Μόλα ιμπάντο την πρυμάτσα
κι’ από Σίγκαπορ για Νίτον,
σάλταρε στο «Αριστογείτων»
Τέτοιο σάλτο απελπισμένος
μοναχά θ’ αποτολμούσε
και το τσούρμο όλο απορούσε
πώς σκαπούλαρε ο καϋμένος.
Παραδόξως «Μισογύνη»
τον βαφτίσαν το ίδιο βράδυ,
π’ όλων δέχονταν το χάδι
με άπειρην ευγνωμοσύνη.
Πλιό δε μνήσκει αμφιβολία
πως ψυχούλα είχε άνου κάτου,
λες και πρόδρομος Θανάτου
στο ύφος του η μελαγχολία.
Ουραγκάνι στην ψυχή μας
κι’ όλο πένθος πρύμα πλώρα,
σαν ρωτηόμαστε αν στη μπόρα
θ’ αγαντάρει το γατί μας.
Κάκου η γέφυρα σκυλιάζει:
«Ρε, μη σκάτε και θα γιάνει,
πιάνω απόστα σε λιμάνι
να τον σώσω απ’ το μαράζι.»
Μα εμάς όλους πέρα ως πέρα
μαύρο σιγοτρώει σαράκι,
πως μεσίστια σε λιγάκι
θε να κατεβεί η παντιέρα.
Κι’ ως ο πλοίαρχος φουντάρει,
πριν κι’ ο σύντροφος μάς ρέψει
μια γατούλα είχε μπαρκάρει
που θα μας τον θεραπέψει.
Μ’ αυτός σάμπως να ετρελλάθη
την ξανοίγει βλοσυρά,
παίρνει μια βουτιά κι’ εχάθη
μέσα στ’ άπατα νερά…
Δημοσίευση από τον Αντώνη Χατζηιωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου