Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση πετυχαίνει μια συμφωνία

Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση πετυχαίνει μια συμφωνία με τους εταίρους. Παίρνει και αυτήν την φορά χρήματα και πληρώνει τα εκκρεμή δάνεια. Γεμίζει προσωρινά τα ταμεία της για το εσωτερικό και παραμένει συνεπής στην "ιερότερη" υποχρέωση της, που δεν είναι άλλη από την καταβολή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των συντάξεων.

Και μετά τι; Σε πόσο καιρό θα έρθει η επόμενη απειλή καταστροφής; Σε δύο μήνες, τρεις, πέντε; Και υπό αυτήν την έννοια τι είδους σωτηρία θα είναι είναι αυτή που θα έχουμε πετύχει; Σωτήρία μέχρι το επόμενο επεισόδιο, που θα έρθει με βεβαιότητα για να μας οδηγήσει και πάλι στην εντατική;
Κατανοεί κανείς ότι το ουσιώδες πρόβλημα είναι τα 11 δις του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών; Ότι κάθε χρόνο η χώρα γίνεται κάτά 11 δις φτωχότερη; Και ότι για να διατηρηθεί το επίπεδο ευμάρειας, που εξασφαλίζεται μέχρι σήμερα με εισαγόμενα προϊόντα, αυτό το έλλειμμα πρέπει να αναπληρώνεται σε τακτική βάση με νέα δάνεια, που όμως πια δεν υπάρχουν;

Κατανοεί επιπλέον κανείς ένα πρόσθετο στοιχείο; Ότι υπό αυτές τις συνθήκες, χωρίς την εισροή νέου πλούτου υπό μορφή δανεικών, η διατήρηση του επιπέδου ζωής των δημοσίων υπαλλήλων και όλων όσοι σιτίζονται από το κράτος σημαίνει ευθέως την αντίστοιχη επιδείνωση του επιπέδου ζωής όσων πληρώνουν πραγματικούς φόρους και όχι φόρους λογιστικών εγγραφών;

Και όμως. Εν όψει αυτών των απλούστατων διαπιστώσεων δεν βλέπουμε ακόμη κανέναν να μιλάει για το μόνο ουσιώδες της αντιμετώπισης της κρίσης. Την ενίσχυση της παραγωγικής δομής της χώρας. Κάτι που δεν αντιμετωπίζεται ούτε καν ως δευτερεύον. Είναι απλά ένα ζήτημα που δεν υπάρχει. Δεν λαμβάνεται υπ' όψιν. Κανείς δεν μιλάει γι' αυτό.

Ούτε αυτοί οι ίδιοι οι οπαδοί της δραχμής, που βλέπουν το νέο νόμισμα ως δυνατότητα χρηματοδότησης των αναγκών του κράτους, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι τα τυπογραφεία δεν παράγουν πλούτο. Αντίθετα παράγουν χαρτιά, τα οποία έχουν αξία μόνον όταν εκδοθούν σε αντίκρυσμα ανταλλάξιμων προϊόντων.

Τα πάντα ήταν προβλέψιμα πριν από πέντε χρόνια. Και τα πάντα παραμένουν προβλέψιμα. Βαδίζουμε όλο και πιο βαθιά στο αδιέξοδο, συντηρούμενοι με δανεικές ανάσες, που γίνοται όλο και λιγότερες. Μέχρι πότε. Κανείς δεν αναρωτιέται. Και κανείς δεν σχεδιάζει να φτιάξει κάτι με τα χέρια του.

Θέμης Καζαντζίδης
https://www.facebook.com/ermippos.ermippiou

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Βαγγέλης Γιακουμάκης [2]






Βαξεβάνης για τον χαμό του Γιακουμάκη: Λεβέντες και λεβεντομαλάκες




Η μαφία που δημιουργήθηκε με άλλοθι την κρητική λεβεντιά, ήταν ένα σύστημα πολιτικής διαπλοκής με το έγκλημα

Όποιος νομίζει πως η ελληνική επαρχία είναι όσα απεικονίζουν οι έγχρωμες φωτογραφίες του καλοκαιριού κάνει λάθος. Η επαρχία είναι σκληρή, στενή και δεν συγχωρεί. Μεγάλωσα σε ένα μεγάλο χωριό της Λέσβου με ιστορία, σπουδαίους ανθρώπους αλλά και ένα τσούρμο λεβεντομαλάκες. Αμόρφωτοι, βίαιοι άνθρωποι, που επέλεγαν τη βία όχι για να αντριευτούν αλλά για να κρυφτούν πίσω της. Για να κρύψουν τα συμπλέγματα, τη δειλία τους και την μειονεξία τους. Γελοιοποιήσαν ό,τι δεν μπορούσαν να καταλάβουν, κάγχαζαν αυτά που δεν μπορούσαν να φτάσουν και προσπαθούσαν ασυναίσθητα να κάνουν την κοινωνία να τους μοιάσει για να μπορούν να είναι κάποιοι. Όλα αυτά συνήθως με βία και τη γενναιότητα του μαχαλόμαγκα ο οποίος μέσα στην αγέλη γίνεται όσο άντρας επιλέξει με τα λόγια, αλλά μόνος ψάχνει πάντα τη σκιά για να κρυφτεί.

Θυμάμαι που στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού το καλοκαίρι, οι ίδιοι άνθρωποι πάντα, μετέτρεπαν το έθιμο σε μια επίδειξη μεθυσμένης μαγκιάς και βίας. Μεθούσαν, έσπαγαν, χτυπούσαν και καμιά φορά τραβούσαν και μαχαίρια. Οι ίδιοι πάντα, μόνο που σιγά σιγά πλήθυναν. Η Αστυνομία συνήθως τους έπιανε και μετά από λίγο τους άφηνε ελεύθερους. Οι περισσότεροι ήταν ρουφιάνοι της ή προστατευόμενοι του βουλευτή της περιοχής.

Τα πιο προοδευτικά μυαλά στο χωριό και οι πιο μορφωμένοι έφευγαν και άφηναν την κοινωνία όμηρο σε μια ομάδα που η τοπική διαπλοκή την έκανε ισχυρή. Τα παιδιά στο χωριό, έμαθαν να έχουν πρότυπο στα πρώτα χρόνια της εφηβείας αυτό το αντριλίκι που το μεγάλωνε το ούζο και το θέριευε η προσωπική μικρότητα. Αλλοίμονο σε αυτόν που ήταν διαφορετικός, τρελός, μειονεκτικός ή πολύ έξυπνος. Παραδινόταν στη χλεύη για να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό της αμορφωσιάς και της δειλίας.

Όποτε πάω στο χωριό μαθαίνω πως τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Ναρκωτικά, όπλα, βρωμιές και πάντα το αντριλίκι που ψάχνει ποιος θα παραπατήσει για να τον κλωτσήσει. Όρθιο δεν χτυπάνε ποτέ. Οι πιο μικροί ηλικιακά προσχωρούν σε αυτό το πρότυπο της ομάδας για να είναι κάποιοι ή για να μην πάθουν ό,τι παθαίνουν οι άλλοι. Πολλοί έχουν συλληφθεί, έχουν φυλακιστεί ακόμη και για φόνους ανθρώπων, αλλά είναι ελεύθεροι γιατί φροντίζει ο πολιτικός προστάτης του χωριού εξασφαλίζοντας την εκλογική του πελατεία. Τα δικαστήρια βγάζουν περίεργες αποφάσεις και νόμοι εμφανίζονται για να αποσυμφορηθούν οι φυλακές από αυτούς τους συγκεκριμένους φονιάδες και άθλιους.
Περιττό να πω, πως αυτός ο πολιτικός προστάτης έχει θέση αγίου στο χωριό αφού στα μάτια όλων “φροντίζει για το χωριό και τους ανθρώπους του”, όχι για φονιάδες και εμπόρους ναρκωτικών


Όταν διάβασα για την εξαφάνιση του Βαγγέλη Γιακουμάκη και τις παρενοχλήσεις από την ομάδα των κρητικών, πίστευα πως ήξερα ακριβώς τι είχε συμβεί. Μια ομάδα εφήβων αναθρεμμένη σαν τα παιδιά του χωριού μου, αδύναμη να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ λεβέντη και λεβεντομαλάκα, προσπάθησε να επιβεβαιωθεί απέναντι σε αυτόν το αδύναμο που μπορούσε. Το πρόσχημα ήταν πως ο Βαγγέλης δεν ανταποκρινόταν στα πρότυπα ανδρισμού της κρητικής αυθαιρεσίας τους. Αγνοούσαν βέβαια και οι ίδιοι πως η Κρήτη και πολύ περισσότερο η λεβεντιά της, δεν έχει καμιά σχέση με το πρότυπο των όπλων και της δειλής εκδικητικότητας που έχει καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια. Οι κρητικοί χρησιμοποίησαν τα όπλα για να αντιμετωπίσουν τον κατακτητή και όχι για να πυροβολούν πισώπλατα ανθρώπους. Η μαφία που δημιουργήθηκε με άλλοθι την κρητική λεβεντιά, ήταν ένα σύστημα πολιτικής διαπλοκής με το έγκλημα. Πολιτικοί παράγοντες δημιούργησαν τα Ζωνιανά, πολιτικοί παράγοντες προστατεύουν το έγκλημα στην Κρήτη προσπαθώντας να του αποδώσουν κοινωνική ανοχή με το πρότυπο ψευτοαντριλικιού.

Με αυτό το πρότυπο λειτούργησαν και οι κρητικοί στη Γεωργική Σχολή των Ιωαννίνων. Ως επιβεβαίωση αυτού του προτύπου ήρθε και η παρέμβαση του πολιτικού από την Κρήτη πριν από χρόνια για τα άτακτα παιδιά της Σχολής. Πήρε λέει τηλέφωνο για να μην διώξουν σπουδαστή από τη Σχολή. Έτσι αντιλαμβάνεται το ρόλο του. Το αποτέλεσμα είναι πως ένα παιδί, κάτω από την πίεση και τις συμπεριφορές των συνομήλικών του είναι νεκρό. Γιατί δεν ήταν αρκετά καλό για το “κρητικό πρότυπο” του λεβεντομαλάκα που νομίζει πως είναι λεβέντης επειδή φοράει στιβάνια και μαύρο πουκάμισο. Επειδή χτυπάει αδύναμους και ερωτοροπεί με το έγκλημα.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο το πρότυπο που σμίλευσαν άθλιοι ψευτόμαγκες και συμφερολοντολόγοι πολιτικοί. Είναι κυρίως η Σχολή. Αυτοί όλοι μπήκαν στο περιβάλλον της Σχολής αλλά κανένας δεν τους ζήτησε να αρνηθούν τα τερατώδη που εκπροσωπούσαν για να φοιτήσουν. Αντί η Σχολή και οι καθηγητές τους να θέσουν τα όρια μέσα στα οποία θα λειτουργούσαν, αποδέχθηκαν τα δικά τους. Τους άφησαν να είναι λεβεντομαλάκες και να βασανίζουν έναν σπουδαστή τους. Γνώριζαν αλλά χωρίς να έχουν το δικαίωμα, είχαν αποδεχθεί πως το σύστημα απαιτεί να υποκλιθούν οι ίδιοι ως καθηγητές και παιδαγωγοί και όχι η αθλιότητα και η βία στον πολιτισμό και τους όρους λειτουργίας.
Δεν έπαιξαν το ρόλο τους ως καθηγητές. Δέχθηκαν παρεμβάσεις από πολιτικούς και δεν τις κατήγγειλαν, έβλεπαν ένα παιδί να υποφέρει και δεν συμπεριφέρθηκαν σαν να είναι το παιδί τους. Εγκατέλειψαν τη λεβεντιά και την αξιοπρέπεια που πρέπει να έχει ένας παιδαγωγός μπροστά σε ένα τσούρμο λεβεντομαλάκες που επέμενε πως η σπουδαιότητα στη ζωή είναι να γίνεσαι όχλος και να τιμωρείς, κανίβαλος και να κατασπαράζεις.

Δεν ξέρω αν όλοι αυτοί έχουν παιδιά. Ούτε τι ευθύνη έχει ο καθένας. Ας βγουν να μιλήσουν. Με το θάρρος όχι του λεβέντη, γιατί λεβέντες δεν είναι, αλλά του ανθρώπου που νοιώθει έστω κάποια ενοχή.

Τέσσερα σενάρια και η ρήξη

Πού το πάει η κυβέρνηση; Θα προχωρήσει στη ρήξη με το Βερολίνο και τους άλλους δανειστές ή σηκώνει σκόνη για να πετύχει ένα συμβιβασμό; Γιατί ανακίνησε τόσο δραματικά, και με προσωπική παρέμβαση του πρωθυπουργού, το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων; Μόνο σενάρια μπορούμε να παραθέσουμε.

Σενάριο Α. Ο κ. Τσίπρας λειτουργεί περίπου όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τα βάζει με τους Γερμανούς, φτάνει τα πράγματα στα άκρα και στο τέλος φέρνει στη Βουλή μια συμφωνία που περιέχει μέτρα και μεταρρυθμίσεις για ψήφιση. Και όλα αυτά βασισμένα σε μια δεξιοτεχνική διγλωσσία όπου η τρόικα μένει και φεύγει, μετονομάζεται κ.λπ. κ.λπ.

Σενάριο Β. Η κυβέρνηση ξέρει πως σε δέκα-δεκαπέντε μέρες δεν θα έχει να πληρώσει τις υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας. Φοβάται δικαιολογημένα τις πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης και γι’ αυτό φροντίζει να δημιουργήσει ένα πολύ οξύ κλίμα στο εσωτερικό ενοχοποιώντας προκαταβολικά το Βερολίνο για τυχόν προσωρινό κλείσιμο των τραπεζών ή στάση πληρωμών, μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο.

Σενάριο Γ. Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει ότι «δεν βγαίνει» ο συμβιβασμός με την «τρόικα» και κάνει ταυτόχρονα δύο πράγματα. Διαπραγματεύεται και φέρνει τα τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα για να δείξει καλή θέληση, αλλά προετοιμάζεται για ένα σενάριο βελούδινης εξόδου από το ευρώ μέσω διπλού νομίσματος ή πληρωμής υποχρεώσεων με ειδικά ομόλογα.

Σενάριο Δ. Λειτουργεί το τυχαίο, ο ερασιτεχνισμός ορισμένων και ο φανατισμός άλλων, σπρώχνοντας τη χώρα σε ένα ατύχημα χωρίς να το συνειδητοποιεί ενδεχομένως και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Η κόντρα με τη Γερμανία μεταλλάσσεται εν τω μεταξύ σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο εφιάλτη. Δεν υπάρχει δηλαδή κανένα σχέδιο πουθενά κρυμμένο, απλώς οι δυνάμεις της βαρύτητας και της δραχμής μάς τραβάνε όλους –μαζί με τον κ. Τσίπρα– προς μια μαύρη τρύπα.

Αυτά ως προς την κυβέρνηση. Να προσθέσουμε μόνο την αγωνιώδη προσπάθεια να υλοποιηθεί το μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι με Κίνα, Ρωσία, Αμερική. Προς το παρόν έχει προκαλέσει ανησυχία στους εταίρους μας, χωρίς όμως να έχει αποφέρει τίποτα απτό.

Πού το πάνε όμως οι εταίροι - δανειστές; Κανείς τους δεν θέλει να παίξει τον ρόλο του κακού. Προφανώς ζυγίζουν το τι πρέπει να κάνουν ως επόμενη κίνηση. Εκείνοι που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική εισηγούνται στην καγκελάριο κ. Μέρκελ να είναι προσεκτική. Τους ανησυχεί η εξάπλωση του αντιγερμανισμού στην Ευρώπη, το σενάριο μιας Ελλάδας-αποτυχημένου κράτους (failed state) ή ακόμη το σενάριο μιας Ελλάδας εκτός Δύσης με στενές σχέσεις με τη Μόσχα ή το Πεκίνο. Από την άλλη, έχει χαθεί γενικά η υπομονή με την Αθήνα λόγω της διγλωσσίας, της «ατζαμοσύνης» και της έλλειψης εμπιστοσύνης. Κάποιοι «ιέρακες» επιμένουν από καιρό πως η κοινή γνώμη στην Ελλάδα θα αντιληφθεί ακριβώς τι συμβαίνει μόνο αν η χώρα περάσει μία «προθανάτια» εμπειρία, τύπου στάσης πληρωμών ή επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων. Αυτό θα είχε ήδη γίνει αν οι τεχνοκράτες της ΕΚΤ και του ΔΝΤ δεν προειδοποιούσαν ότι οι οπαδοί της θεωρίας αυτής δεν συνειδητοποιούν τις παρενέργειές της.

Τώρα βρισκόμαστε σε μια χαοτική ισορροπία τρόμου. Είναι σχεδόν αδύνατο να δει κανείς πώς ο κ. Τσίπρας θα μπορέσει να κλείσει τη διαπραγμάτευση-αξιολόγηση, να την επιβάλει πολιτικά και να την υλοποιήσει τεχνοκρατικά. Θα χρειασθούν πολύ μεγάλες υπερβάσεις από την πλευρά του. Οι εκλογές και το δημοψήφισμα δεν είναι λύση. Μπορεί να τον βολεύουν τον ίδιο πολιτικά για λίγο, θα ξαναβρεθεί όμως μπροστά στα ίδια αδιέξοδα μετά. Καλώς ή κακώς φτάνει η στιγμή που θα πρέπει να επιλέξει, κάποια στιγμή τις επόμενες ημέρες: τη ρήξη με δικά του στελέχη και τον συμβιβασμό ή τη ρήξη με τους εταίρους-δανειστές και ό,τι αυτή συνεπάγεται.

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 15/03/2015

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Βαγγέλης Γιακουμάκης



"Η τραγική ιστορια του Βαγγέλη Γιακουμάκη δημιουργεί δημιουργεί δυο υποχρεώσεις. Στην πολιτεία να βρει άκρη και να αποδώσει δικαιοσύνη και σε ολους εμας να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με αγάπη και φροντίδα, να μην τα γεμίσουμε με συμπλέγματα, ανασφάλεια και τραύματα που θα τα κανουν να ψάχνουν εναν αδύναμο, να τον βασανίσουν και να αυτοεπιβεβαιωθούν ως "μάγκες".
Όσο για εμας τους Κρητικούς να αναλογιστούμε ποια θα ήταν η αντίδραση των λεβεντογερων (που η δική μου γενια πρόλαβε) μπροστά στα σημερινά μαλακισμένα wanna be μαφιοζακια, που ξευτιλιζουν μια παράδοση λεβεντιάς και περηφάνειας. Μόνο θλίψη, μόνο ντροπή."

Ευτύχης Βαρδουλάκης
https://www.facebook.com/eftychis.vardoulakis/posts/10153159581438210?fref=nf

μαλακισμένα wanna be τσογλάνια, αλήτες - νταβατζήδες - προστάτες τους, μαλακισμένη νοοτροπία

Καλό ταξίδι Βαγγέλη..

Η ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ...

Ιδού η λέξη που κατάφερε να ενώσει την Αριστερά με την Άκρα Δεξιά (στην ρητορική της εκδοχή και με την ΧΑ) και να δημιουργήσει ένα εθνικό αφήγημα αντάξιο των καλύτερων λαϊκιστικών ρητορικών του μακρινού παρελθόντος. Και γιά να στέκει το αφήγημα, ιδρύθηκαν και οι «εχθροί» σε έναν αχταρμά πατριδοκαπηλίας και ξενοφοβικού (αντιευρωπαϊκού) μίσους με ολίγον από Εβραίους και Μουσουλμάνους (Καμμένος και ΧΑ). Και πολύ από Γερμανούς (Τσίπρας, Καμμένος, ΧΑ, Εκκλησία, "δημοσιογράφοι" και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι). Και φυσικά κανένας εχθρός δεν μπορεί να είναι αρκετά μισητός όσο είναι οι ντόπιοι συνεργάτες των εχθρών. Γιατί στον τιμοκρατικό λαϊκισμό της μετα-life-style Ελλάδας, το ότι ο «εχθρός» εξυπηρετεί τα συμφέροντά του είναι αποδεκτό, ακόμη κι αν αντιστρατεύεται τα δικά μας. Ενώ οι Δήμοι Σταρένιοι είναι εκείνοι που σωρεύουν πάνω τους και τον ηθικό κολασμό του προδότη. Και οι κατά φαντασίαν Γιώργος Θαλάσσης, Κατερίνα και Σπίθας είναι σαφώς μια ισχυρή μετεκλογική πλειοψηφία. Αλλά πρέπει να εφευρεθεί και η Κατοχή.
Και η Κατοχή είναι το Μνημόνιο. Όλα ταιριάζουν. Οι δυνάστες είναι Γερμανοί (με ολίγον από Ολλανδούς, Φινλανδούς και οψίμως και Ισπανούς και Πορτογάλους), οι «συνεργάτες» που είναι «δεξιοί φασίστες» (ασχέτως αν ήταν/είναι εκλεγμένοι από τον δημοκρατικό λαό ή αν οι αληθινοί φασίστες είναι τώρα με εμάς) και αργυρώνητοι του παλιού καθεστώτος (ασχέτως αν είχαν ή δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την διαπλοκή και την φοροληστεία και τις λίστες και ασχέτως αν κάποιοι «δικοί μας» είχαν).
Κάποτε σε πιο νηφάλιες εποχές θα τα ξανασκεφτούμε –τουλάχιστον οι πιο έλλογοι πολίτες από εμάς- όλα αυτά. Ως τότε όμως θα ήταν καλό να θυμηθούμε δύο μεγάλα λογικά κενά της «αξιοπρέπειας» σε όλην αυτή την «εθνική» υστερία :
1. Η Ευρώπη, παρά τα σοβαρά της προβλήματα ως Ένωση (υπερβολική επιρροή των αγορών, κρίση αντιπροσωπευτικότητας, αύξηση της διαφοράς πλούσιων και φτωχών λαών κλπ) παραμένει μία από τις πλέον δημοκρατικές περιοχές του κόσμου με ένα από τα υψηλότερα εισοδήματα και με ζωηρές τόσο τις κοινωνικές της κατακτήσεις (και την ειρήνη) όσο και την διαρκή προσπάθεια των λαών της να τις προστατέψει απέναντι σε εσωτερικές και εξωτερικές απειλές, αλλά και να τις διευρύνει (π.χ. φιλελευθεροποίηση του καθολικισμού, εναντίωση στην ισλαμοφοβία κλπ). Και ως ανεξάρτητες χώρες, απολαμβάνουν πολλαπλάσια τις αρετές του συστήματος της καθεμιάς. Η συνύπαρξή μας με αυτές τις χώρες και δη με τον σκληρό τους πυρήνα δεν είναι «κατοχή» και ούτε εκλαμβάνεται ως τέτοια από την τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων σε πλήθος δημοσκοπήσεων (και εκλογών). Το πώς οι ίδιοι Έλληνες συνταιριάζουν στο μυαλό τους το εθνικό-λαϊκιστικό αφήγημα και την επιθυμία συνύπαρξης με το κλάμπ των ισχυρών είναι το πρώτο λογικό κενό της «αξιοπρέπειας». Μήπως είναι το αντίθετο?
2. Το δεύτερο λογικό κενό έχει να κάνει με την κοντή μας μνήμη στο τι κάν σήμαινε αυτή η «αξιοπρέπεια» που υποτίθεται πως χάσαμε με την στρεβλή και κρυπτο-αντιμεταρρυθμιστική (μη) εφαρμογή του Μνημονίου (μιάς ορθά διαβαζόμενης εποχής της κατάλυσης ελευθεριών, δικαιωμάτων όπως της εργασίας, αλλά και της άγριας επιδρομής στο εισόδημα των ασθενέστερων μέχρις ορίου ανθρωπιστικής κρίσης). Και αντί να ψέξουμε την υποκρισία και την διπροσωπία των κυβερνήσεων, της διαπλεκόμενης ολιγαρχίας των κλεφτών και των λαμόγιων, αλλά και των επενδεδυμένων συμφερόντων ομάδων που πάντα θα αντιστρατεύονται τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, ψέγουμε –ορθά αλλά μόνο - το μοντέλο που εφαρμόστηκε. Και ξεχνάμε επιπλέον και το πριν το 2010 και μάλιστα το νοσταλγούμε. Και ποιο ήταν αυτό το πριν? Τι ζηλεύουμε στην Ελλάδα του 2009? Το lifestyle του Κωστόπουλου και της Πάνια ή την ενημέρωση από 3-4 ιδιοτελή συγκροτήματα? Την δημόσια συμπεριφορά μας ή την φοροκλοπή μας? Τά δάνειά μας ή τις επενδύσεις μας στις φούσκες των ομολόγων? Τα φακελάκια στους γιατρούς ή τα φάρμακα που κόστιζαν 300% περισσότερο? Τα μισο-χρεωκοπημένα μας ταμεία ή τους «λαθρομετανάστες» που πιστεύαμε ότι μας έπαιρναν τις δουλειές και άυξαναν την εγκληματικότητα? Τον ρατσισμό μας ή τα άχρηστα οπλικά μας συστήματα? Τις ουρές μας σε υπηρεσίες του δημοσίου ή τα πανάκριβα φροντιστήρια των παιδιών μας? Τα ατυχήματά μας στους δρόμους ή την υποχρεωτική σχέση μας με την Εκκλησία ή την σαρία? Τα χρόνια που έπαιρνε μια μήνυσή μας να εκδικαστεί ή τους μήνες που καθαρογραφόταν η απόφαση? Το βόλεμα στο δημόσιο ή το φακελάκι στην πολεοδομία? Τις χωματερές μας ή τα σκουπίδια μας στους δρόμους? Τις ράμπες των αναπήρων με τα παρκαρισμένα ή το κόστος ενός χιλιομέτρου αυτοκινητοδρόμου? Τον μισθό του υπαλλήλου του ΟΣΕ ή τις κυβερνητικές ειδήσεις στην ΕΡΤ? Τα πανεπιστήμια με τις διαλυμένες υποδομές ή τα ΜΑΤ που συμπλήρωναν το έργο? Τον αριθμό των βιβλίων που (δεν) διαβάζαμε ή τον αριθμό και την ποιότητα των περιοδικών μας? Την σκύλλα της προσπάθειας μιάς επένδυσης ή την χάρυβδη του λαθρεμπορίου καυσίμων για την θέρμανσή μας? Την ερήμωση των χωριών μας ή το κτίσιμο των ακτών μας ή την αποχώρηση και το κλείσιμο των βιομηχανιών μας? Την αρχιτεκτονική των πόλεών μας ή τα ριάλιτι της τηλεόρασής μας? Το κάψιμο των δασών μας ή το παράνομο κάπνισμα στα εστιατόριά μας? Την ιδιοτέλεια των συνδικαλιστών μας ή την προστυχιά των τραπεζών μας να μας μοιράζουν διακοποδάνεια? Τα μεταλλαγμένα χωρίς σήμανση ή τις κλειστές αίθουσες μουσείων? Τις επιδοτήσεις που δεν έγιναν επενδύσεις ή τα χωράφια της Μανωλάδας? Τι από όλα αυτά επιθυμήσαμε και τι από όλα αυτά ήταν «αξιοπρέπεια»? Μήπως τίποτα?
Εν τέλει αυτή η «αξιοπρέπεια» είναι ότι πιο πρόστυχο προέκυψε από αυτή την συγκυρία της κρίσης. Και ότι πιο ύποπτο. Και ότι πιο σκοτεινό και επικίνδυνο. Και, στον βαθμό που χαϊδεύει την κλάψα μας του παραπονεμένου και κακοποιημένου παιδιού της Ευρώπης, ότι πιο ανυπόφορα ατελέσφορο και φοβιστικό. Και μία απόδειξη του πόσο φοβιστικό είναι, είναι αυτή η ίδια η μορφή της συνεργασίας αυτών που το διηγούνται. Και η διαρκής απενοχοποίηση του φασισμού, που κι αυτός ωραία κρύπτεται πίσω από την ίδια διήγηση.
Καλή Κυριακή σε όλους!

Γώργος Κυριακόπουλος
https://www.facebook.com/profile.php?id=100004225238330&fref=hovercard

Νίκος Βατόπουλος: Εγκώμιον ενός αθηναϊκού θεσμού

Όταν γεννήθηκα, το Ινστιτούτο Goethe μετρούσε ήδη οκτώ χρόνια επίσημης παρουσίας στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να μαθαίνεις γερμανικά στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950, και να τρέχεις από τάξη σε τάξη, και από αίθουσα σε αίθουσα, στο κατακερματισμένο τότε, χωροταξικά, Ινστιτούτο, που καταλάμβανε διάφορα νεοκλασικά κτίρια και διαμερίσματα της οδού Ομήρου. Αλλά, συμβαίνει το εξής. Το Goethe Αθηνών υπήρξε εξ αρχής μία ναυαρχίδα της εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής της Γερμανίας και συνεχίζει να είναι, ένα κομμάτι γερμανικής κουλτούρας απέναντι στην Καθολική Εκκλησία της Αθήνας, που χτίστηκε επί Οθωνος, στη διάρκεια της πρώτης βαυαρικής δυναστείας. Υπάρχουν αντιστοιχίες. Αισθάνομαι ότι η ελληνογερμανική συνεννόηση με όχημα τη γλώσσα και τον πολιτισμό έχει βαθιές ρίζες, ακόμη και αν αυτές είναι κρυφές, στο ημίφως ή σε νάρκη. Είναι φανερό ότι η γερμανομάθεια τόσων Ελλήνων και η ελληνομάθεια τόσων Γερμανών δεν ξεπήδησε από μία ξερή γη αλλά προέρχεται από μία εύφορη πεδιάδα που διαπερνάει τους αιώνες και φθάνει πίσω, πέρα από τον Διαφωτισμό και τον Βίνκελμαν, πίσω από το Μπαρόκ και την Αναγέννηση, πέρα από τους βυζαντινο-γερμανικούς γάμους.

Για κάποιο λόγο, όχι και τόσο σαφή ή ξεκάθαρο, η Γερμανία ως πολιτιστική οντότητα υπήρξε πάντα ένα μέγεθος αλλά και μία ανάγκη για την κατανόηση της Ευρώπης με τρόπο παράλληλο της Ελλάδας ως θεμέλιου λίθου της ευρωπαϊκής βαβέλ. Η πρώτη μου επαφή με τη Γερμανία ήταν όταν μαθητής του Δημοτικού μάζευα γραμματόσημα και ξεχώριζα αμέσως εκείνα της Δυτικής, τότε, Γερμανίας από τον γραφιστικό ορθολογισμό της Bundesrepublik. Θυμάμαι ένα γραμματόσημο του Λούθηρου από τη δεκαετία του ’60 και τη γερμανική αρχιτεκτονική στη σειρά των πόλεων. Ηταν μία μύηση.

Χρόνια μετά, μέσα από τη μουσική και τη λογοτεχνία, ήρθαν τα πρώτα ταξίδια. Γνώρισα τη Γερμανία την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και ακόμη και τώρα αντιμετωπίζω δυσκολία να μεταφέρω σε έναν νεότερο άνθρωπο τι σήμαινε τότε να ταξιδεύεις σε μία Ευρώπη που είχε δύο χρώματα. Στη δεκαετία του 1970 όταν είδα για πρώτη φορά το Μόναχο και το Ντύσσελντορφ, την Κολωνία και την Στουτγάρδη, η Ελλάδα ήταν στην ίδια πλευρά, σύμμαχος της Δυτικής Γερμανίας και αυτή η αίσθηση σε συνόδευε παντού. Οι Ελληνες εργάτες ήταν τότε μία μεγάλη κοινότητα. Όπως οι Τούρκοι, οι Γιουγκοσλάβοι, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι. Αισθανόμουν αμήχανα όταν εκείνα τα χρόνια, ερχόμουν από την Αθήνα στις γερμανικές πόλεις ως τουρίστας με φωτογραφική μηχανή, με καταναλωτική διάθεση και πολιτιστική δίψα, και συναντούσα – άγουρος και νεοφώτιστος – την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας. Δεν θα ξεχάσω εκείνα τα βλέμματα. Εχουν ακόμη την υγρασία τους.

Από τότε πέρασαν χρόνια, η Γερμανία και η Ελλάδα άλλαξαν, η Ευρώπη και ο κόσμος άλλαξαν, μαζί τους άλλαξα και εγώ. Η Γερμανία μεταμορφωνόταν σε ένα μεγάλο, συμπαγές κράτος και το Βερολίνο γινόταν η νέα τρέλα για όλους τους νέους της Ευρώπης. Θυμάμαι που είχα δει την ταινία «Καμπαρέ» στα χρόνια του ’70 σε μία σπουδαστική προβολή στην Αγγλία, ανάμεσα σε ένα πολυεθνικό κοινό νέων εφήβων. Οι Γερμανοί φίλοι μας, παιδιά 16 ετών, είχαν νοιώσει αμήχανα. Πόσο μακριά μου φαίνονται όλα αυτά τώρα, που το Βερολίνο έχει ξαναγίνει μία από τις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Πόσες διαχωριστικές γραμμές έχουν ξεθωριάσει…

Από τη μεριά της Αθήνας, ως Αθηναίος πολίτης, γέννημα θρέμμα, ως ένας Ευρωπαίος του Νότου σε μία μητρόπολη στην άκρη της ηπείρου, μου αρέσει να βλέπω τον χάρτη των πολιτισμικών συμμαχιών και ανακατατάξεων. Και να εξερευνώ τα ίχνη μίας άλλης κουλτούρας στη μεγάλη μου πόλη. Η Γερμανία – λόγω της βαυαρικής δυναστείας – έχει μία από τις πιο παλιές παρουσίες στην Αθήνα και δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα «μοντέρνα» σπίτια στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν τα «γερμανικά» σπίτια με την οικιακή, νέα τεχνολογία της εποχής, όπως τα λεγόμενα «γερμανικά» παντζούρια, με τις γρίλιες. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η πρώτη έκθεση της Αθήνας στον δυτικό, αστικό πολιτισμό έγινε πριν από 180 χρόνια μέσω Γερμανίας (έστω και αν τότε δεν ήταν ενιαίο κράτος).

Για κάποιον που αγαπά την Αθήνα, η σύνδεση με τη γερμανική κουλτούρα στην αρχιτεκτονική και την αρχαιολατρία είναι απαραβίαστη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις ανασκαφές στην Αρχαία Ολυμπία και τη Σάμο, να δει το περικαλλές κτίριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη και Φειδίου, έργο του Σάξονα Ερνστ Τσίλλερ (του πιο Αθηναίου Γερμανού αρχιτέκτονα), να σκεφτεί τη συνεισφορά του Ερρίκου Σλήμαν και του Wilhelm Dörpfeld για να αναλογιστεί πόσο βαθιές και ουσιαστικές είναι οι ελληνογερμανικές συμμαχίες στον πολιτισμό.

Αλλά εκείνο που σήμερα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο είναι οι δυνατότητες που ανοίγονται για το μέλλον. Ισως, λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, αυτές να μην είναι τόσο ευδιάκριτες ή ελκυστικές αλλά η αλήθεια είναι ότι σε εποχές ύφεσης και αναγκαστικής όσο και ωφέλιμης ανασυγκρότησης στόχων και επανιεράρχισης προτεραιοτήτων, η επένδυση στη γνώση μέσα σε ένα διεθνές, ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο. Το Ινστιτούτο Goethe, καθώς είναι ένας μορφωτικός πυλώνας, το βλέπω να έχει ρόλο ολοένα και πιο ενεργό στην ελληνική πολιτιστική ζωή. Εχει διατηρήσει τα ηνία με πυκνές και ποιοτικές πρωτοβουλίες και η αίθουσά του έχει γίνει κομμάτι του αθηναϊκού χάρτη. Δεν ξέρω πόσες άλλες πολιτιστικές επενδύσεις έχουν αφήσει ανάλογο αποτύπωμα σε βάθος χρόνου. Η Γερμανία, μαζί με τη Γαλλία και την Ισπανία, και σε δεύτερο βαθμό τη Βρετανία και τις ΗΠΑ (ενώ ακολουθούν οι χώρες της Σκανδιναβίας και λιγότερο η Ιταλία) ηγείται από πλευράς διπλωματίας πολιτισμού στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ζωής στην Αθήνα. Η ελληνική πρωτεύουσα έχει μεγάλα περιθώρια να υποδεχθεί πολύ μεγαλύτερες δόσεις πολιτιστικών προτάσεων από τις φίλες ευρωπαϊκές χώρες και η Γερμανία με το Ινστιτούτο Goethe διαθέτει τον μηχανισμό, την τεχνογνωσία και τους ανθρώπους να καλλιεργήσει μια ακόμη πιο ουσιαστική σχέση με τους Ελληνες.

Οι σχέσεις αυτές είναι αμφίδρομες. Και είναι καλό να αναλογισθεί και η ελληνική πλευρά ότι η γόνιμη επαφή με την γερμανική κουλτούρα ανοίγει πόρτες στους νέους, μορφωμένους Ελληνες όχι μόνο στη Γερμανία και τον γερμανόφωνο κόσμο αλλά και σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει μία χώρα για τον εαυτό της και τους πολίτες της είναι η καλλιέργεια της εσωστρέφειας, της μειονεκτικής αυταρέσκειας και του πολιτισμικού αυτισμού. Οι επαφές με τα ξένα Ινστιτούτα καλλιεργούν τον καλώς εννοούμενο κοσμοπολιτισμό και μας οδηγούν στο να ξαναδούμε τον εαυτό μας με συγκριτικά εργαλεία πλέον.

΄Οσοι γνωρίζουμε το Goethe μέσα από την πληθώρα των εκδηλώσεών του και μέσα από την ποιότητα της συνεισφοράς του στην ποιοτική ζωή της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων, το λογαριάζουμε σαν «δικό» μας, σαν κομμάτι, δηλαδή, της δικής μας ζωής. Μαζί μεγαλώσαμε, και μαζί συνεχίζουμε να γευόμαστε το ωραίο και συναρπαστικό κομμάτι της ζωής, αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι χίλιες ζωές δεν μας φτάνουν για να απολαύσουμε τα δώρα του πολιτισμού και την ομορφιά της ανθρώπινης επικοινωνίας.

Για όλα αυτά, χαίρομαι που μπορώ ακόμη να ανακαλώ τα πρώτα μου γερμανικά γραμματόσημα, μερικές δεκαετίες πίσω, αυτά που πρώτα μου άνοιξαν τον δρόμο για να σκεφτώ πάνω σε πρόσωπα και πράγματα της γερμανικής κουλτούρας. Σήμερα θεωρώ το Ινστιτούτο Goethe έναν αθηναϊκό θεσμό, από αυτούς που κάνουν τη ζωή σε αυτήν την πόλη ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική.

Χρόνια πολλά, Ινστιτούτο Goethe!
Να τα εκατοστήσεις!
Ο Νίκος Βατόπουλος
είναι δημοσιογράφος στην "Καθημερινή". Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Ενα παλαιότερο κείμενο με αφορμή τα 60 χρόνια του Ινστιτούτου Γκαίτε και τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Σεπτέμβριος 2012