dimartblog.com
Ο Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (29 Απριλίου 1863-29 Απριλίου 1933) είχε ρυθμίσει, λένε οι μαρτυρίες, την τακτοποιημένη καθημερινότητά του με αδιασάλευτη ρουτίνα (ακόμη και στις πιο κρυφές πτυχές της). Φαντάζει, λοιπόν, ταιριαστό στην ιδιοσυγκρασία του το γεγονός ότι ο θάνατός του συνέπεσε με την ημέρα των εβδομηκοστών γενεθλίων του, και μάλιστα στην ίδια πόλη, την Αλεξάνδρεια — προσθέτοντας, έτσι, άλλο ένα γοητευτικό στοιχείο στην υστεροφημία του.
Ο ποιητής που βαθιά ποθούσε την αναγνώριση της καλλιτεχνικής του αξίας, που το όνομά του στον πρώιμο 20ό αιώνα έγινε αντικείμενο χλευασμού από ισχυρούς λογοτεχνικούς κύκλους, όσο κι αν, τρία χρόνια προτού πεθάνει, έγραφε το «Αυτοεγκώμιον» —«Ο Καβάφης είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών» (βλ. Μιχάλης Πιερίδης (επιμ.) Καβάφη Κ.Π. Ανέκδοτα πεζά κείμενα, Αθήναι 1963)—, μάλλον δύσκολα θα φανταζόταν ότι έμελλε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους ποιητές (όχι μόνο της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, όπου μάλλον περιορίζονταν οι προσδοκίες του εν ζωή) αλλά της Ευρώπης, ότι θα μεταφραζόταν από αξιόλογους ομοτέχνους του σε 20 και πλέον γλώσσες, ότι θα γινόταν αντικείμενο πλήθους μελετών σε όλο τον κόσμο και θα επηρέαζε την ποίηση παγκοσμίως.
Εξάλλου, ήταν, λέγεται, άνθρωπος μάλλον δειλός, όπως προσιδιάζει στον μικρότερο γιο μιας οικογένειας με εννιά παιδιά, για τον οποίο ο θάνατος του πατέρα στα επτά του χρόνια, και η συνακόλουθη καταστροφή του οικογενειακού εμπορικού οίκου, σήμανε την οριστική αλλαγή του στάτους της φαναριώτικης οικογένειάς του, άρα και το δικό του. Από τα εννιά έως τα δεκαπέντε του χρόνια θα ζήσει με την οικογένειά του στο Λίβερπουλ και στο Λονδίνο· έκτοτε, σταθερή θα τον ακολουθήσει η συνήθεια να γράφει στα αγγλικά (στη μη μητρική γλώσσα, που εξασφαλίζει συναισθηματική απόσταση) ορισμένες σκέψεις του, κυρίως αναφορικά με τον εαυτό του.Τα επόμενα τρία χρόνια θα ζήσει στην Αλεξάνδρεια όπου θα χάνεται με τις ώρες στις βιβλιοθήκες.
Στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία θα οδηγήσουν την οικογένεια οι φουρτούνες της ιστορίας από το 1882 (βομβαρδισμός της Αλεξάνδρειας από τον αγγλικό στόλο) έως το 1885, θα «εκδηλωθεί η ομοφυλοφιλία του» σύμφωνα με τη μαρτυρία της δημοσιογράφου Ρίκας Σεγκοπούλου, που μαζί με τον άντρα της συγκατοίκησε με τον Καβάφη στην Αλεξάνδρεια την τελευταία περίοδο της ζωής του και στην οποία ο ποιητής εμπιστεύθηκε τις προσωπικές σημειώσεις του καθώς και την επιμέλεια των απάντων του — με αποτέλεσμα την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του 1935. Η μαρτυρία της Σεγκοπούλου, με την αμήχανη χρήση του ρήματος («εκδηλώθηκε»), αναφέρεται αδιαλείπτως σε όλα τα βιογραφικά σημειώματα του ποιητή… Σε κάθε περίπτωση, το τίμημα υπήρξε βαρύ· στα τέλη του 19ου αιώνα, στην επαρχία του δυτικού κόσμου, το διαφορετικό δεν έχαιρε ασφαλώς ανοχής. Την ίδια, πάντως, περίοδο ο εικοσάχρονος Καβάφης θα γράψει, τυχαία ή όχι, τα πρώτα του ποιητικά και πεζά κείμενα, στο κλίμα του φαναριώτικου ρομαντισμού· δεν θα αποτολμήσει να δημοσιεύσει παρά μόνο το 1886, όταν, πίσω στην Αλεξάνδρεια και πάλι, θα εργάζεται πλέον στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1892, τη χρονιά που προσλαμβάνεται ως γραφέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεως (όπου και θα παραμείνει άλλα 30 χρόνια, έως το 1922, χρονιά που θα έχει τον βαθμό του υποτμηματάρχη) θα εκδώσει και το ποίημά του «Κτίσται», το πρώτο του μονόφυλλο. Έκτοτε, θα εφαρμόσει σε όλη του τη ζωή την ίδια εκδοτική πρακτική: δεν θα τυπώσει ποτέ βιβλίο· θα μοιράζει ο ίδιος επιλεκτικά, σε φίλους, γνωστούς και ανθρώπους των γραμμάτων, τα έργα του, κάποτε μάλιστα συμπληρώνοντας με χειρόγραφα ποιήματα τα τυπωμένα του φυλλάδια. Το 1904 θα προχωρήσει στην έκδοση ενός τεύχους με επιλεγμένα ποιήματα, και από το 1912 (την εποχή της ποιητικής ωριμότητάς του) θα αρχίσει να συγκεντρώνει τα ποιήματά του σε φυλλάδια θεματικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ποιήματά του διακρίνονται σε: φιλοσοφικά, ηδονικά και ιστορικά.
Η κριτική αμφιθυμία στην υποδοχή των καβαφικών ποιημάτων θα βαδίσει παράλληλα με την εδραίωση της φήμης του τα επόμενα χρόνια. Στο σπίτι του στην Αλεξάνδρεια, σε έναν λαϊκό δρόμο με πορνεία, στην οδό Λέψιους, ο ποιητής θα υποδεχτεί πνευματικές φυσιογνωμίες που επιθυμούν να τον γνωρίσουν, όπως τον ηγέτη του φουτουρισμού Μαρινέτι, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Κώστα Ουράνη και τον Άγγλο μυθιστοριογράφο Ε.Μ. Φόρστερ που πρώτος,το 1919, θα φέρει το αγγλόφωνο κοινό σε επαφή με το καβαφικό έργο.
Ο θαυμασμός του Φόρστερ ωστόσο διόλου δεν πτόησε τον Φώτο Πολίτη που χαρακτήρισε την ποίηση του Καβάφη «αρλούμπαν», τον Ψυχάρη που αποκαλούσε τον ποιητή «Καραγκιόζη της Δημοτικής», τον Παλαμά που αρνιόταν να του αποδώσει την ιδιότητα «ποιητής» και του καταλόγιζε «αφρόντιστη πεζή αμορφία της λαλουμένης», τον Θεοτοκά που έλεγε ότι «ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών τον ενδιαφέρει πολύ περισσότερο», ούτε τον Π. Βλαστό που τον χαρακτήριζε «βυζαντινό βουρκόλακα» [βλ. Ρένος, Ήρκος και Στάντης Αποστολίδης (επιμ.), Κ.Π. Καβάφης, Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα]. Τέτοιες λοιδωρίες άκουγε ο Καβάφης από την Ελλάδα όπου, τουλάχιστον, είχε τη συμπαράσταση του Λαπαθιώτη, του Μαλακάση, του Νιρβάνα, του Γρυπάρη και του Πορφύρα, καθώς, βέβαια, και του Γρηγορίου Ξενόπουλου που τον πρωτοσύστησε στο αθηναϊκό κοινό με άρθρο του στα Παναθήναια το 1903.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης —ήσυχος υπάλληλος το πρωί, τα απογεύματα γινόταν αφοσιωμένος αναγνώστης, με τη συνήθεια να σημειώνει τα σχόλιά του στα βιβλία του— ήταν άνθρωπος μοναχικός και οι λίγες συναναστροφές του περιορίζονταν κυρίως στους θαυμαστές του έργου του. Είχε τη συνήθεια να ρίχνει επάνω στους επισκέπτες του το φως, και ο ίδιος να μένει στη σκιά. Αγαπούσε τις γάτες, τους πολύτιμους λίθους και τα σπάνια μύρα. Τα βράδια κυκλοφορούσε σε κακόφημους δρόμους και ύποπτα καφενεία, σε φτηνά δωμάτια, αναζητώντας την ηδονή. Στο τέλος της ζωής του, ύστερα από εγχείριση στην Αθήνα για καρκίνο του λάρυγγα, έχασε τη φωνή του, επικοινωνούσε με σημειώματα.
Η ποιητική φωνή του, όμως, επιβεβαίωσε το «Αυτοεγκώμιόν» του: «Σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη, θα καταλάβουν πρωτεύουσα θέση σ’ ένα κόσμο που θα σκέπτεται περισσότερον παρά σήμερα». Όντως, η ανάγνωσή του υπερέβη τη στενή πρόσληψή του ως «ερωτικού» ποιητή ή την πολιτική του ανάγνωση που πρότεινε ο Τσίρκας. Το σώμα των 154 επίσημων ποιημάτων του αποκαταστάθηκε φιλολογικά μόλις τη δεκαετία του 1960, από την έκδοση του «Ίκαρου» σε επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη.
Ο Κ.Π. Καβάφης που έγραφε, ξανάγραφε και διαρκώς διόρθωνε τα ποιήματά του (κάτι στο οποίο είναι ευεπίφορα τα ποιήματα αλλά όχι η ζωή), σε πείσμα των συγκαιρινών του παραναγνώσεων, υπερέβη τα όρια της εποχής του και τον ορίζοντα προσδοκιών της, με το ιδιότυπο, πολύ χαρακτηριστικό, ύφος του, στο οποίο το εργαλείο της ειρωνείας ανάγεται σε υψηλή τέχνη και η γλώσσα γλεντάει χωρίς όρια, από την ακραιφνή καθαρεύουσα έως τη δημοτική, με συμπύκνωση του νοήματος και απουσία κάθε εύκολου λυρισμού. Και σαν να ακούγεται να λέει:
Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος.
(Από το «Βυζαντινός άρχων, εξόριστος, στιχουργών»)
Ο Μπέρτολτ Mπρεχτ το 1953 έγραψε και δημοσίευσε ένα ποίημα που ολοφάνερα συνομιλεί με τους καβαφικούς «Tρώες»:
ΔIABAZONTAΣ ENAN OΨIMO EΛΛHNA ΠOIHTH
Στες μέρες όπου η πτώσις των ήταν βεβαία
—στα τείχη επάνω είχεν ήδη αρχίσει ο θρήνος—
κομμάτι κατόρθωσαν οι Tρώες να μπαλώσουν, κομμάτι
τες τριπλές ξύλινες πύλες, κομμάτι.
Kαι άρχισαν να έχουν θάρρος και καλές ελπίδες.
Ώστε και οι Tρώες, λοιπόν.
(Μετάφραση: Γ.Π. Σαββίδης)
Και οι «Τρώες» του Καβάφη:Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—
Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.