Ο κ. Αντώνης Λιάκος, στην εισαγωγή του στο
πόρισμα της Εθνικής Επιτροπής Διαλόγου, χαρακτηρίζει την κρίση «ιστορικό
σπασμό» που δεν αφήνει την εκπαίδευση και την παιδεία ανεπηρέαστη.
Απέναντι σε αυτόν τον «σπασμό», ο λεγόμενος «Εθνικός διάλογος για την
παιδεία», στον οποίο προήδρευσε, χρησιμοποιήθηκε ως μεγάλος
αντιπερισπασμός για όσα η κυβέρνηση νομοθετεί και προβάλλει. Από την
αρχή του 2015, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προωθεί τμηματικά και
συστηματικά πλήθος μέτρων, τα οποία, ενώ έχουν μακροχρόνιες συνέπειες,
υποκριτικά χαρακτηρίζει επείγοντα, προκαταλαμβάνοντας, περιφρονώντας και
ακυρώνοντας στην πράξη τα συμπεράσματα των διαλόγων που εξαγγέλλει.
(Τίποτα επείγον δεν αντιμετωπίζει η αφαίρεση αρμοδιοτήτων από τα
Συμβούλια των ΑΕΙ. Ικανοποιεί απλώς την κομματική πελατεία και το «βαθύ»
πανεπιστήμιο που αποστρέφεται κάθε είδους εποπτεία.) Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην
κυβέρνηση χωρίς θέσεις για την εκπαίδευση, κατά δική του ομολογία. Πώς
να έχει, όταν η θητεία του στην αντιπολίτευση εξαντλήθηκε στον στείρο
αρνητισμό, στην τελετουργική και χωρίς περιεχόμενο ιδεολογική καταγγελία
του νεοφιλελευθερισμού και στην Μπολόνια, και σε έναν ακτιβισμό που
περιλάμβανε χτίσιμο καθηγητών, παρακώλυση οργάνων, καταλήψεις και
καταστροφές, όχι για κάποιο σπουδαίο εκπαιδευτικό αίτημα (πώς θα
μπορούσε, άλλωστε, να συμβιβάζεται ένα οποιοδήποτε εκπαιδευτικό αίτημα
με την άσκηση βίας;), αλλά για να έρθει απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία,
επενδύοντας στον παροξυσμό της αγανάκτησης; Η μόνη ατζέντα τους
ερχόμενοι στην κυβέρνηση ήταν η αποκαθήλωση κάθε θετικού μέτρου που είχε
προηγηθεί.
Προφασιζόμενοι ότι θέλουν να αποκτήσουν θέσεις (αλλά στην πραγματικότητα για να έχουν ένα προπέτασμα καπνού, προκειμένου να προωθούν το αποδομητικό έργο τους), εξήγγειλαν εθνικό διάλογο με μία επιτροπή από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και πολιτικούς τους φίλους. Αναζητούσαν, ωστόσο, συναίνεση, όταν οι ίδιοι στο παρελθόν την αρνήθηκαν και τη δαιμονοποιούσαν.
Η διαδικασία του διαλόγου έδωσε την ευκαιρία στα μέλη της επιτροπής –ευκαιρία που δεν είχαν προηγουμένως– να πουν σε εθνικό ακροατήριο ό,τι τους απασχολεί, ό,τι έχουν διαβάσει ή πληροφορηθεί. Ετσι, το πόρισμα που ανακοινώθηκε –και το οποίο τροποποιήθηκε την ίδια ημέρα που δημοσιοποιήθηκε– δεν είναι παρά ένα πρόχειρο, άνισο και ετερόκλητο συμπίλημα απόψεων, που περιέχει αποσιωπημένα δάνεια από προηγούμενες επεξεργασίες που είχαν στο παρελθόν από τους ίδιους καταγγελθεί (π.χ., οι προτάσεις για το νέο λύκειο), μεγαλόστομους και συχνά ασυνάρτητους βερμπαλισμούς (π.χ., «ανακατάκτηση και αναβάθμιση του φαντασιακού της παιδείας», « [οι μαθητές] να εξελιχθούν ως πολίτες: δημοκρατικοί, δηλ. ως δαήμονες, ενεργοί και υπεύθυνοι συμμέτοχοι της δημόσιας ζωής...»), αοριστολογίες και ευχολόγια. Δεν αναπτύσσεται καμία συνεκτική λογική η οποία να θέτει στόχους, να εντοπίζει προβλήματα και να προτείνει λύσεις, αλλά ένας κατάλογος προτάσεων χωρίς συνοχή. Προτείνεται όμως η εκπόνηση ενός εθνικού σχολικού προγράμματος σπουδών, η οποία προβλέπεται να ολοκληρωθεί σε 70 περίπου μήνες!
Ποια στοιχεία μπορεί κανείς να διακρίνει στο πόρισμα του διαλόγου;
1. Την αντίληψη για ένα σχολείο της ήσσονος προσπάθειας και του lassez-faire laissez-passer. Κατάργηση βαθμών, κατάργηση εξετάσεων, λιγότερη πίεση, λιγότερη ύλη, λιγότερα μαθήματα, μόνο αυτοαξιολόγηση για τους εκπαιδευτικούς. «Μιλήσαμε [στο παρελθόν] για αξιολόγηση αδιαφορώντας για τις αξίες και κυρίως για τις αξίες αλληλεγγύης», γράφει στην εισαγωγή του ο πρόεδρος της επιτροπής.
2. Την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων. Είναι χαρακτηριστικό πως τα δύο πρώτα μέτρα που αναφέρονται στο κείμενο είναι «Εξασφάλιση των συνεδριάσεων του συλλόγου των διδασκόντων για την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών του σχολείου» και «Εξασφάλιση εντός του ωραρίου εργασίας των εκπαιδευτικών των ωρών για διοικητικό έργο...».
3. Τη μετατόπιση της εστίασης από τον μαθητή στον εκπαιδευτικό. Η πρώτη κεντρική επιλογή είναι: «Στήριξη του εκπαιδευτικού - εκπαίδευση και επιμόρφωσή του, εξασφάλιση κινήτρων, μεταβολή νοοτροπίας». Πουθενά δεν αναφέρεται ο μαθητής στις τέσσερις κεντρικές επιλογές για την υποχρεωτική εκπαίδευση.
4. Την αυταρχική αντίληψη ότι το κράτος θα επιβάλλει άνωθεν τα δικά του ιδεώδη ανθρωπισμού, με διαγγέλματα πολιτειακών παραγόντων σε «πνεύμα εθνικής σύμπνοιας και πάγιας κοινής στρατηγικής». Οι μαθητές στο στιβαρό καλούπι του κρατικού ανθρωπισμού. Τι από όλα αυτά θα υιοθετήσει ο υπουργός Παιδείας και η κυβέρνηση; Δεν ξέρουμε. Ξέρουμε όμως, από παραπολιτικά σχόλια, ότι στο υπουργικό συμβούλιο έκαναν πλάκα με διάφορες προτάσεις του πορίσματος, πράγμα που δείχνει, εκτός από βαθιά περιφρόνηση προς τους μαθητές και τους γονείς, αδιαφορία για τα συμπεράσματα του διαλόγου. Ετσι κι αλλιώς ψηφίζουν μέτρα που καταστρατηγούν αδίστακτα ακόμη και τη ρητορική του κειμένου (π.χ., σχετικά με την αυτονομία των σχολείων και την ευελιξία του αναλυτικού προγράμματος). Γίνεται έτσι ο διάλογος θεαματική επιτέλεση (που λέει και το κείμενο), performance, που επιχειρεί να μας αποσπάσει την προσοχή. Την παρακολουθούμε αλλά βλέπουμε τι συμβαίνει και πίσω από τον θόρυβο που δημιουργεί.
* Η κ. Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Προφασιζόμενοι ότι θέλουν να αποκτήσουν θέσεις (αλλά στην πραγματικότητα για να έχουν ένα προπέτασμα καπνού, προκειμένου να προωθούν το αποδομητικό έργο τους), εξήγγειλαν εθνικό διάλογο με μία επιτροπή από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και πολιτικούς τους φίλους. Αναζητούσαν, ωστόσο, συναίνεση, όταν οι ίδιοι στο παρελθόν την αρνήθηκαν και τη δαιμονοποιούσαν.
Η διαδικασία του διαλόγου έδωσε την ευκαιρία στα μέλη της επιτροπής –ευκαιρία που δεν είχαν προηγουμένως– να πουν σε εθνικό ακροατήριο ό,τι τους απασχολεί, ό,τι έχουν διαβάσει ή πληροφορηθεί. Ετσι, το πόρισμα που ανακοινώθηκε –και το οποίο τροποποιήθηκε την ίδια ημέρα που δημοσιοποιήθηκε– δεν είναι παρά ένα πρόχειρο, άνισο και ετερόκλητο συμπίλημα απόψεων, που περιέχει αποσιωπημένα δάνεια από προηγούμενες επεξεργασίες που είχαν στο παρελθόν από τους ίδιους καταγγελθεί (π.χ., οι προτάσεις για το νέο λύκειο), μεγαλόστομους και συχνά ασυνάρτητους βερμπαλισμούς (π.χ., «ανακατάκτηση και αναβάθμιση του φαντασιακού της παιδείας», « [οι μαθητές] να εξελιχθούν ως πολίτες: δημοκρατικοί, δηλ. ως δαήμονες, ενεργοί και υπεύθυνοι συμμέτοχοι της δημόσιας ζωής...»), αοριστολογίες και ευχολόγια. Δεν αναπτύσσεται καμία συνεκτική λογική η οποία να θέτει στόχους, να εντοπίζει προβλήματα και να προτείνει λύσεις, αλλά ένας κατάλογος προτάσεων χωρίς συνοχή. Προτείνεται όμως η εκπόνηση ενός εθνικού σχολικού προγράμματος σπουδών, η οποία προβλέπεται να ολοκληρωθεί σε 70 περίπου μήνες!
Ποια στοιχεία μπορεί κανείς να διακρίνει στο πόρισμα του διαλόγου;
1. Την αντίληψη για ένα σχολείο της ήσσονος προσπάθειας και του lassez-faire laissez-passer. Κατάργηση βαθμών, κατάργηση εξετάσεων, λιγότερη πίεση, λιγότερη ύλη, λιγότερα μαθήματα, μόνο αυτοαξιολόγηση για τους εκπαιδευτικούς. «Μιλήσαμε [στο παρελθόν] για αξιολόγηση αδιαφορώντας για τις αξίες και κυρίως για τις αξίες αλληλεγγύης», γράφει στην εισαγωγή του ο πρόεδρος της επιτροπής.
2. Την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων. Είναι χαρακτηριστικό πως τα δύο πρώτα μέτρα που αναφέρονται στο κείμενο είναι «Εξασφάλιση των συνεδριάσεων του συλλόγου των διδασκόντων για την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών του σχολείου» και «Εξασφάλιση εντός του ωραρίου εργασίας των εκπαιδευτικών των ωρών για διοικητικό έργο...».
3. Τη μετατόπιση της εστίασης από τον μαθητή στον εκπαιδευτικό. Η πρώτη κεντρική επιλογή είναι: «Στήριξη του εκπαιδευτικού - εκπαίδευση και επιμόρφωσή του, εξασφάλιση κινήτρων, μεταβολή νοοτροπίας». Πουθενά δεν αναφέρεται ο μαθητής στις τέσσερις κεντρικές επιλογές για την υποχρεωτική εκπαίδευση.
4. Την αυταρχική αντίληψη ότι το κράτος θα επιβάλλει άνωθεν τα δικά του ιδεώδη ανθρωπισμού, με διαγγέλματα πολιτειακών παραγόντων σε «πνεύμα εθνικής σύμπνοιας και πάγιας κοινής στρατηγικής». Οι μαθητές στο στιβαρό καλούπι του κρατικού ανθρωπισμού. Τι από όλα αυτά θα υιοθετήσει ο υπουργός Παιδείας και η κυβέρνηση; Δεν ξέρουμε. Ξέρουμε όμως, από παραπολιτικά σχόλια, ότι στο υπουργικό συμβούλιο έκαναν πλάκα με διάφορες προτάσεις του πορίσματος, πράγμα που δείχνει, εκτός από βαθιά περιφρόνηση προς τους μαθητές και τους γονείς, αδιαφορία για τα συμπεράσματα του διαλόγου. Ετσι κι αλλιώς ψηφίζουν μέτρα που καταστρατηγούν αδίστακτα ακόμη και τη ρητορική του κειμένου (π.χ., σχετικά με την αυτονομία των σχολείων και την ευελιξία του αναλυτικού προγράμματος). Γίνεται έτσι ο διάλογος θεαματική επιτέλεση (που λέει και το κείμενο), performance, που επιχειρεί να μας αποσπάσει την προσοχή. Την παρακολουθούμε αλλά βλέπουμε τι συμβαίνει και πίσω από τον θόρυβο που δημιουργεί.
* Η κ. Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου