Κροκέτες μπακαλιάρου ή τώρα πια σίγουρα ποτέ ξανά κροκέτες μπακαλιάρου. Αλλά κάθε χρόνο αυτό:
Κάθε χρόνο τα ίδια. Από τότε που παντρεύτηκε, από το ’66 δηλαδή. Εστελνε τον άντρα της στην αγορά τέσσερις μέρες πριν από του Ευαγγελισμού. Επρεπε να διαλέξει τον σωστό μπακαλιάρο. Οχι τίποτα φιλέτα καθαρισμένα. Από εκείνον τον παστό με το χοντρό αλάτι που περνάς και μυρίζει σαν… άσε σαν τι! Επρεπε να μην είναι πολύ παχύς, έπρεπε να μην είναι πολύ λεπτός. Να μην είναι σαν άχυρο αλλά να ’χει και «ψωμί».
Ετρεχε λοιπόν εκείνος, πρωί πρωί, στη Βαρβάκειο, διάλεγε το κομμάτι που πίστευε ότι θα την ευχαριστούσε, πήγαινε μετά στη δουλειά, άφηνε τον μπακαλιάρο στο αυτοκίνητο. Οταν το άνοιγε το απόγευμα για να πάει σπίτι, βρόμαγε ο τόπος σαν ψαροκασέλα. Ανοιγε τα παράθυρα, γιατί Μάρτης ήταν, μες στην άνοιξη, και χαιρόταν γιατί έφτανε η μέρα που επιτέλους θα έτρωγε κροκέτες μπακαλιάρου.
Και αυτό τότε δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Εκείνος ήξερε και έτρωγε μια ζωή τα κλασικά φαγητά της μάνας του. Η γυναίκα του όμως ξεσήκωνε κάτι συνταγές από ευρωπαϊκά και αμερικανικά περιοδικά που του «αναβάθμισαν» τον ουρανίσκο. Αυτές οι κροκέτες μπακαλιάρου ήταν άλλο πράγμα! Τις έφτιαχνε όμως μόνο μια φορά τον χρόνο. Δυστυχώς! Λες και το ’χε τάμα στην Παναγιά!
Ετσι, λοιπόν, αυτή τη μέρα, ακόμη και πολλά χρόνια μετά, περίμεναν όλοι, σύζυγος, παιδιά, εγγόνια, γαμπροί, νύφες, να φτιάξει η γιαγιά τις περίφημες κροκέτες μπακαλιάρου.
Η διαδικασία είχε ως εξής: παραλάμβανε τον μπακαλιάρο τέσσερις μέρες πριν. Τον έβαζε μέσα σε μια λεκάνη με νερό, να ξαρμυρίσει (και να ξεμυρίσει). Αλλαζε κάθε τόσο το νερό. Την παραμονή τον έβγαζε λαμπίκο και, φορώντας τα πρεσβυωπικά γυαλιά της, έπαιρνε το τσιμπιδάκι και αφαιρούσε προσεκτικά κάθε κόκαλο και κοκαλάκι. Μπαμπάκι ο μπακαλιάρος, διαλυόταν στα χέρια της. Τον έβαζε στο ψυγείο.
Το πρωί του εορτασμού της Ελληνικής Επαναστάσεως ετοίμαζε το μυστικό κουρκούτι. Δεν ξέρω να σας πω ακριβώς και με τι. Και, όταν έφτανε όλη η οικογένεια στο σπίτι, μετά τις παρελάσεις και τους καφέδες, έβρισκε πάνω στο τραπέζι τα χρυσά συννεφάκια μπακαλιάρου στην κεντρική θέση, πλαισιωμένα από μια αλησμόνητη σκορδαλιά και άλλα σαρακοστιανά.
Πέφτανε όλοι μαζί, αρπάζοντας τις κροκέτες με τα χέρια και εκείνη τους κοιτούσε ικανοποιημένη με την ποδιά ακόμη στη μέση. Ρωτούσε: «Πείτε, καλέ, έγιναν νόστιμες φέτος;» Για να πάρει την αναμενόμενη απάντηση: «Φο-βε-ρές!!!».
Μια χρονιά, όμως, η κατάσταση άλλαξε. Δραματικά. Η όλη προετοιμασία έγινε, η όλη διαδικασία έγινε, αλλά… Την ώρα του τηγανίσματος η γιαγιά πρώτη φορά στη ζωή της δεν ήταν πάνω από το τηγάνι. Αφησε το λάδι να ζεσταίνεται και βγήκε να πάρει μια ανάσα στη βεράντα.
«Μα πόσο έκανα;» έλεγε και ξανάλεγε απαρηγόρητη στους πυροσβέστες. «Ούτε δυο λεπτά!» Μέσα σε εκείνα τα δυο λεπτά, άρπαξε μια φωτιά στην κουζίνα από τις καλές! Τρομαγμένη βγήκε στον διάδρομο. Ο άντρας της μπήκε στην κουζίνα, άρπαξε το τηγάνι και το έβγαλε στο μπαλκόνι. Κάλεσαν οι γείτονες την Πυροσβεστική και ευτυχώς δεν επεκτάθηκε η καταστροφή στο υπόλοιπο σπίτι. Ηρθε η οικογένεια στο σπίτι, τι να δει; Αντί για τα χρυσά συννεφάκια, μαύρα σύννεφα καπνού στο σπίτι. Εκείνη να κλαίει απαρηγόρητη.
– Ελα, βρε μάνα, – Ελα, βρε γιαγιά, – Ελα, βρε γυναίκα, σημασία έχει που είσαι εσύ καλά, μη στενοχωριέσαι. Τίποτα εκείνη. Μία βδομάδα έκανε να συνέλθει, να γελάσει το χειλάκι της. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι από τότε, από εκείνη την 25η Μαρτίου της φωτιάς, δεν ξαναέφτιαξε ποτέ κροκέτες μπακαλιάρου.
Πόσο την παρακάλεσαν, πόσο την ικέτεψαν, δεν τα κατάφεραν. Ετοιμάζουν οι άλλοι το φαγητό. Εκείνη βγαίνει πρωί πρωί, πάει τις βόλτες της και γυρνάει την ώρα του φαγητού. Από όλα τα καλά έχει το τραπέζι. Και μπακαλιάρο τηγανητό έχει. Σκέτο. Τρώνε όλοι και κοιτάνε σαν δαρμένα σκυλιά τη γιαγιά που κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Παινεύει τους μάγειρες για τις επιδόσεις τους με «Μπράβο!» και «Μπράβο!». Τόλμησε να τη ρωτήσει ο άντρας της την περσινή 25η Μαρτίου: – Βρε γυναίκα, κροκέτες μπακαλιάρου πότε θα φτιάξεις; – Του χρόνου, Κωστάκη μου! Του χρόνου!
Του χρόνου έφτασε. Μα εκείνος ξέρει πως η γυναίκα του δεν θα τηρήσει και πάλι την υπόσχεσή της.
Βλέπετε, είμαστε ήδη τρεις μέρες πριν από τη γιορτή και δεν έδωσε την ποθητή παραγγελιά. Του είπε να φέρει μύδια, παράγγειλε και ένα χταποδάκι. Το τραπέζι της 25ης Μαρτίου δεν είναι πια τόσο νόστιμο.
«Του χρόνου», του λέει όμως εκείνη κοιτώντας τα σημάδια που του άφησε εκείνη η φωτιά στα χέρια, «του χρόνου!» και του κλείνει το μάτι. Για εκείνη αυτός ήταν ο ήρωας, ο ήρωας της 25ης Μαρτίου του 2010.
Κυριακή Μπεϊόγλου ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ Εφημερίδα των Συντακτών , 24.03.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου