Τρίτη 5 Ιουλίου 2016
Με αφορμή μια θλιβερή επέτειο...
Τώρα πια γνωρίζουμε πως το δημοψήφισμα δεν ήταν παρά μια ωμή πολιτική απάτη με τεράστιο οικονομικό κόστος, που μεταφράστηκε σε δυσβάσταχτους νέους φόρους και περικοπές. Εννοείται πως είμαι πολύ θυμωμένος που οι υπεύθυνοι για την απάτη αυτή όχι μόνο δεν λογοδότησαν, αλλά εξακολουθούν να μας κυβερνούν. Ομως όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Σήμερα θέλω να χρησιμοποιήσω τη θλιβερή αυτή επέτειο ως μια μικρή αφορμή αναστοχασμού.
Πέρυσι, λοιπόν, τέτοιες μέρες, και καθώς η εβδομάδα έβαινε προς την κατάληξή της, θεώρησα πως μια ενδεχόμενη επικράτηση του «Οχι» στο δημοψήφισμα, είτε αυτό ήταν μέρος οργανωμένου σχεδίου ρήξης με την Ευρώπη είτε απλώς κίνηση απελπισίας μπροστά στο διαπραγματευτικό αδιέξοδο της κυβέρνησης, θα μας οδηγούσε μαθηματικά σε μια τεράστια τραγωδία, εφάμιλλη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η χώρα θα χρεοκοπούσε, η οικονομία θα κατέρρεε και ο κίνδυνος κάποιου είδους δημοκρατικής εκτροπής θα αυξανόταν. Οπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, έκανα λάθος. Γιατί όμως;
Ο συλλογισμός μου ήταν ο εξής: όλοι γνώριζαν πως τα διαπραγματευτικά όπλα της κυβέρνησης ήταν ανύπαρκτα, άρα θεωρούσα πως αυτό το γνώριζε σαφώς και η κυβέρνηση. Εάν όμως το γνώριζε, τι ακριβώς νόημα είχε το δημοψήφισμα; Εφόσον ο στόχος δεν μπορούσε να είναι η βελτίωση της διαπραγματευτικής της θέσης, σκοπός της πρέπει να ήταν είτε η ρήξη είτε μια τυχοδιωκτική βουτιά στο κενό που θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή τη ρήξη. Δεν πίστευα πως μια ύστατη υποχώρηση θα ήταν δυνατή, αφού αν σκοπός ήταν ο συμβιβασμός, τότε αυτός εύκολα θα είχε επιτευχθεί νωρίτερα και με πολύ μικρότερο κόστος. Οπως αποδείχθηκε όμως, υποτίμησα την ανευθυνότητα και τον ερασιτεχνισμό της ομάδας Τσίπρα-Βαρουφάκη, που δεν είχε απολύτως κανένα σχέδιο και απλά θεωρούσε πως μπορούσε να εκβιάσει ένα καλύτερο αποτέλεσμα μέσα από ένα γιουρούσι.
Ουσιαστικά η μεθόδευση αυτή ήταν ένα είδος κατάληψης, όπως είχε μάθει να κάνει με επιτυχία η Αριστερά στη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Το δημοψήφισμα ήταν, με άλλα λόγια, μια κίνηση απελπισίας, προϊόν πλήρους άγνοιας για το πώς λειτουργεί η διεθνής πολιτική. Αν αποφεύχθηκε η τραγωδία, αυτό οφείλεται μόνο και μόνο στο γεγονός πως η υποχώρηση της κυβέρνησης υπήρξε άμεση και ολοκληρωτική. Και η υποχώρηση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης την τελευταία στιγμή πως το χάος που θα πρόκυπτε θα παρέσυρε μαζί με τη χώρα και τους κυβερνώντες στα τάρταρα. Οπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο Αλέξης Τσίπρας, η επιλογή της ρήξης θα τον έκανε ήρωα για λιγοστές μόνον ημέρες.
Μπορεί να υπερτίμησα τον στρατηγικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, αλλά συγχρόνως υποτίμησα τη διάθεση μιας μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού να επιλέξει το «Οχι» και αυτό παρά τις πολύ συγκεκριμένες προειδοποιήσεις για τον τεράστιο κίνδυνο που εμπεριείχε η επιλογή αυτή. Εδώ έχουμε να κάνουμε με πολλούς παράγοντες. Θα επεσήμαινα έξι: την ικανότητα της κυβέρνησης να παραπλανά τον κόσμο καθησυχάζοντάς τον πως δεν υπήρχε κίνδυνος, την απόρριψη των «συστημικών» φωνών και της γνώμης των «ειδικών» (που είδαμε να εκφράζεται πρόσφατα και στη Μεγάλη Βρετανία), τη διάβρωση που είχε επιφέρει στην κοινωνία η χρόνια και συστηματική διάδοση του αντιμνημονιακού λόγου, την κούραση και την απογοήτευση που είχε προκαλέσει η οικονομική δυσπραγία, την ανάγκη εκτόνωσης μέσω της έκφρασης μιας συμβολικής απόρριψης του μνημονίου και, τέλος, το γεγονός πως για μια σειρά λόγους το κλείσιμο των τραπεζών επηρέασε την καθημερινότητα πολύ λιγότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς.
Τελικά, τι απέμεινε από το δημοψήφισμα αυτό; Για όσους ψήφισαν «Ναι», η αποφυγή μιας απίστευτης τραγωδίας μετρίασε ενδεχομένως τον θυμό για τον εμπαιγμό από μια κυβέρνηση που δεν δίστασε να παίξει την τύχη της χώρας στα ζάρια δίχως να έχει το παραμικρό σχέδιο. Αναρωτιέμαι, όμως, αν για τους ψηφοφόρους του «Οχι», η στιγμιαία εκτόνωση που πρόσφερε το δημοψήφισμα αντισταθμίζει την αναπόφευκτη διαπίστωση πως η κυβέρνηση τους χρησιμοποίησε και τους κορόιδεψε με τον πλέον ωμό τρόπο.
Οπως και να έχει το πράγμα, η δημοκρατία βγήκε τραυματισμένη μέσα από τη μεθόδευση αυτή. Παράλληλα όμως, είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς την άποψη πως, με δεδομένη την κυριαρχία του λαϊκισμού, ίσως να ήταν αναγκαίο το πέρασμα μέσα από τη διαδικασία αυτή και απαραίτητη η αναμέτρησή μας με τον χειρότερό μας εαυτό. Πως, δηλαδή, τελικά αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να γίνει ευρύτερα κατανοητό το πόσο έωλο ήταν το αντιμνημονιακό ιδεολόγημα, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πορευτούμε, επιτέλους, προς την έξοδο από τη μεγάλη αυτή κρίση.
*Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου