Νωρίς-νωρίς σηκώθηκε, στο πρόσωπο έριξε νερό,
έβαλε ρούχα καθαρά και κίνησε για το σταθμό.
Θα συναντούσε το παιδί, που τον ανάγκασε η ζωή
με τρόπο άδικο, πικρό τόσο σκληρά ν'αφήσει.
Είκοσι χρόνια ξενιτιάς μα κάθε μήνα γράμμα.
Έστελνε πάντα χρήματα σε 'κείνο και στη μάνα
κι εκείνη τού'στελνε φιλιά, πά'σε φωτογραφίες
και όλο του υπόσχονταν πως θα ξανανταμώσουν.
Το τελευταίο πού'λαβε ήταν απ'το παιδί του.
Του έγραφε πως έρχεται όμως τίποτε άλλο.
Μα εκείνος ήλπιζε βαθιά, πως θά'ρχονταν κι εκείνη.
Μέσα σ'αυτές τις σκέψεις του, εφάνηκε το τρένο.
Ο κόσμος εξεχύθηκε μέσα στην αποβάθρα
κι εκεί στον κόσμο τον πολύ γνωρίζει το παιδί του.
Ήτανε ομορφότερο απ'τις φωτογραφίες,
μα είχε βλέμμα σκοτεινό και κάπως λυπημένο.
Ο νέος τον πλησίασε χωρίς να του μιλήσει.
Μόνο μπροστά του στάθηκε με μάτια βουρκωμένα.
Τότε ο πατέρας κοίταξε το νεαρό του μπράτσο.
Μαύρη κορδέλα φόραγε πάνω απ'το μανίκι.
Ρένα Πέτρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου