη ζωή μου. Μετά από 35 χρόνια συνεπούς πάθους έκοψα το κάπνισμα. Απόκτησα επίσης σελίδα στο facebook και ξεκίνησα μια εβδομαδιαία συνεργασία με τη Lifo. Από καιρό ήθελα να συναντηθώ με ευρύτερο κόσμο, πέρα από το πανεπιστήμιο ή τους χώρους της πολιτικής δημοσιολογίας. Στο facebook, ας πούμε, δοκίμασα εξαρχής να αξιοποιήσω δημιουργικά μια πολυδιάσπαση ενδιαφερόντων, που με χαρακτηρίζει από τα νεανικά μου χρόνια.
Μοιράζομαι έτσι ανάμεσα σε λογοτεχνικές, πολιτικές και μουσικές αναρτήσεις. Νομίζω ότι το «πείραμα» πέτυχε και μπορώ να πω ότι έχει διαμορφωθεί ένας πολύ μεγάλος κύκλος ανθρώπων -με πολύ διαφορετικές προελεύσεις, πολιτικές, πολιτισμικές κ.λπ.- που παρακολουθούν με ενδιαφέρον και αγάπη τη σελίδα. Στη Lifo, τέλος, γράφω για όλα σχεδόν τα ζητήματα τα οποία άγγιζα και στις εφημερίδες παλαιότερα. Για τις πίσω πλευρές της πολιτικής ή άλλων φαινομένων που αξίζουν σχολιασμό.
Κάποιοι φυσικά κατακρίνουν την επιλογή του συγκεκριμένου free press σαν να αποτελεί κάποια προσχώρηση… στον νεοφιλελευθερισμό. Η χρήση, όμως, της συγκεκριμένης λέξης-πολυεργαλείου -του νεοφιλελευθερισμού- έχει πια καταντήσει γελοιότητα. Μια αγράμματη γελοιότητα.
• Kαι πριν πάντως από τη Lifo είχατε καταγραφεί, θέλατε δεν θέλατε, σαν ένας από αυτούς τους νεοφιλελέ διανοούμενους που την «πέφτουν» συνεχώς στον ΣΥΡΙΖΑ. Είστε αριστερός, κύριε Σεβαστάκη;
Είναι γνωστό ότι για κάποια χρόνια υποστήριξα κριτικά την υπόθεση μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Πίστευα ότι οι άλλοι πυλώνες του μεταπολιτευτικού μας πολιτικού συστήματος είχαν χάσει την αξιοπιστία τους. Εκανα επιπλέον τη σκέψη ότι χρειαζόταν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στους θεσμούς και στις λαϊκές/μεσαίες τάξεις.
Πώς θα μπορούσαν να υπάρξουν αλλαγές σε ένα φθαρμένο μοντέλο ανάπτυξης χωρίς συναινέσεις και στη «βάση»; Εχω εξηγήσει, όμως, το πώς αποξενώθηκα στη συνέχεια από τον ριζοσπαστισμό της Αγανάκτησης και την αντιμνημονιακή «πλατφόρμα».
Δεν ήθελα να συμμετάσχω στην αυταπάτη ενός πολιτικού εθνικισμού με φιλολαϊκά συνθήματα, ούτε σε μια Αριστερά που κατακάθισε πάνω στην άρνηση, και ας την οδηγούσε αυτό στην εκλογική νίκη.
Από την άλλη, διατηρούσα πάντα αποστάσεις από άλλες πλευρές του αριστερού ριζοσπαστισμού στην Ελλάδα, κυρίως από τα βαθιά αντιδυτικά και «αντι-ιμπεριαλιστικά» σύνδρομα που οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε κάτι εισαγόμενους τσαβισμούς. Εγραψα τότε πολύ καυστικά κείμενα που μου «χάρισαν» και αντίστοιχους χαρακτηρισμούς.
• Τι είδος Αριστερά, λέτε, ότι είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ;
Τώρα που ο ριζοσπαστισμός της ευκολίας κατέπεσε, αυτό που βλέπω δεν είναι κάποιος ρεαλισμός της αυτεπίγνωσης, αλλά μια «οπορτουνιστική» τεχνική εξουσίας.
Χωρίς να υπάρξουν πραγματικές εξηγήσεις για τη στροφή του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς δηλαδή τη ρητή αναθεώρηση του προγράμματος (της Θεσσαλονίκης ή των άλλων πολιτικοϊδεολογικών κειμένων του ΣΥΡΙΖΑ), κάποιοι πάνε να κυβερνήσουν παίρνοντας μέτρα, διορίζοντας στελέχη, κάνοντας παρελάσεις κ.λπ. Αριστερός ρεαλισμός για μένα δεν σημαίνει, όμως, να πηδάει κανείς από τη διαρκή κολακεία των κινημάτων στο «κόμμα του κράτους».
Σημαίνει αναγνώριση των δυσκολιών και των ορίων, πολιτική σύνεση και σοβαρή ενασχόληση με ένα πολύ σύνθετο κοινωνικό ζήτημα (κυρίως με το ζήτημα των ανέργων και των επισφαλών εργαζομένων).
• Φοβάστε ότι η κυβέρνηση θα τα κάνει ακόμα χειρότερα ή διατηρείτε μια μικρή ελπίδα ότι ίσως οδηγηθούμε σε κάποιο ξέφωτο;
Φοβάμαι την απογοήτευση και τον κυνισμό. Τις επιπτώσεις τους στο δημόσιο πνεύμα. Η κακή διαχείριση μιας ιστορικής ευκαιρίας («πρώτη φορά Αριστερά») δυναμώνει στην κοινωνία τάσεις μηδενισμού μαζί με την αίσθηση ενός συνολικού αδιεξόδου. Βλέπουμε από την άλλη τι γίνεται στην Ευρώπη ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα της: είναι η «στιγμή» των νέων δεξιών λαϊκισμών, όχι μόνο στη συντηρητική Πολωνία αλλά και στις σκανδιναβικές χώρες και αλλού.
Ανησυχώ, λοιπόν, για το εκκρεμές που μπορεί να πάει από έναν ματαιωμένο αριστερό λαϊκισμό σε μια δεξιά «αντιπολιτική». Δεν θα ήθελα οι αποτυχίες της συριζαϊκής Αριστεράς να γεννήσουν νέο φαρμάκι δημαγωγίας και αντίδρασης: είτε έναν λαϊκοδεξιό πατερναλισμό είτε μια ρηχή ρητορική κατά των άχρηστων κομμάτων και του Δημοσίου.
Να περάσουμε, ας πούμε, από τις ανοησίες του αριστερού ριζοσπαστισμού στην «αλλεργία» για κάθε αριστερή ευαισθησία και μνήμη. Αυτό το φοβάμαι και το απεύχομαι.
Ο διάλογος θα βγάλει τα πανεπιστήμια από τη στασιμότητα
• Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στα πανεπιστήμια; Συγκρούεται όντως ένας κόσμος μεταρρυθμίσεων με έναν άλλον που δεν θέλει τίποτα να αλλάξει;Αυτό που διακρίνω εγώ είναι μια κατάσταση στασιμότητας. Δεν είναι, όμως, του τελευταίου επταμήνου, είναι υπόθεση των τελευταίων χρόνων - να είμαστε δίκαιοι. Υπάρχουν διαφορετικής τάξης προβλήματα: από πολύ ταπεινά, αυτό που λέμε υλικές, τεχνικές υποδομές, μέχρι προβλήματα συμπεριφοράς και διεκδικητικής κουλτούρας· δηλαδή ένας αναχρονιστικός αριστερισμός.
Ολα μαζί δεν μπορούν να λυθούν, είναι αυταπάτη να πει κάποιος ότι έχει ένα blueprint μεταρρύθμισης, όπου οι διάφορες αντινομίες και συγκρούσεις, που ταλανίζουν το πανεπιστήμιο, θα λυθούν. Αλλά νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και μια παράλληλη δουλειά. Εχουν υπάρξει άνθρωποι που έχουν πάει πέρα από τα στεγανά μέτωπα «μεταρρυθμισμού» και «ακινησίας», «συντεχνιασμού» και ενός εκσυγχρονισμού τραβηγμένου από τα μαλλιά, χωρίς γείωση στην πραγματική ζωή.
Αλλά όλη αυτή η δουλειά (προτάσεις, πρωτοβουλίες και πρακτικές για την οργάνωση του χώρου και τα μαθήματα σε συνεννόηση με φοιτητές) παραμένουν σκόρπιες, χάνονται μέσα σε ένα χάος και από τα υλικά προβλήματα, που σχετίζονται, βέβαια, και με την πολύ μεγάλη μείωση των προϋπολογισμών. Γιατί ο αριστεροδιεκδικητικός λόγος, που μένει μόνο στα λεφτά, που ζητάει παγίως περισσότερους πόρους, δεν ενδιαφέρθηκε όλα αυτά τα χρόνια να κάνει μια αντιπρόταση για αυτήν καθεαυτήν την εκπαίδευση.
Και από την άλλη, υπάρχει μερικές φορές μια αντίληψη ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, να γίνεις σαν αμερικάνικο πανεπιστήμιο, με αυτές τις υποδομές και τα ελάχιστα χρήματα. Και οι δυο αυτές αντιλήψεις έχουν εξαντληθεί και μας έχουν εξαντλήσει και μας όλους. Θα έπρεπε να έχουμε περάσει σε μια νέα φάση, αντί γι’ αυτήν τη στασιμότητα με επιμέρους φαινόμενα βίαιων, παρακμιακών αντιδράσεων συμπεριφοράς, που δεν πρέπει πια να τις μεγεθύνουμε, γιατί έχουν μειωθεί.
• Εχετε κάποια πρόταση;
Δεν υπάρχει μια απλοϊκή συνταγή είτε για την κοινωνική ειρήνευση είτε για την οικονομική ανόρθωση είτε για την εκπαιδευτική ανανέωση. Και τα τρία ζητήματα χρειάζονται συναινέσεις, αλλά όχι την αυταπάτη ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όλους. Να γίνει, λοιπόν, διάλογος για τα πανεπιστήμια και να μη χάνονται όλα όσα έχουν κατακτηθεί και γυρίζουμε πάντα σε σημείο μηδέν, λες και δεν έχει γίνει τίποτα.
Ολοκληρωτική ήταν η Κίνα του Μάο, όχι η Ευρώπη
• Η Ευρώπη είναι ο εύκολος στόχος μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας. Ακόμα κι όταν πνίγονται στο Αιγαίο οι μετανάστες, η Μέρκελ φταίει. Τα δικά σας αισθήματα για την Ευρώπη;Η Ευρώπη δεν είναι ένα αμόλυντο ιδεώδες ούτε μια πολιτική κατασκευή χωρίς προβλήματα. Στο εσωτερικό της βλέπουμε φαινόμενα που μας κάνουν να ντρεπόμαστε: εθνικιστές και νεοσοβινιστές πολιτικάντηδες, μεγάλες αξιοσέβαστες εταιρείες που καταφεύγουν στην απάτη, άτολμες ή μισές απαντήσεις απέναντι στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα.
Αλλά δεν θα μας πουν οι αντιευρωπαϊστές και οι οπαδοί του «εθνικού νομίσματος» τα προβλήματα της Ευρώπης. Παρά τις αδυναμίες της, η Ευρώπη είναι ένα βασικό πεδίο αναφοράς. Θεμελιωμένη στις τρεις πηγές, στην Αθήνα, στη Ρώμη και στην Ιερουσαλήμ, η Ευρώπη παραμένει για μένα μια «υπόθεση που αξίζει».
Δεν πείθομαι καθόλου από τη μόδα αυτών των συγγραφέων και καλλιτεχνών που βρίζουν την Ευρώπη, τη βαφτίζουν τέρας ή την ταυτίζουν αναίσχυντα με ολοκληρωτική αυτοκρατορία και στρατόπεδο. Ολοκληρωτική αυτοκρατορία ήταν βεβαίως η Κίνα του προέδρου Μάο, που εκθείαζε ο Αλέν Μπαντιού και πολλοί αλτουσεριανοί μαρξιστές της δικής μας ελληνικής σκηνής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)