Νίκος Μαραντζίδης
Αν κάτι διέκρινε ιστορικά την Αριστερά, ήταν η αίσθηση ενός κοσμοπολιτισμού που παντού οι ηγεσίες της ανέδυαν. Από τον καιρό του Μαρξ, οι σοσιαλιστές, αντιλαμβάνονταν τον κόσμο μέσα από την οπτική ενός παγκόσμιου πρίσματος. Ταξίδευαν πολύ, διάβαζαν και μιλούσαν ξένες γλώσσες, παρακολουθούσαν τη διεθνή πολιτική και σκέφτονταν συνεχώς πάνω σε αυτήν. Ο διεθνισμός της Αριστεράς -επαναστατικής ή ρεφορμιστικής δεν έχει, πια, τόση σημασία- δεν ήταν απλώς ένα εργαλείο ή ένα στοιχείο της θεωρίας της αλλά κυρίως μια κουλτούρα, ένας τρόπος να σκέφτεται τον κόσμο, πέρα από τα στενά όρια του έθνους-κράτους.
Αν κάτι αγάπησα πραγματικά στην Αριστερά των νεανικών μου αναγνωσμάτων ήταν ακριβώς αυτήν της την ικανότητα να σκέφτεται ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα: το παγκόσμιο και το εθνικό, το θεωρητικό και το εμπειρικό. Όποιος έχει ενθουσιαστεί όπως εγώ με την «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», όπου ο Μαρξ ανέλυε την πολιτική ζωή στη Γαλλία εγγράφοντάς τη μέσα στη δική του θεωρητική του σύλληψη, καταλαβαίνει τι λέω. Αν κάτι με ενοχλούσε ιδιαίτερα στη Δεξιά ήταν ακριβώς το αντίστροφο: η δυσκολία της να σκεφτεί πέρα από τα σύνορα του έθνους και των εμπειριών του. Έχει ο καιρός γυρίσματα, όμως.
Οι εξελίξεις αυτές δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη διανοητική της κατάσταση. Οι απολίτικες σαχλαμάρες του κινήματος Occupy Wall Street του τύπου «είμαστε το 99%», οι φαιοκόκκινοι μίζεροι «αγανακτισμένοι» που μουτζώνουν τη Βουλή ή η πολιτική αριστεροδεξιά καρικατούρα που λέγεται Μπ. Γκρίλο, μαρτυρούν αναμφίβολα πως η Αριστερά φτωχαίνει σε πλούτο αναλύσεων και επεξεργασιών παντού. Αγκαλιάζει το συναίσθημα, και ιδιαίτερα το φόβο, εγκαταλείποντας το γήπεδο του ορθολογισμού αποκλειστικά στους αντιπάλους της. Μέρα με τη μέρα, απομακρύνεται από τον διαφωτισμό.
Η αντικαπισταλιστική Αριστερά μετατρέπεται έτσι, είτε σε ένα μετα-χίπις κίνημα χωρίς σοβαρά κοινωνικά υποστηρίγματα και προοπτικές, είτε -προκειμένου να βρει αυτά τα υποστηρίγματα- επιλέγει να μετεξελιχθεί σε ένα εθνολαϊκιστικό πολιτικό υποκείμενο, που για να προσεταιρισθεί ευρεία στρώμματα του πληθυσμού, επιχειρεί να αξιοποιήσει προς όφελός του ό,τι πιο συντηρητικό και φοβικό φέρουν μαζί τους οι κοινωνίες.
Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία. Προκειμένου να κερδίσει πολιτικά από την κρίση ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται, το τελευταίο διάστημα, από μια διεθνιστική σε μια επαρχιώτικη και εθνολαϊκιστική κουλτούρα. Από τα κουτσαβακικού ύφους «Ολαντρεού» και «μαντάμ Μέρκελ», μέχρι τις καταγγελίες περί εθνικής μειοδοσίας και τα συνοικέσια με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Π. Καμμένου, ο κοινός παρανομαστής είναι ο εθνολαϊκιστικός επαρχιωτισμός.
Η κουλτούρα των αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος ενσταλάζεται κάθε μέρα και περισσότερο στη δημόσια ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και επηρεάζει την ταυτότητά του. Η αδυναμία εγγραφής των επεξεργασιών και των στρατηγικών του κόμματος μέσα στους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς μετασχηματίζουν το ΣΥΡΙΖΑ σε ένα εθνολαϊκιστικό μόρφωμα, που θα καταγγέλει το διεθνές περιβάλλον με τη συνωμοσιολογική γλώσσα του αδαούς και του ανεκπαίδευτου.
Στην ουσία, αυτός ο εθνολαϊκιστικός επαρχιωτισμός κρύβει δύο πράγματα: από τη μια, την ένδεια των εναλλακτικών προτάσεων της Αριστεράς απέναντι στο κυρίαρχο διεθνές μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκοσμιοποίησης, και από την άλλη, τη βουλιμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για εξουσία, την επιθυμία δηλαδή «να μπει και αυτή στο κόλπο».
Για το τελευταίο, προσωπικά, δεν έχω καμιά αντίρρηση. Κάθε άλλο. Είναι καλό για τη φιλεύθερη δημοκρατία να εναλλάσονται οι κυβερνώσες ελίτ, ώστε να ανανεώνεται με νέα πρόσωπα η πολιτική σκηνή. Στο κάτω-κάτω, κανείς δεν διαθέτει το μονοπώλιο της αλήθειας. Ίσως, μάλιστα, κάποια μέρα να δούμε και τον Αλέξη Τσίπρα να δακρύζει όπως ο πρόεδρος Χριστόφιας. Ελπίζω, μόνο, τότε, να μη μας περιμένει μιαν ανάλογη καταστροφή σαν της Κύπρου.
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου