Του Χάρη Πεϊτσίνη*
Η
κεφαλαιουχική εταιρεία είναι, ως γνωστόν, εξέχων θεσμός της οικονομίας
της αγοράς, κυρίαρχος εταιρικός τύπος και κοινωνική κατασκευή μεγάλου
βεληνεκούς. Ο βασικός λόγος για τη θέση της αυτή στην παγκόσμια
οικονομία είναι ότι επιτυγχάνει την ταχύτατη συσσώρευση κεφαλαίου με
μακροπρόθεσμη επενδυτική προοπτική. Το σπουδαιότερο πλεονέκτημά της
είναι η ικανότητα να προσελκύει μικρούς και μεγάλους κεφαλαιούχους,
γιατί περιορίζει σημαντικά τον κίνδυνο από την άσκηση επιχειρηματικής
δραστηριότητας.
Ο μέτοχος της Α.Ε. π.χ. διακινδυνεύει
μόνο το μετοχικό του κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας έτσι πως, στη χειρότερη
περίπτωση, απλώς θα χάσει τα χρήματα που ο ίδιος επέλεξε να ρισκάρει. Σε
κάποιες περιορισμένες περιπτώσεις, τα δικαστήρια κρίνουν ότι είναι
δυνατό να καμφθεί τούτη η αυτοτέλεια του νομικού προσώπου, ώστε να
συνευθύνεται και ο μέτοχος ή ο εταίρος για τις υποχρεώσεις της
εταιρείας. Οι περιπτώσεις αυτές είναι η εξαίρεση στον κανόνα και
σχετίζονται με καταχρήσεις ή ακραίες συμπεριφορές. Στη συντριπτική
πλειοψηφία των περιπτώσεων, το χειρότερο που μπορεί να πάθει ο απλός
επενδυτής από μια αποτυχημένη επιχείρηση είναι να χάσει το ποσό που
επένδυσε.
Όλα τα παραπάνω είναι πράγματα λίγο -
πολύ αυτονόητα, για κάθε σύγχρονο πολίτη της Δύσης. Εκτός δηλαδή αν
κατοικεί και υπάγεται στους νόμους της μικρής μας χώρας. Στην Ελλάδα
βλέπετε, με το άρθρο 31 του Ν. 4321/2015, και την πρόσφατη αντικατάστασή
του από το άρθρο 53 του υπό ψήφιση ασφαλιστικού νομοσχεδίου, ο χωρισμός
ανάμεσα στις κεφαλαιουχικές εταιρείες και τα μέλη τους κάμπτεται
οριστικά στην περίπτωση ασφαλιστικών εισφορών και για κάθε είδους
ληξιπρόθεσμη απαίτηση των εργαζομένων των νομικών προσώπων που πηγάζουν
από συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας.
Ειδικότερα, σε περίπτωση διάλυσης του
νομικού προσώπου, οι μέτοχοι ή εταίροι του με ποσοστό συμμετοχής
τουλάχιστο 10% στο κεφάλαιο θα ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο
για την καταβολή των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, προσθετών τελών,
προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων και ληξιπρόθεσμων μέχρι διετίας –από
τη διάλυση του νομικού προσώπου– εργατικών απαιτήσεων. Επίσης την ίδια
ευθύνη φέρει και κάθε πρόσωπο που υπήρξε μέτοχος ή εταίρος
κεφαλαιουχικών εταιρειών με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον δέκα (10%)
τοις εκατό, αν οι ως άνω οφειλές γεννήθηκαν ενόσω εκείνος είχε την
ιδιότητα του μετόχου ή εταίρου. Από τα παραπάνω εξαιρούνται οι
εισηγμένες Α.Ε.
Τούτη η ρύθμιση έρχεται να προστεθεί
στην αλληλέγγυα ευθύνη που καθιέρωνε ο Ν. 4174/2013 για τους μετόχους ή
εταίρους που κατείχαν τουλάχιστο 10% επί του μετοχικού κεφαλαίου, σε
ό,τι αφορά οφειλόμενους φόρους του νομικού προσώπου, στην περίπτωση που
το τελευταίο λυόταν, μέχρι του ποσού βέβαια των αναληφθέντων κερδών ή
απολήψεων σε μετρητά ή σε είδος, λόγω της ιδιότητας του μετόχου ή
εταίρου, κατά τα τρία (3) τελευταία έτη προ της λύσης.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του
νομοσχεδίου, η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί στην «κοινωνική προστασία» των
εργαζομένων των επιχειρήσεων, οι οποίοι, «ιδιαίτερα τα τελευταία
χρόνια εν μέσω της κρίσης που διέρχεται η ελληνική οικονομία, μένουν
έκθετοι απέναντι στην οικονομική δυσπραγία ή εν γένει κακοδιαχείριση του
εργοδότη τους, καθώς συχνά η μη καταβολή των δεδουλευμένων τους
αποτελεί την εύκολη λύση για περικοπή των εξόδων της επιχείρησης. Νομικά
πρόσωπα υπερχρεωμένα έναντι των τραπεζών και συχνά μη δυνάμενα να
ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους πτωχεύουν ή συγχωνεύονται,
με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να διεκδικήσουν
αποτελεσματικά τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους, ενόψει μάλιστα και των
δυσμενών για αυτούς νέων διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και
του Πτωχευτικού Κώδικα κατ' αναλογία».
Ωστόσο, αυτό που προφανώς δε δύναται να
αντιληφθεί η κυβέρνηση είναι ότι οι δυσμενείς συνέπειες (πτωχεύσεις,
λύσεις εταιρειών κλπ) που οφείλονται στην κρίση προκαλούν απώλειες και
στους μετόχους, των οποίων το κεφάλαιο εξανεμίζεται. Αυτές είναι και οι
μοναδικές συνέπειες που θα έπρεπε άλλωστε να υφίστανται σε μία
λειτουργική καπιταλιστική οικονομία. Αυτή είναι η χρησιμότητα, ο σκοπός
ύπαρξης, η raison d’etre μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας, να απορροφά τις
δυσμενείς συνέπειες από μια επένδυση που αποτυγχάνει. Η εταιρεία
ευθύνεται για τα χρέη της και συνιστά προσωπικότητα χωριστή από τους
εταίρους ή μετόχους. Για την ακρίβεια, η επιλογή των επενδυτών να
χρησιμοποιήσουν τον εταιρικό τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας τούτο
ακριβώς το σκοπό έχει, τον περιορισμό δηλαδή τυχόν ζημίας τους από την
άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέχρι του ποσού του κεφαλαίου που
εισέφεραν.
Είναι αυτονόητο ότι αν ο μέτοχος ή ο
εταίρος επιθυμούσε να μοιραστεί το ρίσκο της επένδυσης και να ευθύνεται
με την προσωπική του περιουσία, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλα
δοκιμασμένα σχήματα (προσωπικές εταιρείες και ατομικές επιχειρήσεις) και
όχι περίπλοκους εταιρικούς τύπους με ενισχυμένες γραφειοκρατικές
υποχρεώσεις, όπως είναι η Α.Ε. και η ΕΠΕ.
Ανακεφαλαιωτικά, με τα παραπάνω
νομοθετήματα εξαϋλώνεται η αρχή της περιορισμένης ευθύνης των μελών στις
κεφαλαιουχικές εταιρείες σε ό,τι αφορά τις οφειλές προς το Δημόσιο και
τους εργαζόμενους. Στο εξής, ο μέτοχος ή ο εταίρος μιας κεφαλαιουχικής
εταιρείας θα ευθύνεται και με την προσωπική του περιουσία για τις
παραπάνω εκκρεμότητες, χάνοντας έτσι ένα θεμελιώδες επενδυτικό κίνητρο. Η
ρύθμιση ανατρέπει παραδόσεις ετών και υποσκάπτει το πολύπαθο
επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα μας. Πράγματι, με τις δρακόντειες αυτές
νομικές διευθετήσεις, τίθεται εν αμφιβόλω πλέον η ίδια η οικονομική
αποστολή της κεφαλαιουχικής εταιρείας όπως ισχύει σε ολόκληρο τον
πολιτισμένο κόσμο. Ένας θεσμός ηλικίας άνω των 300 ετών, που επιβίωσε
και διέπλασε σε καταλυτικό βαθμό τις σύγχρονες κοινωνίες, ένας θεσμός με
σκοπό να συσσωρεύει τις λαϊκές αποταμιεύσεις και να τις διοχετεύει
κατόπιν σε επενδύσεις αλλοιώνεται δομικά, για να εξυπηρετηθούν
αναχρονιστικές ιδεοληψίες.
Σε μια εποχή που η ελληνική οικονομία
διψά για ξένες επενδύσεις και εισροές κεφαλαίων, η επιχειρηματικότητα
δέχεται λοιπόν ακόμα ένα βαρύ πλήγμα. Η κοινωνιστική προσέγγιση της
«ευαισθησίας απέναντι στους αδύναμους», που υπαγορεύει τη νομοθέτηση
αντίστοιχων μέτρων, θα αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι. Στοιχειώδης κοινή
λογική οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ατομική ευθύνη του μετόχου για τα
χρέη της εταιρείας θα αποτρέψει πολλούς επενδυτές από την ιδέα να
ρισκάρουν επιχειρηματικά στην ήδη προβληματική εθνική μας οικονομία.
Ο αρχικός νόμος 4321/2015, στον οποίο
προστίθεται το περιεχόμενο του άρθρου 53, του ασφαλιστικού νομοσχεδίου,
τιτλοφορείται ως «νόμος για την επανεκκίνηση της οικονομίας». Είναι
τραγικό ότι με νομοθετήματα τέτοιας νοοτροπίας η κυβέρνηση βαυκαλίζεται
πως επιχειρεί την επανεκκίνηση μιας ημιθανούς οικονομίας, ενώ τελικά θα
επιτύχει απλώς την περαιτέρω καταβύθισή της.
* Ο κ. Χάρης Πεϊτσίνης είναι δικηγόρος LLM Εμπορικού Δικαίου.
liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου