Η υπερίσχυση του «Όχι»
εισάγει την Ελλάδα σε μια περίοδο δραματικά αυξημένης αβεβαιότητας. Η
κυβέρνηση του κ. Τσίπρα παρέλαβε τη χώρα με οξύτατα προβλήματα αλλά και
σημάδια μιας εύθραυστης ανάκαμψης. Την έφερε στο κατώφλι μιας
καταστροφής ιστορικών διαστάσεων. Βρισκόμαστε σήμερα σε πολύ ασθενέστερη
θέση έναντι των εταίρων μας σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2015. Η
απάντηση που επέλεξε ο πρωθυπουργός απέναντι στην επερχόμενη καταστροφή
υπήρξε ένα δημοψήφισμα με εντελώς ασαφές ερώτημα πάνω σε προτάσεις που
δεν ισχύουν πλέον (!), με ελάχιστες ημέρες για ενημέρωση των πολιτών.
Είναι βεβαίως γεγονός ότι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το κόστος εξόδου από την κρίση χωρίς να υπάρξουν σημαντικές απώλειες στο επίπεδο της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι ευθύνες πολλές και στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή πλευρά. Ωστόσο το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου – που θα καταγραφεί στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία ως ένα από τα πλέον προσχηματικά – αντί να επουλώσει θα βαθύνει τις πληγές και θα εντείνει τα προβλήματα νομιμοποίησης των εθνικών πολιτικών αποφάσεων στο πλαίσιο της ακόμη εξελισσόμενης και υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την 5η Ιουλίου, ένα συμπαγές κομμάτι της κοινωνίας συντάχθηκε με το «Ναι» – εκφράζοντας την πλήρη στήριξη της ευρωπαϊκής πορείας. Από την άλλη πλευρά, το κυρίαρχο «Όχι» είναι αινιγματικό και πολυδιασπασμένο. Η δημοψηφισματική υφαρπαγή μιας κρίσιμης αντιευρωπαϊκής ψήφου από ένα εκλογικό σώμα που στην πλειοψηφία του παραμένει φιλοευρωπαϊκό έχει πολλές αιτίες. Η πρώτη είναι ο ίδιος ο θεσμός του δημοψηφίσματος: η πραγματικότητα είναι ότι τα δημοψηφίσματα έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί για την υφαρπαγή της νομιμοποίησης σε κρίσιμες στιγμές. Όπως επισημαίνουν, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολιτικοί επιστήμονες A. Ball και B. G. Peters, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα δημοψηφίσματα σε πολλές χώρες «μπορούν αρκετά εύκολα να γίνουν αντικείμενα εργαλειακού χειρισμού από τις κυβερνήσεις». Την 5 Ιουλίου, οι Έλληνες κλήθηκαν να αποφασίσουν για κάτι που δεν εξαρτάται μόνο από αυτούς. Είναι ειλικρινώς μυστηριώδες το γεγονός ότι η διάσταση αυτή δεν συζητήθηκε: οι επιλογές ήταν όχι μόνο ασαφείς αλλά κι ελάχιστα εξαρτώμενες από τους εκλογείς – εκτός αν αναμένεται ότι οι πολίτες και κυβερνήσεις των άλλων 18 κρατών του ευρώ θα επηρεαστούν άμεσα και μάλιστα με τρόπο καταλυτικό. Δυστυχώς ακόμη και στελέχη της κυβέρνησης παραδέχτηκαν αυτό που όλοι αντιληφθήκαμε από την πρώτη στιγμή: το προσχηματικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου έγινε για να διασωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ελλάδα πάντως, φαίνεται ότι το 1974 θα παραμείνει η μόνη περίπτωση σύγχρονου δημοκρατικού δημοψηφίσματος: διενεργήθηκε ένα δημοψήφισμα με σαφές ερώτημα, αρκετό χρόνο προεκλογικής εκστρατείας και πραγματική δυνατότητα των πολιτών να καθορίσουν αυτοί και όχι άλλοι το αποτέλεσμα.
Σήμερα, ανεξαρτήτως των διαφορετικών πιθανών εξηγήσεων (προσχεδιασμένη εκτροπή της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδος; διαπραγματευτική ανικανότητα; παγίδευση από το εξωτερικό της χώρας σε συνδυασμό με διαιρέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ; συνδυασμός παραγόντων;), παραμένει το γεγονός ότι φτάσαμε στο κατώφλι της εξόδου από την ευρωζώνη. Ένα ερώτημα πλανάται σε σχέση με την εμπειρία του πρόδηλα προσχηματικού δημοψηφίσματος. Επρόκειτο για προσχεδιασμένη υφαρπαγή συναίνεσης για εκτροπή της ευρωπαϊκής πορείας ή απλώς για μια τακτική χειραγώγηση των πολιτών στο πλαίσιο μιας – μέχρι σήμερα – προβληματικής διαπραγμάτευσης; Ο πρωθυπουργός δήλωσε πριν το δημοψήφισμα ότι σε 48 ώρες θα έχει συμφωνία. Καλύτερη από αυτή που απέρριψε, καταφεύγοντας στους πολίτες με το δημοψήφισμα; Και με δεδομένη την δαμόκλειο σπάθη των επόμενων πληρωμών (20ή Ιουλίου, 1η Αυγούστου, κ.λπ.); Οι επόμενες εβδομάδες και οι επιλογές της κυβέρνησης θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε συμπεράσματα ως προς το πολύ κρίσιμο αυτό ερώτημα. Ένας προφανής κίνδυνος είναι οι εταίροι και δανειστές να πουν «Όχι» στο αυξημένο κόστος μιας νέας διάσωσης με δεδομένες τις ζημίες που έχουν σωρευτεί το τελευταίο εξάμηνο. Ας ελπίσουμε ότι θα δείξουν μια νέα ωριμότητα και θα αναλάβουν μια ουσιαστική, συλλογική ευρωπαϊκή ευθύνη για ένα κοινό αύριο που θα περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Βέλτιστη στρατηγική θα ήταν – το έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη – μια κυβέρνηση ευρύτατης συμμετοχής και συνεννόησης, κυβέρνηση ουσιαστικής αναζήτησης κοινών τόπων. Η λογική του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν προσφέρει πολλές ελπίδες: η τελετουργική εναλλαγή κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, ο φορμαλισμός των αντιλήψεων περί πολιτικής «νίκης», πολιτικής «ήττας», πολιτικού «κόστους» και – εσχάτως – η εργαλειακή χρήση ενός προσχηματικού δημοψηφίσματος δείχνουν αδιέξοδο. Όμως η έξοδος της χώρας από το ευρώ δεν θα είναι «ρήξη», θα είναι – εάν συμβεί – μια πραγματική εθνική ήττα. Και τότε η σημασία της 5ης Ιουλίου θα διαβαστεί πολύ, μα πολύ διαφορετικά. Δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει ότι συμφωνία με τους εταίρους θα επιτευχθεί άμεσα, όπως ακριβώς υποσχέθηκε η κυβέρνηση.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστώνΕίναι βεβαίως γεγονός ότι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το κόστος εξόδου από την κρίση χωρίς να υπάρξουν σημαντικές απώλειες στο επίπεδο της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι ευθύνες πολλές και στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή πλευρά. Ωστόσο το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου – που θα καταγραφεί στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία ως ένα από τα πλέον προσχηματικά – αντί να επουλώσει θα βαθύνει τις πληγές και θα εντείνει τα προβλήματα νομιμοποίησης των εθνικών πολιτικών αποφάσεων στο πλαίσιο της ακόμη εξελισσόμενης και υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την 5η Ιουλίου, ένα συμπαγές κομμάτι της κοινωνίας συντάχθηκε με το «Ναι» – εκφράζοντας την πλήρη στήριξη της ευρωπαϊκής πορείας. Από την άλλη πλευρά, το κυρίαρχο «Όχι» είναι αινιγματικό και πολυδιασπασμένο. Η δημοψηφισματική υφαρπαγή μιας κρίσιμης αντιευρωπαϊκής ψήφου από ένα εκλογικό σώμα που στην πλειοψηφία του παραμένει φιλοευρωπαϊκό έχει πολλές αιτίες. Η πρώτη είναι ο ίδιος ο θεσμός του δημοψηφίσματος: η πραγματικότητα είναι ότι τα δημοψηφίσματα έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί για την υφαρπαγή της νομιμοποίησης σε κρίσιμες στιγμές. Όπως επισημαίνουν, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολιτικοί επιστήμονες A. Ball και B. G. Peters, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα δημοψηφίσματα σε πολλές χώρες «μπορούν αρκετά εύκολα να γίνουν αντικείμενα εργαλειακού χειρισμού από τις κυβερνήσεις». Την 5 Ιουλίου, οι Έλληνες κλήθηκαν να αποφασίσουν για κάτι που δεν εξαρτάται μόνο από αυτούς. Είναι ειλικρινώς μυστηριώδες το γεγονός ότι η διάσταση αυτή δεν συζητήθηκε: οι επιλογές ήταν όχι μόνο ασαφείς αλλά κι ελάχιστα εξαρτώμενες από τους εκλογείς – εκτός αν αναμένεται ότι οι πολίτες και κυβερνήσεις των άλλων 18 κρατών του ευρώ θα επηρεαστούν άμεσα και μάλιστα με τρόπο καταλυτικό. Δυστυχώς ακόμη και στελέχη της κυβέρνησης παραδέχτηκαν αυτό που όλοι αντιληφθήκαμε από την πρώτη στιγμή: το προσχηματικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου έγινε για να διασωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ελλάδα πάντως, φαίνεται ότι το 1974 θα παραμείνει η μόνη περίπτωση σύγχρονου δημοκρατικού δημοψηφίσματος: διενεργήθηκε ένα δημοψήφισμα με σαφές ερώτημα, αρκετό χρόνο προεκλογικής εκστρατείας και πραγματική δυνατότητα των πολιτών να καθορίσουν αυτοί και όχι άλλοι το αποτέλεσμα.
Σήμερα, ανεξαρτήτως των διαφορετικών πιθανών εξηγήσεων (προσχεδιασμένη εκτροπή της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδος; διαπραγματευτική ανικανότητα; παγίδευση από το εξωτερικό της χώρας σε συνδυασμό με διαιρέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ; συνδυασμός παραγόντων;), παραμένει το γεγονός ότι φτάσαμε στο κατώφλι της εξόδου από την ευρωζώνη. Ένα ερώτημα πλανάται σε σχέση με την εμπειρία του πρόδηλα προσχηματικού δημοψηφίσματος. Επρόκειτο για προσχεδιασμένη υφαρπαγή συναίνεσης για εκτροπή της ευρωπαϊκής πορείας ή απλώς για μια τακτική χειραγώγηση των πολιτών στο πλαίσιο μιας – μέχρι σήμερα – προβληματικής διαπραγμάτευσης; Ο πρωθυπουργός δήλωσε πριν το δημοψήφισμα ότι σε 48 ώρες θα έχει συμφωνία. Καλύτερη από αυτή που απέρριψε, καταφεύγοντας στους πολίτες με το δημοψήφισμα; Και με δεδομένη την δαμόκλειο σπάθη των επόμενων πληρωμών (20ή Ιουλίου, 1η Αυγούστου, κ.λπ.); Οι επόμενες εβδομάδες και οι επιλογές της κυβέρνησης θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε συμπεράσματα ως προς το πολύ κρίσιμο αυτό ερώτημα. Ένας προφανής κίνδυνος είναι οι εταίροι και δανειστές να πουν «Όχι» στο αυξημένο κόστος μιας νέας διάσωσης με δεδομένες τις ζημίες που έχουν σωρευτεί το τελευταίο εξάμηνο. Ας ελπίσουμε ότι θα δείξουν μια νέα ωριμότητα και θα αναλάβουν μια ουσιαστική, συλλογική ευρωπαϊκή ευθύνη για ένα κοινό αύριο που θα περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Βέλτιστη στρατηγική θα ήταν – το έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη – μια κυβέρνηση ευρύτατης συμμετοχής και συνεννόησης, κυβέρνηση ουσιαστικής αναζήτησης κοινών τόπων. Η λογική του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν προσφέρει πολλές ελπίδες: η τελετουργική εναλλαγή κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, ο φορμαλισμός των αντιλήψεων περί πολιτικής «νίκης», πολιτικής «ήττας», πολιτικού «κόστους» και – εσχάτως – η εργαλειακή χρήση ενός προσχηματικού δημοψηφίσματος δείχνουν αδιέξοδο. Όμως η έξοδος της χώρας από το ευρώ δεν θα είναι «ρήξη», θα είναι – εάν συμβεί – μια πραγματική εθνική ήττα. Και τότε η σημασία της 5ης Ιουλίου θα διαβαστεί πολύ, μα πολύ διαφορετικά. Δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει ότι συμφωνία με τους εταίρους θα επιτευχθεί άμεσα, όπως ακριβώς υποσχέθηκε η κυβέρνηση.
protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου