Η ΛΕΥΚΗ ΚΟΡΔΕΛΑ ΤΟΥ ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ
Στην «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε απονεμήθηκε ο Χρυσός Φοίνικας του φετινού 62ου Φεστιβάλ Καννών. Η ταινία του μεγάλου Αυστριακού σκηνοθέτη ήταν, κατά γενική ομολογία, η καλύτερη ταινίατου φεστιβάλ και δίκαια κέρδισε το πρώτο βραβείο. Εξάλλου ο Χάνεκε δεν είναι φετινή ανακάλυψη….Χρόνια τώρα φλέτραρε με το βραβείο, με ταινίες όπως το “Funny Games” ή η “Δασκάλα του Πιάνου” και μόνο ως κακοήθεια θα μπορούσαν να εκληφθούν σχόλια που συσχέτιζαν το βραβείο με το υποτιθέμενο “χρέος¨της προέδρου της κριτικής επιτροπής Ιζαμπέλ Ιπέρ προς το σκηνοθέτη που της είχε χαρίσει το βραβείο ερμηνείας , προ 8ετίας…
Η “Έβδομη Τέχνη” σας προσφέρει εδώ ένα πρώτο αφιέρωμα στη “χρυσή” ταινία των Καννών.
Η ΛΕΥΚΗ ΚΟΡΔΕΛΑ
DAS WEISSE BAND (The White Ribbon/Le Ruban blanc)-ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΑΥΣΤΡΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ-2009-144′
Σκηνοθεσία: Michael HANEKE
Πρωταγωνιστούν: Leonie BENESCH, Josef BIERBICHLER, Rainer BOCK, Christian FRIEDEL, Burghart KLAUSSNER, Steffi KÜHNERT, Ursina LARDI, Susanne LOTHAR, Gabriela-Maria SCHMEIDE, Ulrich TUKUR.
Με βάση ένα γεγονός που συνέβηκε το 1913 σ’ ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας, ο Χάνεκε έφτιαξε μια ταινία γύρω από το φασισμό αλλά και την τρομοκρατία που γεννιέται σε μια κλειστή, υποκριτική κοινωνία.
Επίκεντρο της ταινίας είναι ο τρόπος εκπαίδευσης που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τη δημιουργία μιας φασιστικής γενιάς – στην περίπτωση αυτή, της γενιάς του ναζισμού. Συνθήκες που επηρεάζουν τους μαθητές, που είτε προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις είτε ανέχονται αυτά που συμβαίνουν γύρω τους.
“Θέλησα να δημιουργήσω ένα μυστήριο γύρω από την ταινία μου και το θέμα της”, ανάφερε ο σκηνοθέτης της, στη συνέντευξη τύπου, που ακολούθησε την προβολή της. “Είναι μια ταινία που αναφέρεται όχι μόνο στο φασισμό αλλά και πως μια ιδεολογία, εξαιτίας της βλακείας ή της ατολμίας κάποιων, οδηγεί τελικά στην αποδοχή της τρομοκρατίας… Βέβαια, ένας δημιουργός δεν θέλει να πει στο θεατή τι να κάνει ή να του εξηγήσει τι ακριβώς θέλει να πει, αυτό το αφήνει στον ίδιο να βγάλει τα συμπεράσματά του, αφού δει την ταινία.”
Με πλάνα εικαστικά έξοχα (η ταινία γυρίστηκε σε μαυρόασπρο φιλμ), με ένα ρυθμό που σε κρατάει σε ένταση από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, παρ’ όλο που η ταινία διαρκεί δυόμισι ώρες, με πολύ καλές ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς του, ο Χάνεκε έφτιαξε μια ταινία που φωτίζει με τον καλύτερο τρόπο τους κινδύνους πίσω από παρόμοιες καταστάσεις – καταστάσεις που, όπως έμμεσα μας λέει ο σκηνοθέτης, μπορούν εύκολα να δημιουργηθούν, ή δημιουργούνται και στις μέρες μας.
ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΗ “ΛΕΥΚΗ ΚΟΡΔΕΛΑ”
Η τελειότερη δουλειά του 67χρονου Μίκαελ Χάνεκε («Δασκάλα πιάνου»). Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ θα την ζήλευε. (Δ.ΔΑΝΙΚΑΣ-ΤΑ ΝΕΑ)
Η «Λευκή κορδέλα», που είδαμε χθες στο διαγωνιστικό τμήμα, είναι η πρώτη που ο Αυστριακός σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε γύρισε στη Γερμανία μετά το «Funny Games». Αναφέρεται σ’ ένα γεγονός που συνέβη το 1913, σ’ ένα μικρό χωριό, στη βόρεια Γερμανία, και που καταγγέλλει, όπως ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου ο σκηνοθέτης, «ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δημιούργησε τη γενιά του ναζισμού». Και πρόσθεσε πως δεν ήθελε να φτιάξει «απλά μια γερμανική ταινία πάνω στον φασισμό. Είναι κάτι περισσότερο, που αναφέρεται σε όλο τον κόσμο». Οτι, δηλαδή, οποιαδήποτε ιδεολογία, που θέλει να χτυπηθεί με το κατεστημένο, μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους από βλακεία ή ατολμία στον φασισμό και στην τρομοκρατία. «Η ταινία μου μιλάει για μια άλλη τρομοκρατία, πολύ πιο επικίνδυνη, όπως αυτή που δημιουργείται σε μια κλειστή κοινωνία», είπε ο Χάνεκε.
Ο Χάνεκε καταγράφει σε εικαστικά θαυμάσιες εικόνες, γυρισμένες σε μαυρόασπρο φιλμ, τα μικρά, επικίνδυνα, όμως, γεγονότα, που αρχίζουν να προκαλούνται στο χωριό: ένα στημένο «ατύχημα» του γιατρού της περιοχής, που τον στέλνει στο νοσοκομείο, η κακοποίηση ενός μαθητή, η υπόθεση γύρω από μια σφυρίχτρα που οδηγεί στην κακοποίηση ενός άλλου. Ολα αυτά οδηγούν τον δάσκαλο του σχολείου ν’ αρχίσει να υποψιάζεται πως κάτι μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο συμβαίνει. Δεν καταφέρνει, όμως, να το σταματήσει, εξαιτίας της ατολμίας του να προχωρήσει παραπέρα. Ο Χάνεκε δημιουργεί ένα μυστήριο γύρω από τα διάφορα αυτά γεγονότα, που το εξηγεί μόνο προς το τέλος της ταινίας. Δημιουργεί, έτσι, μια ένταση που διατηρείται σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας (παρ’ όλο που κρατάει δυόμισι ώρες). (Ν.Φ.ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)
Μια ταινία που θα μπορούσε να καταλήξει με ένα από τα μεγάλα βραβεία του φεστιβάλ την Κυριακή, είναι η «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε. Παρ’ όλο το φιλοφεστιβαλικό «πακέτο» όμως που φέρει, είναι μια ταινία που περισσότερο αφήνει υπόνοιες για αυτά που θέλει να πει και δεν τα λέει με σαφήνεια. Από τους αγαπημένους συνεργάτες της προέδρου της κριτικής επιτροπής Ιζαμπέλ Ιπέρ, την είχε οδηγήσει σε πολλαπλές βραβεύσεις -και στις Κάννες- με τη «Δασκάλα του πιάνου» και για χρόνια στη λίστα των «προς βράβευση», ο Χάνεκε είναι από τις δυνατές υποψηφιότητες για ένα από τα βραβεία των Καννών, ακόμη και τον Φοίνικα.
Η «Λευκή κορδέλα» ωστόσο είναι μια ταινία ψυχρή, αν και όμορφα φωτογραφημένη, που αφήνει τον θεατή σε απόσταση. Αρκεί να σημειώσουμε ότι στη διάρκειας δυόμισι ωρών ταινία, η πρώτη σκηνή με κάποια δραματική ένταση συμβαίνει μετά 80 λεπτά…
Εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη σε εικαστικό επίπεδο και γυρισμένη με ασπρόμαυρο φιλμ, η «Λευκή κορδέλα» μοιάζει με ξεθωριασμένη εκδοχή των ταινιών του Ντράγιερ, ενώ η αίσθηση της ροής της θυμίζει μίνι σειρές όπως η γερμανική «Πατρίδα». Χωρίς ωστόσο τις δραματικές κορυφώσεις και το χτίσιμο των χαρακτήρων. Η ταινία είναι σαν μια δήλωση του Χάνεκε, μια βεβαιότητα για το ότι η κακία και η κρυψίνοια είναι από τα πιο ισχυρά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ομως στην ταινία που διαδραματίζεται σε ένα γερμανικό χωριό λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τίποτα δεν δηλώνεται ευθέως, για τίποτα δεν υπάρχει ξεκάθαρη λύση, κάτι που άλλωστε συνηθίζει να κάνει ο Αυστριακός σκηνοθέτης στις ταινίες του.
Ασυνήθιστα ατυχήματα συμβαίνουν, άγνωστοι επιτίθενται σε παιδιά και τα ξυλοκοπούν βάναυσα, ενώ ο Χάνεκε παρουσιάζει μια πινακοθήκη των προσώπων του χωριού: τον βαρόνο κτηματία, τον αυστηρό πάστορα (θυμίζουν «Φάνι και Αλέξανδρος»), τον γιατρό και τον αφηγητή της ιστορίας δάσκαλο. Ομως δεν υπάρχει κεντρικό πρόσωπο, ούτε αφηγηματικός πυρήνας. Ετσι η «Λευκή κορδέλα» είναι περισσότερο μια ταινία που προσποιείται ότι είναι καλό σινεμά. (Π.ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Νύχτα Τετάρτης, αίθουσα Ντεμπισί. Ασπρόμαυρο ψυχοπλάκωμα με τη «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε. Δύο ώρες και 24 λεπτά. Υστερα από ένα σύντομο φλερτ με τον Μορφέα, ευτυχώς στην αρχή του φιλμ, καταφέρνω επιτέλους να επικεντρωθώ σ’ αυτό που παρακολουθώ.
Είναι η πρώτη ταινία εποχής του Αυστριακού δημιουργού, και η σαφέστερη, επίσης, σε αναφορές στο κλασικό σινεμά – ο Μπέργκμαν και ο Ντράγιερ βαράνε νταούλια σχεδόν σε κάθε πλάνο. Πορτρέτα οικογενειών στην αυστριακή επαρχία του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πάστορες, οι γιατροί και οι γαιοκτήμονες από τη μία, οι αγρότες και ο μόχθος από την άλλη. Η γενιά που απέρχεται στο ένα μέτωπο, η καταπιεσμένη παιδικότητα και η εφηβεία στο άλλο.
Ανεξήγητες πράξεις βίας στιγματίζουν τη μέχρι πρότινος ασάλευτη, αυστηρά ιεραρχημένη καθημερινότητα. Από πού πηγάζει και πού διοχετεύεται; Τους πλούσιους ή τους φτωχούς; Τους από πάνω ή τους από κάτω; Τους μεγάλους ή τους μικρούς; Ακόμη να ξεκαθαρίσω τα νήματα τούτου του πειραγμένου «Φανί και Αλέξανδρος», και μόνο, όμως, ότι συνεχίζω να το κουρδίζω στο μυαλό μου, κάτι μου λέει για τον αντίκτυπό του. (Ρ.ΕΚΣΙΕΛ-ΕΘΝΟΣ)
Παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ Καννών, με διακρίσεις για ταινίες που έχουν γράψει ιστορία την τελευταία 15ετία («Παράξενα παιχνίδια», «Η δασκάλα του πιάνου», «Κρυμμένος»), ο αυστριακός σκηνοθέτης Μίχαελ Χάνεκε επιστρέφει στην Κρουαζέτ με τη «Λευκή κορδέλα». Ενα τραχύ, αυστηρό, ασπρόμαυρο ψυχόδραμα που «ζητεί» την υπομονή του θεατή καθώς παρακολουθεί τη ζωή των κατοίκων σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Βαυαρίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Καθετί εδώ γίνεται υπό το βλέμμα των παιδιών: της γενιάς που όταν μεγαλώσει θα γίνει εκπρόσωπος της ναζιστικής Γερμανίας. Και πράγματι, τα εκφραστικά πρόσωπα των παιδιών (όλα παίζουν καταπληκτικά) είναι αυτά που συγκρατείς στη μνήμη, έχοντας δει αυτή την ασκητική μελέτη πάνω στην έννοια της εξουσίας που σκηνοθετήθηκε με συγκρότηση και από απόσταση. Ενας δάσκαλος που αδυνατεί να επιβληθεί, ο γαιοκτήμονας που εκμεταλλεύεται τους αγρότες, ο γιατρός που απεχθάνεται και προσβάλλει βίαια τη γυναίκα του, είναι ψηφίδες ενός υπόγειας βαρβαρότητας ψυχοδράματος, το ύφος του οποίου θυμίζει συχνά τον κινηματογράφο του Καρλ Ντράγερ. Και, όπως συμβαίνει με όλες τις ταινίες του Χάνεκε, ελάχιστα εξηγούνται στην ιστορία. «Ο,τι είναι να πω, βρίσκεται στην ταινία» δηλώνει λακωνικά ο ίδιος. «Δεν θέτω απαντήσεις παρά μόνο ερωτήσεις» συμπληρώνει.(Ι.ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ-ΤΟ ΒΗΜΑ)
ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Michael Haneke γεννήθηκε το 1942 στο Μόναχο της Γερμανίας αλλά μεγάλωσε, σπούδασε και τώρα ζει, διδάσκει και σκηνοθετεί στην Αυστρία. Σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και σκηνοθεσία στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του 60 γράφοντας θεατρικά ενώ λίγα χρόνια μετά άρχισε και τη σκηνοθετική του καριέρα τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Η ταινία του “Η Δασκάλα του Πιάνου” ήταν προτεινόμενη για BAFTA ξενόγλωσσης ταινίας ενώ είχε βραβευτεί τόσο στις Κάνες όσο και στα Ευρωπαϊκά βραβεία. Τρία χρόνια αργότερα με το “Ο Κρυμμένος” απέσπασε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στις Κάνες και στα Ευρωπαϊκά βραβεία. Το 2009 τιμήθηκε με το Χρυσό Φοίνικα στο 62ο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του “Das weisse Band”.
Επιλεκτική φιλμογραφία του: “Benny’s Video” (1992), “71 Fragments of a Chronology of Chance” (1994), “Funny Games” (1997), “Code Unknown” (2000), “La Pianiste” (2001), “Le Temps du Loup” (2003), “Cache” (2005), “Das weisse Band” (2009).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου