Μικρές γραφικές ιστορίες κοστίζουν σε όλους μας κάθε φορά που το σπάταλο πελατειακό κράτος συναντά τη γραφειοκρατία
Γνώμη Σαν παλιό σινεμά...
Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 28 Νοεμβρίου 2009
Τον παλιό καλό καιρό, οι ταξιδιώτες που έφταναν σε κάποιο νησιωτικό λιμάνι, για να κατέβουν από το πλοίο, έπρεπε να περιμένουν να έρθουν οι λάντζες να φορτώσουν τους ίδιους και τις αποσκευές τους, καθώς τα πλοία της γραμμής δεν έπιαναν στον ντόκο. Ως αμοιβή, λοιπόν, των λεμβούχων, ένα μικρό ποσοστό του ακτοπλοϊκού εισιτηρίου αποδιδόταν σε αυτούς.
Έχουν περάσει 30 χρόνια και βάλε από τότε που ο τελευταίος λεμβούχος έβγαλε τον τελευταίο επιβάτη σε ελληνικό νησί. Αλλά τα λεμβουχικά παρακρατούνται ακόμη. Άκουσα, μάλιστα, ότι μια ένωση λεμβούχων (την οποία προφανώς απαρτίζουν οι εγγονοί των τελευταίων αληθινών βαρκάρηδων) διένειμε πέρυσι στα 10 περίπου μέλη της, περί τα 400.000 ευρώ, ως μέρισμα υποθετικής κωπηλασίας.
Είναι μια μικρή γραφική ιστορία, από τις πολλές που γεννιούνται, κάθε φορά που το αθάνατο ελληνικό πελατειακό σύστημα συναντά την αθάνατη, επίσης, ελληνική γραφειοκρατία. Δεν είναι, όμως, η μοναδική τέτοια ιστορία.
Τον παλιό καλό καιρό, επίσης, όταν πηγαίναμε σινεμά, μας έκοβε το εισιτήριο ένας κοστουμαρισμένος και σκυθρωπός κύριος, που έριχνε το απόκομμα σε μια πλαστική σακούλα. Ήταν εφοριακός που έκοβε και μετρούσε τα εισιτήρια κάθε βράδυ, για να υπολογιστεί ο φόρος που χρωστούσε να πληρώσει ο αιθουσάρχης. Για να πληρώνεται, λοιπόν, ο εισιτηριοκόπτης την υπερωρία του, είχε καθιερωθεί να παρακρατείται από το αντίτιμο του εισιτηρίου ένα μικρό ποσοστό υπέρ των εφοριακών ελεγκτών.
Πέρασαν χρόνια, οι αίθουσες του σινεμά έγιναν μούλτιπλεξ, τα εισιτήριά τους έγιναν ηλεκτρονικά και εφοριακός στο κατώφλι κινηματογράφου έχει δεκαετίες ολόκληρες να φανεί. Ωστόσο η κράτηση υπέρ εφοριακών στα εισιτήρια δεν έχει καταργηθεί. Την πληρώνουμε ακόμη. Κάθε χρόνο, υπολόγισαν ανήσυχοι κινηματογραφιστές, περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ, από τα εισιτήρια των κινηματογράφων της χώρας, πηγαίνει υπέρ ανυπάρκτων εφοριακών, με άγνωστη τελική κατάληξη.
Κι υπάρχουν εκατοντάδες παρόμοιες ιστορίες. Η κάθε μία από αυτές είναι μικρή, οικονομικά ασήμαντη, σχεδόν αστεία. Όλες μαζί, όμως, συγκροτούν ένα πρόβλημα που δεν είναι καθόλου για γέλια.
Ας μείνουμε στο παράδειγμα του σινεμά. Από τον φόρο που πληρώνουμε με κάθε εισιτήριο κινηματογράφου και ένα επιπλέον μικρό κονδύλι από τον προϋπολογισμό, το κράτος διαθέτει κάθε χρόνο 18 εκατομμύρια για την ενίσχυση της εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Από αυτά τα 18, το ένα το παίρνουν οι ανύπαρκτοι εφοριακοί, άλλα άλλοι και, εν τέλει, η πραγματική παραγωγή ταινιών εισπράττει περί τα 3 με 4 εκατομμύρια τον χρόνο. Θαύμα!
Επαναλαμβανόμενο, μάλιστα, θαύμα.
Ανάλογη τύχη έχουν και με ανάλογο τρόπο διοχετεύονται στους τελικούς αποδέκτες τους και πολύ μεγαλύτερα κονδύλια που προορίζονται για πολύ σημαντικότερους οικονομικά και κοινωνικά σκοπούς: την παιδεία, την υγεία και τις δημόσιες επενδύσεις. Σαν να χύνεις νερό σε χιλιοτρύπητο λαγήνι, οι πόροι που επενδύει το Δημόσιο διαρρέουν, με φανταστικές λάντζες, που μεταφέρουν ανύπαρκτους εφοριακούς, που εισπράττουν ενδεχομένως και κάποιο νοσταλγικό επίδομα καυσοξύλων από τα παλιά, μαζί με έναν πελώριο αριθμό επιτροπών δίχως αντικείμενο και υπηρεσιών ολόκληρων δίχως νόημα, προς άγνωστη κατεύθυνση. Κι ένα μικρό μόνον μέρος των πόρων αυτών καταφέρνει να ξεγλιστρήσει ώς τον πραγματικό του προορισμό.
Η επίδοση έχει μετρηθεί. Μια διεθνής έρευνα- την οποία παρουσιάζει ο καθηγητής Β. Ράπανος, σε πρόσφατη μελέτη του- μέτρησε ότι η αποτελεσματικότητα των εκροών του Ελληνικού Δημοσίου είναι μόλις 62%. Δηλαδή, οι παραγόμενες από το κράτος υπηρεσίες θα ήταν ίδιες αν το κράτος ξόδευε- αποτελεσματικά- το 62% των πόρων που σήμερα ξοδεύει. Το 38% που περισσεύει πάει άχρηστο, πετιέται στα σκουπίδια. Όπερ σημαίνει ότι αν το Ελληνικό Δημόσιο κατάφερνε να δαπανά τα χρήματά του, αν όχι με επίπεδα αποτελεσματικότητας σαν το 94% της Ελβετίας ή το 93% της Αυστρίας, αλλά έστω με το 78% που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης, θα είχε και οικονομία πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ (αρκετών για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα) και (το σπουδαιότερο) καλύτερο επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών στους φορολογούμενους πολίτες του.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, αφού όλοι μάς πιέζουν να μειώσουμε τις δημόσιες δαπάνες μας για να απογομωθεί η δημοσιονομική βόμβα πάνω στην οποία καθόμαστε, γιατί δεν αρχίζουμε να κόβουμε από αυτό το 38% των σπαταλημένων πόρων πριν αναζητήσουμε τις γνωστές «επώδυνες λύσεις»;
Έχουν περάσει 30 χρόνια και βάλε από τότε που ο τελευταίος λεμβούχος έβγαλε τον τελευταίο επιβάτη σε ελληνικό νησί. Αλλά τα λεμβουχικά παρακρατούνται ακόμη. Άκουσα, μάλιστα, ότι μια ένωση λεμβούχων (την οποία προφανώς απαρτίζουν οι εγγονοί των τελευταίων αληθινών βαρκάρηδων) διένειμε πέρυσι στα 10 περίπου μέλη της, περί τα 400.000 ευρώ, ως μέρισμα υποθετικής κωπηλασίας.
Είναι μια μικρή γραφική ιστορία, από τις πολλές που γεννιούνται, κάθε φορά που το αθάνατο ελληνικό πελατειακό σύστημα συναντά την αθάνατη, επίσης, ελληνική γραφειοκρατία. Δεν είναι, όμως, η μοναδική τέτοια ιστορία.
Τον παλιό καλό καιρό, επίσης, όταν πηγαίναμε σινεμά, μας έκοβε το εισιτήριο ένας κοστουμαρισμένος και σκυθρωπός κύριος, που έριχνε το απόκομμα σε μια πλαστική σακούλα. Ήταν εφοριακός που έκοβε και μετρούσε τα εισιτήρια κάθε βράδυ, για να υπολογιστεί ο φόρος που χρωστούσε να πληρώσει ο αιθουσάρχης. Για να πληρώνεται, λοιπόν, ο εισιτηριοκόπτης την υπερωρία του, είχε καθιερωθεί να παρακρατείται από το αντίτιμο του εισιτηρίου ένα μικρό ποσοστό υπέρ των εφοριακών ελεγκτών.
Πέρασαν χρόνια, οι αίθουσες του σινεμά έγιναν μούλτιπλεξ, τα εισιτήριά τους έγιναν ηλεκτρονικά και εφοριακός στο κατώφλι κινηματογράφου έχει δεκαετίες ολόκληρες να φανεί. Ωστόσο η κράτηση υπέρ εφοριακών στα εισιτήρια δεν έχει καταργηθεί. Την πληρώνουμε ακόμη. Κάθε χρόνο, υπολόγισαν ανήσυχοι κινηματογραφιστές, περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ, από τα εισιτήρια των κινηματογράφων της χώρας, πηγαίνει υπέρ ανυπάρκτων εφοριακών, με άγνωστη τελική κατάληξη.
Κι υπάρχουν εκατοντάδες παρόμοιες ιστορίες. Η κάθε μία από αυτές είναι μικρή, οικονομικά ασήμαντη, σχεδόν αστεία. Όλες μαζί, όμως, συγκροτούν ένα πρόβλημα που δεν είναι καθόλου για γέλια.
Ας μείνουμε στο παράδειγμα του σινεμά. Από τον φόρο που πληρώνουμε με κάθε εισιτήριο κινηματογράφου και ένα επιπλέον μικρό κονδύλι από τον προϋπολογισμό, το κράτος διαθέτει κάθε χρόνο 18 εκατομμύρια για την ενίσχυση της εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Από αυτά τα 18, το ένα το παίρνουν οι ανύπαρκτοι εφοριακοί, άλλα άλλοι και, εν τέλει, η πραγματική παραγωγή ταινιών εισπράττει περί τα 3 με 4 εκατομμύρια τον χρόνο. Θαύμα!
Επαναλαμβανόμενο, μάλιστα, θαύμα.
Ανάλογη τύχη έχουν και με ανάλογο τρόπο διοχετεύονται στους τελικούς αποδέκτες τους και πολύ μεγαλύτερα κονδύλια που προορίζονται για πολύ σημαντικότερους οικονομικά και κοινωνικά σκοπούς: την παιδεία, την υγεία και τις δημόσιες επενδύσεις. Σαν να χύνεις νερό σε χιλιοτρύπητο λαγήνι, οι πόροι που επενδύει το Δημόσιο διαρρέουν, με φανταστικές λάντζες, που μεταφέρουν ανύπαρκτους εφοριακούς, που εισπράττουν ενδεχομένως και κάποιο νοσταλγικό επίδομα καυσοξύλων από τα παλιά, μαζί με έναν πελώριο αριθμό επιτροπών δίχως αντικείμενο και υπηρεσιών ολόκληρων δίχως νόημα, προς άγνωστη κατεύθυνση. Κι ένα μικρό μόνον μέρος των πόρων αυτών καταφέρνει να ξεγλιστρήσει ώς τον πραγματικό του προορισμό.
Η επίδοση έχει μετρηθεί. Μια διεθνής έρευνα- την οποία παρουσιάζει ο καθηγητής Β. Ράπανος, σε πρόσφατη μελέτη του- μέτρησε ότι η αποτελεσματικότητα των εκροών του Ελληνικού Δημοσίου είναι μόλις 62%. Δηλαδή, οι παραγόμενες από το κράτος υπηρεσίες θα ήταν ίδιες αν το κράτος ξόδευε- αποτελεσματικά- το 62% των πόρων που σήμερα ξοδεύει. Το 38% που περισσεύει πάει άχρηστο, πετιέται στα σκουπίδια. Όπερ σημαίνει ότι αν το Ελληνικό Δημόσιο κατάφερνε να δαπανά τα χρήματά του, αν όχι με επίπεδα αποτελεσματικότητας σαν το 94% της Ελβετίας ή το 93% της Αυστρίας, αλλά έστω με το 78% που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης, θα είχε και οικονομία πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ (αρκετών για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα) και (το σπουδαιότερο) καλύτερο επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών στους φορολογούμενους πολίτες του.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, αφού όλοι μάς πιέζουν να μειώσουμε τις δημόσιες δαπάνες μας για να απογομωθεί η δημοσιονομική βόμβα πάνω στην οποία καθόμαστε, γιατί δεν αρχίζουμε να κόβουμε από αυτό το 38% των σπαταλημένων πόρων πριν αναζητήσουμε τις γνωστές «επώδυνες λύσεις»;
Σύμφωνα με έρευνα, το 38% των χρημάτων που δαπανά το ελληνικό κράτος είναι άχρηστο, πετιέται στα σκουπίδια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου