Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
—της Ελένης Κεχαγιόγλου— Dimartblog.com
«Λοιπόν, η ζωή του Λαπαθιώτη, όσο κ’ η
Ποίησή του, όσο και το μοιραίο σημείο που κ’ οι δυο σταμάτησαν […]
στάθηκαν […] κατά το πιο μεγάλο τους μέρος, ένα έργο Τέχνης» σημειώνει ο προσωπικός του φίλος Τέλλος Άγρας, στο τεύχος 398 του περιοδικού Νέα Εστία
το οποίο, παρότι ως ημερομηνία έχει την Πρωτοχρονιά του 1944 —αρχή του
τελευταίου έτους της Κατοχής—, τυπώνεται μετά την αυτοκτονία του
Λαπαθιώτη (που έγινε νύχτα της 7ης προς την 8η Ιανουαρίου). Έτσι, στο
περιοδικό δημοσιεύονται νεκρολογίες για τον αυτόχειρα που υπογράφουν
(εκτός από τον Άγρα) οι, επίσης φίλοι του, Κλέων Παράσχος και Τάκης
Παπατσώνης, ενώ ο Πέτρος Χάρης αναφέρεται στο χρέος να διασωθεί το
αρχείο του ποιητή, όπως ο ίδιος με επιστολή του ήδη από το 1942 του
ζητούσε. Ο μόνος από τους κοντινούς του ανθρώπους που λείπει από εκείνο
το αφιέρωμα της Νέας Εστίας, που αποτελεί ντοκουμέντο, καθώς
συμπεριλαμβάνει κείμενα εν θερμώ γραμμένα για τον ποιητή που επέλεξε (αν
και όχι απροσδόκητα) την έξοδο από τη ζωή, είναι ο ποιητής Μήτσος
Παπανικολάου. Κι αυτό, διότι ο Παπανικολάου είχε πεθάνει από ισχυρή δόση
ναρκωτικών (πάθος που μοιραζόταν με τον Λαπαθιώτη) ήδη από τον Οκτώβριο
του 1943.
Ο Λαπαθιώτης, πάντως, το 1909, την εποχή της ακμής του, «την εποχή (1909-1917 το πολύ)» που «κυριάρχησε σαν μετέωρο αλησμόνητο αλλά σύντομο η μοναδική μορφή του» [1], έγραφε σε άρθρο του με τον εύγλωττο υπότιτλο «L’ Art pour l’ Art»: [2] «Η Τέχνη όπως και κάθε τι Ωραίον δεν έχει σκοπόν απώτερον ειμή αυτήν ταύτην την ύπαρξίν της».
Το προγραμματικό αυτό κείμενό του μας δίνει μάλλον ένα κλειδί ερμηνείας
για το έργο του αλλά και για τον τρόπο ζωής του. Τέχνη είναι το Ωραίον
για τον Λαπαθιώτη και ο ίδιος υπήρξε θρυλική μορφή —σύμφωνα με τον Κώστα
Στεργιόπουλο [3]— που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα
στην Αθήνα, ήδη πριν από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων (κατά τους
οποίους —αυτός, ο γιος του στρατηγού— απέφυγε να καταταγεί στον στρατό,
δηλώνοντας ψευδή ημερομηνία γέννησης, το 1895, αντί το 1888, γεγονός που
δημιούργησε σύγχυση στους μελετητές· αυτό, τουλάχιστον, ισχυρίζεται
ο αξιωματικός ε.α. Τάσος Ι. Μουμτζής, «προπαιδευτής» του Λαπαθιώτη στον
8ο Λόχο του 1ου Πεζικού Συντάγματος,όπου το 1914 παρουσιάστηκε σαν
κληρωτός, γεννηθείς το 1895 — τη μαρτυρία Μουμτζή υιοθετεί ο Τάσος
Κόρφης: βλ. Λέξη, Μάρτης-Απρίλης 1984, τχ. 33). Το κάλλος και η
καλαισθησία του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε τη βαθιά μόρφωση
που άρμοζε στην οικογένειά του, γνώριζε άριστα αγγλικά, γαλλικά και
ιταλικά, είχε κάνει επί χρόνια μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής (πάντα όλο
και κάτι σκίτσαρε στα χαρτιά του), ήταν πτυχιούχος της Νομικής (χωρίς
ποτέ να ασκήσει το επάγγελμα), έγραφε σε πολλά έντυπα αλλά δεν
συναναστρεφόταν το συνάφι — όλα αυτά αρκούσαν για να δώσουν στο όνομά
του μυθική διάσταση.
Το «ωχρό “βυρωνικόν όνειρο ανθισμένο στα κλίματα τ’ αττικά”», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Άγρα που παραλλάσσει τον μπωντλερικό στίχο [4], ήταν άνθρωπος που «του
άρεσε να τον παρεξηγούν, επιζητούσε τις παρεξηγήσεις, από ένα είδος
νοσηρού ναρκισισμού κι ακόμα και κάποια περιφρόνηση προς την κοινή
γνώμη, που θαρρείς και την προκαλούσε», σημειώνει ο συγγραφέας και εκδότης Γ. Τσουκαλάς [5]
που τη δεκαετία του ’20 (κυρίως, το 1927) συντρόφευε τον ποιητή στις
ολονύκτιες βόλτες του για τις οποίες ήταν διάσημος, στις περιπλανήσεις
όπου ζητούσε «να ξαναβρεί κάτω από το μοναχικό φως των άστρων τη σιωπηλή γοητεία των πρώτων του ονειροπολήσεων». Όπως γράφει ο Τσουκαλάς: «τον έπαιρνα από το σπίτι του όταν βράδιαζε, και τον συνόδευα πια ως εκεί όταν κόντευε πια να ξημερώσει».
Κάθονταν στο «Γυαλί καφενέ» του Ζαππείου, έπιναν καυτό τσάι το χειμώμα
και λεμονάδες το καλοκαίρι, ώσπου να πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα, να
φύγουν και οι τελευταίοι περιπατητές — κι έπειτα συναναστρέφονταν τους «νυχτερινούς
τύπους του Ζαππείου […] που περιέφεραν τις έκφυλες επιθυμίες τους στο
προστατευτικό σκοτάδι του ανοιξιάτικου πάρκου». [6]
Οι «ύποπτοι» αυτοί περίπατοι ασφαλώς τον κατέταξαν μεταξύ εκείνων που
αναζητούσαν την «παράνομη ηδονή» στην επαρχιακή Αθήνα των ούτε 300.000
κατοίκων της εποχής. Ο Τσουκαλάς θα αξιοποιήσει μυθιστορηματικά τις
νυκτερινές εξόδους του με τον Λαπαθιώτη και θα κάνει τους δυο τους
κεντρικούς ήρωες στο μυθιστόρημά του Κουρασμένος απ’ τον έρωτα (επανεκδόθηκε
το 2013 από τις εκδόσεις Φαρφουλάς), όπου κατά κάποιον τρόπο επιχειρεί
και να αποκαταστήσει τη φήμη του αγαπημένου του φίλου. Η απάντηση του
εστέτ Λαπαθιώτη θα δοθεί με μια από τις επιστολές που τόσο του άρεσε να
γράφει, σταλμένη με τον στρατιώτη-ορντινάτσα του στρατηγού πατέρα του: «Αγαπητέ μου φίλε, τι σου έκαμα για να μου καταστρέψεις την κακή μου φήμη, που τόσα χρόνια παιδεύτηκα για να την δημιουργήσω;»
Εξάλλου, ο Λαπαθιώτης είχε πρωταγωνιστήσει το 1910 στο «σκάνδαλο της Ανεμώνης», που ξέσπασε όταν δημοσιεύτηκε το ποίημά του «Κι έπινα μέσ’ απ’ τα χείλη σου»,
το οποίο εξερέθισε τα συντηρητικά αντανακλαστικά του Σπύρου Μελά και
του Γεώργιου Τσοκόπουλου, οι οποίοι εξεμάνησαν σε τέτοιο βαθμό που
ζήτησαν την παρέμβαση του εισαγγελέα. Έκτοτε, ο Λαπαθιώτης δεν έπαψε να
σχολιάζει ειρωνικά τον Μελά δοθείσης κάθε ευκαιρίας. Οι δημόσιες
αντεγκλήσεις φάνταζαν φυσική κατάσταση για τον Λαπαθιώτη, δεδομένου ότι,
όχι απλώς έστελνε στον Τύπο της εποχής πύρινες επιστολές —μα και
ιδιωτικώς σε λόγιους και χρονογράφους για να τους τα ψάλει—
κατακεραυνώνοντας συμπεριφορές και στάσεις που δεν ενέκρινε, αλλά και
βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα σε περιστάσεις όπως, π.χ., με το
«Μανιφέστο» του το 1914, εναντίον των επικριτών του Καβάφη το 1924, και
κυρίως κατά του Ψυχάρη που είχε χαρακτηρίσει τον Αιγυπτιώτη καραγκιόζη
της δημοτικής, ή με τον φιλολογικό καυγά του με τον Χαρ. Παπαντωνίου το
1927.
Νουμάς, τ. 524, 1914 (Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.)
Σύμφωνα με τον Τσουκαλά, ωστόσο, ο Λαπαθιώτης «αναζητούσε πάντα την ομορφιά το τέλειο, κι αυτό τον έκανε να μην αποφασίζη να τυπώση σε βιβλίο τα ποιήματά του» [7]. Ωστόσο,
ο Λαπαθιώτης που εξέδωσε μία και μόνη ποιητική συλλογή με περίπου 40
ποιήματα, το 1939, έχει δώσει την απάντησή του, έμμεσα, από το 1909
(χρονιά που ήδη αποτελούσε στη φιλολογική Αθήνα «ποιητή γνωστόν, πολύ αγαπητό, ζωσμένον από μιαν αίγλη θρύλου», με «ντύσιμο δανδή […] σχεδόν λιγάκι προκλητικό» [8]). Έγραφε, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης: «ο
καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη να συνεννοήται μετά του λοιπού κόσμου· ο
καλλιτέχνης εργάζεται χάριν μιας ιδικής του ατομικής απολαύσεως και
παράγει έργα τέχνης μόνον εφ’ όσον αποβλέπη εις την ικανοποίησιν του
ιδίου του του πόθου». Και συνέχιζε, λέγοντας ότι επλάσθη «η Τέχνη διά την ικανοποίησιν των Εκλεκτών», για να καταλήξει: «Κι ο Εκλεκτός ο οποίος θεωρεί ως μοναδικήν του απόλαυσιν να καπνίζη πούρα της Αβάνας ή να μυρώνεται με Pompeia και με Floramye,
και το κάμνει αποκλειστικώς και μόνον διά να τέρψη, δι’ ενός ωραίου
μέσου και διά μια ωραίας ηδονής, αποκλειστικώς και μόνον το “εγώ” του,
είναι περισσότερο καλλιτέχνης από τον κοινόν άνθρωπον ο οποίος αφιέρωσε
όλην του τη ζωήν εις το να ονειροπολή θείας εκστάσεις παραδείσων και να
συνθέτη λαξευτούς και αμέμπτους ιάμβους και αναπαίστους» [9].
Και με τη δήλωση αυτή ο Λαπαθιώτης αν δεν επιβάλλει, πάντως μας
παρέχει, νομίζω, τον τρόπο ανάγνωσης και για τη ζωή και για το έργο του.
Σε κάθε περίπτωση, τα ποιήματα που δημοσιεύει το 1939 δίνουν μία μόνη
όψη του έργου του, του «παθολογικά απελπισμένου» ποιητή, κατά τον
Παπατσώνη, προοικονομώντας τον αναπόφευκτο θάνατο: «Κι αφού καμμιάν άλλη / χαρά δεν αισθάνθη (η καρδιά μου) / — να σβήση όπως σβήνουν / τα’ ανώφελα άνθη».
Αρχείο Λαπαθιώτη, Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.
Διόλου τυχαία, μόλις έναν χρόνο προτού ο
Λαπαθιώτης αναφερθεί «στην τέχνη για την τέχνη», και οκτώ χρόνια ύστερα
από τον πρόωρο θάνατο του Όσκαρ Ουάιλντ, σε άρθρο του στην εφημερίδα Εσπερινή (8/6/1908) σημειώνει: «Η φιλολογία του Όσκαρ Ουάιλδ είναι θρησκεία ιδανική, θρησκεία της μεγάλης Καλλονής» — 19 χρόνια αργότερα (1/5/1927), θα αποστείλει επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο (τον προσφωνεί «Φίλε Κύριε»),
με την οποία θα τον παρακαλεί να τον διαγράψει από το χριστιανικό
ποίμνιο, με το επιχείρημα ότι κάθε θρησκεία τού είναι περιττή. Κατά
ειρωνεία της τύχης, ο Λαπαθιώτης θα αυτοκτονήσει άπορος πλέον, όπως
ακριβώς πεθαίνει και το αγαπημένο είδωλό του.
Ο Λαπαθιώτης —που πραγμάτωνε «την
εικόνα του ποιητικού ανθρώπου, ωραίου, νέου, κομψού ανοιγμένου προς ό,τι
μπορεί να δώση σε μια τρυφερή καλλιτεχνική ευαισθησία η ζωή» [10], που με φανερή ευχαρίστηση τραβούσε την προσοχή καθώς «έκοβε
βόλτες κάθε βράδυ, απάνω κάτω, στον πιο συχναζόμενο τότε περίπατο, στην
οδό Σταδίου, με το σκληρό του μαύρο καπέλλο, με το μεσάτο επανωφόρι
του, μ’ ένα φανταχτερό λουλούδι πάντα στη μπουτονιέρα, φιγούρα παράξενη,
ποιητική μα και αισθητική, δέρμα ασπρορόδινο, ανήλιαγο, φεγγερό και
λεπτό σα γυναικείο, γαλάζια μάτια, τρυφερά, αβρά, ονειροπαρμένα, στόμα
μικρό αλλά με μια κοκκινίλα και με μια υγράδα αισθησιακή»— δεν
δεχόταν εύκολα επισκέψεις στο αρχοντικό του σπίτι (σώζεται και σήμερα
ημικατεστραμμένο στα Εξάρχεια, Κουντουριώτη και Οικονόμου γωνία) όπου
ζούσε με τους γονείς του έως λίγο πριν από την αυτοκτονία του, τα πάρα
πολλά βιβλία τους, τα υπογεγραμμένα αυτόγραφα που είχε καταφέρει να
πάρει από τους ξένους συγγραφείς που θαύμαζε, και τις πολλές του γάτες
(ονειρευόμουν να κρατήσω
στα γόνατά
μου τα παιδιά του —είχε εξομολογηθεί η αρχόντισσα μεσολογγίτισσα μητέρα
του στον Κλέωνα Παράσχο— αλλά εντέλει νταντεύω τις γάτες του). Ζούσε
μια ζωή που άρχιζε στις 4 το απόγευμα: ρέμβαζε μια-δυο ώρες στο πιάνο
(έγραφε ενίοτε τις συνθέσεις του), ώσπου το βραδάκι ξεκινούσε τις
κοσμικές εμφανίσεις στο Νέο Φάληρο ή στη Σταδίου εντυπωσιάζοντας με την
εμφάνισή του —ακόμα και με τη στρατιωτική στολή που τη φόρεσε για λίγες
μόνο εβδομάδες, μετά την επανάσταση στο Γουδί, με τον πατέρα του Υπουργό
των Στρατιωτικών— και ακολουθούσαν οι ώρες της μοναξιάς, οι περίπατοι
στους κήπους, ο θρύλος των ύποπτων σχέσεων. Στις 3, 4 ή 5 το πρωί
επέστρεφε στο σπίτι, και τότε έγραφε, για να κοιμηθεί στις 7 ή στις 8,
καταργώντας τη μέρα «σα μια θορυβώδη πραγματικότητα, έξω από τους μυστικούς του κόσμους».
Μόνο στον Μεγάλο Πόλεμο εργάστηκε για λίγο, ακολουθώντας, ως διερμηνέας
με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, τον πατέρα του στην Αίγυπτο, αλλά δεν
έμελλε να σταδιοδρομήσει στον στρατό, επέστρεψε στον ασκητισμό του —
στην Αλεξάνδρεια, πάντως, γνωρίζει τον Καβάφη, με τον οποίο έκτοτε αραιά
αλληλογραφεί, και πηγαίνει για πρώτη φορά σε χασισοποτείο. Αργότερα, θα
βρεθεί στη δίνη των σκληρών ναρκωτικών, που ειδικά μετά τον θάνατο της
μητέρας του το 1937 θα τον οδηγήσουν στην παρακμή: ωχρός, χωρίς δόντια,
απεριποίητος, με τα ρουθούνια του κατακόκκινα να μαρτυρούν τη χρήση.
Αρχείο Λαπαθιώτη, Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.
Ο ποιητής, λοιπόν, με τις «φιλολογικά πρωτοποριακές και αισθητικά θαμπωτικές» εμφανίσεις όπως τις χαρακτηρίζει ο φίλος του Τάκης Παπατσώνης, που τον είχαν αναγάγει στον «νέο Απόλλωνα» της πόλης, «βγήκε,
έλαμψε διάττοντας, μόνο και μόνο για να καταπέσε σκληρά, να νικηθεί, να
ζήσει μαύρα ακατανόητα χρόνια θανάτου πριν από το θάνατο, να ερημωθή
ψυχικά, να κλειστεί με αδάμαστη την αγέρωχη στάση του, παραδομένος στους
τεχνητούς παραδείσους, ηθικό και σωματικό ράκος» [11].
Η εποχή του τον αποθέωσε ως νέο Απόλλωνα
στην ακμή του, τον είδε ως «κουρασμένο, μαλθακό και ξεστρατισμένο
ευγενή» στην παρακμή του. Σήμερα είναι προφανές ότι πίσω από την
εκζήτηση υπήρχε, εκτός από την προφανή του αντισυμβατικότητα, και το
ανικανοποίητο μιας ζωής που δεν μπορούσε να αναχθεί στο απόλυτα Ωραίον
που επιζητούσε, κι έτσι, σαν άλλος Ντόριαν Γκρέι, τριγυρνούσε τη νύχτα
που η έλλειψη φωτός επιτρέπει στα μάτια της φαντασίας να λειτουργούν με
μεγαλύτερη ελευθερία. Η σύγχρονη κριτική δεν τον συμπάθησε ιδιαίτερα,
εξαντλήθηκε εν πολλοίς στον χαρακτηρισμό του ως νεορομαντικού και
αισθησιακού ποιητή. Χαρακτηριστική είναι η ομολογία του Αλέξανδρου
Αργυρίου [12] ότι, όταν κάποια στιγμή
στα νιάτα του χρειάστηκε μερικά χρήματα και αναγκάστηκε να πουλήσει τρία
βιβλία από τη βιβλιοθήκη του, το ένα από τα τρία που πήρε, με ήσυχη
συνείδηση όπως λέει, ήταν τα Ποιήματα του Λαπαθιώτη. Αλλά δεν
τον αγάπησε ούτε ο επιμελητής της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων
του, Άρης Δικταίος, ο οποίος στην επέτειο των 20 χρόνων από τον θάνατο
του Λαπαθιώτη, αφού εξιστορεί το πώς οφείλει στον Λαπαθιώτη τη δική του
ποιητική εμφάνιση στα γράμματα, και για ποιον λόγο έπειτα ο ευεργετηθείς
θύμωσε με τον ευεργέτη του, δεν διστάζει να τον χαρακτηρίσει —και
μάλιστα σε αφιέρωμα μνήμης στον Λαπαθιώτη— «ξεπερασμένη γεροντοκόρη» [13]. Ο Δικταίος
σχολιάζει ηθικολογικά τα πάντα στον Λαπαθιώτη —την ευγενική καταγωγή,
την ομορφιά, την εξυπνάδα, την καλλιέργεια— ως απλώς δώρα της τύχης που
τον κατέστρεψαν. Και παρά ταύτα, ο Δικταίος θα γίνει ο εισηγητής του
αδημοσίευτου έργου του Λαπαθιώτη, αναλαμβάνοντας το ποιητικό σώμα του
νεκρού ποιητή, μάλλον χωρίς να είναι σε θέση να το κρατήσει ζωντανό — κι
έτσι, ο Λαπαθιώτης θα απομείνει τα επόμενα χρόνια, και μέχρι σήμερα,
«μόνος μέσ’ τον θάνατό» του — όπως έγραψε στο ποίημα με τίτλο
«Αποχαιρετισμοί στη μουσική (στίχοι της παλιάς τεχνοτροπίας)», το οποίο
απέστειλε στον Πέτρο Χάρη παραμονές της Πρωτοχρονιάς 1944 (βλ. παρακάτω·
οπαδός της παλιάς τεχνοτροπίας ο Λαπαθιώτης —ενδιαφέρον έχει πώς
εμφανίζεται συντηρητικός ως προς τη νεωτερική ποίηση— με τον υπότιτλο
αυτό μοιάζει να αυτοσαρκάζεται στις τελευταίες του ημέρες, στο μάλλον
τελευταίο του ποίημα).
Ο Λαπαθιώτης, της γενιάς του 1920, της
ίδιας γενιάς με τον Καρυωτάκη, φαίνεται πως δεν άρθηκε στο ύψος της
ποίησης εκείνου. Κι ωστόσο, κάτι από τον Λαπαθιώτη μάς διαφεύγει. Διότι,
ακόμη και σήμερα, δεν έχουμε πλήρη εικόνα του έργου του. Ακόμη και
σήμερα η πνευματική του προσωπικότητα δεν έχει σε βάθος μελετηθεί. Στο
«Μανιφέστο» του, που δημοσίευσε το 1914, στα 26 του χρόνια, στο
περιοδικό Νουμάς, αφού προέβαινε στην καταγγελία των
«μικρανθρώπων» που μπήκαν στο άλσος της Τέχνης, και δήλωνε αηδιασμένος,
ζητούσε από τους συνομηλίκους του να περιφρονήσουν τις μετριότητες, τα
παράσιτα και τα μαλάκια που έχουν ανέβει στο χρυσό θρονί της Τέχνης και,
αφού γκρεμίσουν τα ψεύτικα είδωλα, να δημιουργήσουν το Νέο Ελληνικό
Πνεύμα. Και πράγματι, το κάλεσμά του είχε ανταπόκριση. Σύμφωνα με τη
μαρτυρία του Παύλου Νιρβάνα [14], οι νέοι
συγκεντρώθηκαν στο περιοδικό για να κηρύξουν την επανάσταση κατά της
φαυλοκρατίας στο χώρο των γραμμάτων. Αργότερα, ο Λαπαθιώτης θα
γοητευόταν από το όνειρο της Επανάστασης, και θα υποστήριζε την
κομμουνιστική ιδεολογία. Το σύνθετο έργο του, όπως αναφέρει ο Τέλος
Άγρας —από το 1919 κ.ε. έδινε στο Έθνος μεταφραστική συνεργασία
κάθε μέρα, κι έπειτα έγραφε διηγήματα, ποιήματα κ.λπ. κάθε
εβδομάδα— τον καθιστά εν τέλει από τους πολυγραφότερους της γενιάς του.
Το σύμπαν «Λαπαθιώτης» δεν έχει λοιπόν επαρκώς μελετηθεί. Περιμένει τον
μελετητή που θα σκύψει πάνω από το σύνολο του αρχείου του (σκορπισμένο
κι αυτό, μέρος του βρίσκεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό
Αρχείο) και θα τον ανακαλύψει στην πλήρη διάστασή του. Έως, τότε, με τα
δικά του λόγια:
«Συνήθως το έργο ενός αληθινού
τεχνίτη δεν είναι παρά μια μικρή σταγόνα απ’ το σκοτεινό ωκεανό της
προσωπικότητός του. Γι’ αυτό κι ο μεγάλος καλλιτέχνης πεθαίνει πάντα με
το μυστικό παράπονο ότι δεν κατόρθωσε, παρ’ όλα όσα έκανε, να εκφραστεί
να δοθεί ολάκερος στον κόσμο» [15].
1. Τάκης Παπατζώνης, «Ο Λαπαθιώτης μετέωωρο και σκιά», Νέα Εστία, τχ. 398-399, Πρωτοχρονιά 1944.
2. Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Η Τέχνη… και τα λοιπά! L’ Art pour l’ Art», Νέον Άστυ, 12/5/1909.
3. Κώστας Στεργιόπουλος, «Ένας Αθηναίος Ντόριαν Γκρεϋ. Ο Ναπ. Λαπαθιώτης και η ποίησή του», Νέα Εστία, τχ. 881, 15/3/1964.
4. Τέλλος Άγρας, «Έργον τέχνης», Νέα Εστία, τχ. 398-399, Πρωτοχρονιά 1944.
5. Γ. Τσουκαλάς, «Η πολυφίλητη σκιά», Νέα Εστία, τχ. 881, 15/3/1964.
6. Ό.π.
7. Ό.π.
8. Κλέων Παράσχος, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Νέα Εστία, τχ. 398-399, Πρωτοχρονιά 1944.
9. Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Η Τέχνη… και τα λοιπά! L’ Art pour l’ Art», ό.π.
10. Κλέων Παράσχος, ό.π.
11. Τάκης Παπατζώνης, ό.π.
12. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ένας Λαπαθιώτης κοιταγμένος μεροληπτικά, στο όνομα μιας νέας νοοτροπίας», Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτης-Απρίλης 1984.
13. Άρης Δικταίος, «Πώς γνωρίστηκα με τον Λαπαθιώτη», τχ. 881, 15/3/1964.
14. Παύλος Νιρβάνας, «Οι νέοι», Νέα Ελλάς, 23/5/1914.
15. Τάσος Κόρφης, «Η αισθητική του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μέσα από το ανέκδοτο ημερολόγιό του» (στοχασμός 2.7.1932), Διαβάζω, αρ. 95, 30/5/84.
Αποχαιρετισμοί στη μουσική*
(στίχοι της παλιάς τεχνοτροπίας)
Ι
Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα — και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, —να την πω και να πεθάνω…
Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, — και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω μήτε χρόνος δε μου μένει.
Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω, — και σαν ξένοι, θα χαθούμε μέσ’ στο χώμα…
ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδι, — κι ήσαν όλοι γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μέσ’ στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο απροσμέτρητο κενό μου!
Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, — κι όπως ήρθα, και θα φύγω.
Τ’ είναι, τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
— κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μέσ’ στο θάνατό μου…
* Σημ. τ. Νέας Εστίας: Ο κύριος Πέτρος Χάρης έλαβε το ποίημα τούτο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζί μ’ ένα μπιλλιέτο του άτυχου ποιητή που του έγραφε: «Φίλτατε, λάβε τα παρόντα διά Νέαν Εστίαν. Σ’ αρέσει ο υπότιτλος;… Πάντα με την αγάπη μου, Ν.Λ.»
[Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία, ο Αντώνης Σαμαράκης αφιερώνει στον εκλιπόντα Λαπαθιώτη το ακόλουθο σονέτο:]
Ελεγείο
—Αντώνης Σαμαράκης, 10/1/1944—Δεν ήταν θάνατος, αυτός ο Ξένος,
που εκείνο το βαθύ κι εξαίσιο βράδυ
ήρθε σιγά, κρυφά μες στο σκοτάδι,
σαν ένας αδερφός αγαπημένος,
και σταυρωτά σε φίλησε, σα χάδι…
Έτσι πολύ κι αναίτια λυπημένος
ήταν ένας χλωμός Εσταυρωμένος,
που εκείνο το βαθύ κι εξαίσιο βράδυ
σε μιαν Αποκαθήλωση μοιραία
—τριανταφυλλάκι σε γυμνή ρομφαία—
κάρφωσε την ψυχή σου… Σαν αστείο,
τώρα θα σου φανεί να μάθεις ότι
έγραψα τούτο το φτωχό ελεγείο
«Εις μνήμην Ναπολέοντα Λαπαθιώτη…»
* * *
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Η ζωή μου
Ακολουθούν αποσπάσματα από το κείμενο του Λαπαθιώτη με τίτλο «Η ζωή μου», το οποίο καλύπτει την περίοδο από τη γέννησή του το 1888 μέχρι το 1917 και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Μπουκέτο από τις 28 Απριλίου μέχρι τις 14 Νοεμβρίου του 1940. Η επιλογή των αποσπασμάτων και οι τίτλοι μέσα στις αγκύλες ανήκουν στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο και προέρχονται από το άρθρο του «»Η ζωή μου», ένα λανθάνον κείμενο του Λαπαθιώτη» στο περιοδικό Διαβάζω, τ. 95, 30/5/1984 (αφιέρωμα στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη). Στις παρενθέσεις, ο αριθμός τεύχους του Μπουκέτου, η ημερομηνία έκδοσης και ο αριθμός σελίδας. Οι εικόνες προέρχονται από τις συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, πλην της διαφήμισης του ζαχαροπλαστείου «Ντορέ», την οποία βρήκαμε στο Διαδίκτυο.[Η γέννηση του Λαπαθιώτη] 1888
«Μια φορά κι έναν καιρό ─ή, καλύτερα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα, της 31ης Οκτωβρίου του 1888─ στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, είδε το φως ένα κατάξανθο παιδάκι. Η γέννα ήταν δύσκολη και τη μητέρα ─μιαν απ’ τις ομορφότερες γυναίκες του καιρού της─ οι γιατροί την είχαν απελπίσει. Κι οι γιατροί που την είχαν απελπίσει ήσαν οι πιο ονομαστοί της εποχής εκείνης… Να, όμως που την κρίσιμη βραδιά, μια γυναίκα ηλικιωμένη και γειτόνισα, που έκανε χρέη νοσοκόμας, εκεί που αγρυπνούσε στο χαγιάτι, έξω από την κάμαρη της άρρωστης, καθώς την είχε μισοπάρει ο ύπνος πάνω στην καρέκλα, είδε ν’ ανεβαίνουν ξαφνικά τη σκάλα δυο ψηλοί άντρες, παράξενα ντυμένοι, με φορεσιές χρωματιστές, που έπεφταν ώς τα πόδια, και που βαστούσαν, ο καθένας τους, στο χέρι, κι από μια μικρούλα κασετίνα. Κι όπως εκείνη πετάχτηκε απ’ τη θέση της και με δάκρυα στα μάτια τους φώναξε: ─Πού πάτε; Μέσα έχουμε την άρρωστη μητερούλα, την καημένη, και θα μας πεθάνει… Εκείνοι χαμογέλασαν και, κάνοντάς της μιαν εκφραστική, καθησυχαστική χειρονομία, της είπαν με πολύ γλυκειά φωνή: ─Γι’ αυτήν κι εμείς ερχόμαστε! Ήρθαμε να την κάνουμε καλά! Έννοια σου, κυρά μου, και θα ζήσει! Κι η γυναίκα ξύπνησε και χάθηκαν… Κι αληθινά απ΄την άλλη μέρα το πρωί, ο πυρετός άρχισε να πέφτει κι η άρρωστη να γίνεται καλύτερα: Και διαδόθηκε στη γειτονιά αμέσως το θαύμα των Αγίων Θεοδώρων…»(843, 28 Απρ 1940, σελ. 29)
[Η έκδοση του «Νέρων ο Τύραννος»] 1901
«Άρχισα να γράφω ποιήματα και δράματα, που τα παράσταινα στο σπίτι σ΄ένα αυτοσχέδιο, μικρούλι θεατράκι, με χρωματιστά, χαρτένια πρόσωπα και με σκηνογραφίες και αυλαία δικής μου εντελώς επινοήσεως! Ένα απ’ αυτά τα έμμετρά μου δράματα έλαβε τύχη κάπως ιδιαίτερη: Μου το τύπωσε για δώρο ο πατέρας μου και το μοίρασα σε φίλους, ακόμα και σε μερικούς καθηγητές μου… Τίτλος του, καθώς κι η υπόθεσή του, ρωμαϊκής εμπνεύσεως, αρχαίας: “Νέρων, ο Τύραννος”, δράμα εις δύο πράξεις! Έπαιζα, ακόμα, και κωμωδίες μονόπρακτες του Λάσκαρη, του Κορομηλά και του Αννίνου: Ήταν το “Ζητείται υπηρέτης”, “Ο θάνατος του Περικλέους”, “Η Ελενίτσα της οδού Αγχέσμου” κι άλλα. Μάζευα τα ξαδέλφια μου, αρσενικά και θηλυκά, κι έπαιζα μόνος μου όλων τους τα πρόσωπα, κάνοντας τις δίαφορες φωνές. Στο “Νέρωνα τον Τύραννο” υπήρχε κι ένας αναχρονισμός, ένας πρώτου μεγέθους μαργαρίτης! Σε κάποιο μέρος, η Οκτάβια έλεγε στον Οκτάβιο, τη στιγμή που αυτός λιποψυχούσε απ’ τον φλογερό τον έρωτά του: … “Αλλά, Οκτάβιε, λοιπόν, τι έχεις; Έχεις ρίγη; Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Θέλεις σαμπάνια λίγη;” Πριν όμως τυπωθεί, ο πατέρας μου επενέβη και μου τον διόρθωσε: “Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Τις αφορμή σε θίγει;” Κι έτσι το έργο είδε, άμεμπτο, το φως, σε άψογους και ομαλότατους δεκαπεντασύλλαβους…»(848, 30 Μαΐου 1940, σελ. 33)
[Η έκδοση του περ. «Ηγησώ»] 1901
«Τότε αποφασίσαμε μαζί με τους Πολίτηδες να βγάλουμε και την περίφημη “Ηγησώ”. Οι δέκα ιδρυτές της ήταν οι εξής: Βάρναλης, Χατζάρας, Φιλύρας, Καρβούνης, Λέαντρος Παλαμάς, Μήτσης Καλαμάς, Κουμαριανός, Γιώργος Πολίτης, Φώτος Πολίτης κι εγώ. Οι τέσσερις μικρότεροι είμαστε ο Παλαμάς, οι Πολίτηδες κι εγώ. Τώρα που συλλογίζομαι το μηχανισμόν εκείνης της εκδόσεως, βλέπω πως το σύστημά της ήταν τέλειο. Το περιοδικό αυτό, που δεν περιείχε παρά μόνο στίχους και συνεργασία ταχτική των ιδρυτών του, κι εξαιρετικά άλλων καλών συνεργατών, έβγαινε με ψηφοφορία: Μαζευόμαστε στο σπίτι των Πολίτηδων, όσοι είμαστε στην Αθήνα, και διαβάζαμε τη συνεργασία μας, καθένας στους άλλους. Για κάθε ποίημα, έτσι διαβασμένο, γινόταν μυστική ψηφοφορία και δεν έμπαινε, παρά μόνο αν έπαιρνε τη βάση, δηλαδή αν συγκέντρωνε την πλειοψηφία! Έτσι εξασφαλιζόταν ύλη εκλεκτή κι εποδοκιμασμένη από τους περισσότερους. Τον τίτλο του περιοδικού κι ένα μικρό εισαγωγικό σημείωμα για το σκοπό του, μας τα έδωσε ο Κωστής ο Παλαμάς. Έτσι, μπήκαν πρωτοσέλιδα ποιήματα ανέκδοτα του Παλαμά (εκεί πρωτομπήκε και το περίφημο “Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολιτικα / μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα”), του Χρηστομάνου, του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Αυγέρη κι άλλων. Η “Ηγησώ”, που για κάθε φύλλο της δίναμε από δέκα δραχμές ο καθένας μας, μας στοίχιζε τη μακαρίαν εκείνην εποχή εβδομήντα δραχμές το μήνα, στα τυπογραφεία της “Εστίας”, τα καλύτερα της εποχής, κι από τα καλύτερα και σήμερα ακόμα. Τα περισσευούμενα τα διαθέταμε ─ή μάλλον τα διέθεταν οι Πολίτηδες, που είχαν αναλάβει όλο το μηχανισμό, τη διαχείριση και την κυκλοφορία του περιοδικού─ για έξοδα αποστολής και άλλα έξοδά του. Με τον τρόπο αυτό της μηνιαίας καταβολής ενός σταθερού ποσού από τους εκδότες του, το περιοδικό είχε εξασφαλισμένη την ύπαρξή του, κι αν ακόμα δεν πουλιόταν κανένα φύλλο του από αγοραστές στα βιβλιοπωλεία! Κι αν σταμάτησε στο δέκατό του φύλλο αυτό οφείλεται μάλλον σε βαρεμάρα μας, παρά σε οικονομική δυσχέρειά του […] Την ίδια τότε εποχή, γνώρισα στου Πολίτη και τον Φιλύρα. Του απάγγειλα μερικά ποιήματά μου και με το ανέκαθεν συνεπαρμένο, ενθουσιαστικό του ύφος, μ’ ανακήρυξε απερίφραστα Σέλλεϋ της Ελλάδος! Τότε, επίσης, γνώρισα και τον Χατζάρα, με τη λεπτά ειρωνική φωνή και τον Βάρναλη που οι άλλοι με είχαν κάνει ελαφρά να τον φοβάμαι! Μου τον είχαν κάπως παραστήσει σαν έναν φοβερό γυναικοθήρα, σάτυρο, υλιστή, κατακτητή ─ κι αυτό εμένα, τον καιρό εκείνο της άκρας συστολής μου και σεμνότητας, μου φαινόταν κάτι τερατώδες. Σύντροφος απαραίτητος σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις μας για την έκδοση του περιοδικού, ήταν κι ο Γιάννης Αποστολάκης, ξάδελφος των Πολίτηδων, ο κατόπιν κριτικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Έκανε τότε μάθημα, γερμανικά, του Γιώργου, και δεν έλειπε ποτέ από τις συντροφιές μας, αν και δεν είχε λάβει μέρος ενεργό, ούτε και συνεργαζότανε στην “Ηγησώ” καθόλου, που ήταν περιοδικό αποκλειστικά ποιητικό. Κι αυτό ήταν ακριβώς η ιδιορρυθμία του. Κι εξακολουθούσε να βγαίνει έτσι, κανονικά, ώς το καλοκαίρι. Όταν όμως έφθασε το καλοκαίρι, κι οι περισσότεροί μας σκόρπισαν σ΄εξοχές και παραθερισμούς, μείναμε ελάχιστοι στην Αθήνα για την επιμέλεια της εκδόσεώς του. Αντί των Πολίτηδων, ανέλαβε όλην αυτή τη δουλειά ο Νίκος ο Καρβούνης.»(856, 25 Ιουλ. 1940, σελ 33-34 και 857, 1 Αυγ. 1940, σελ 15)
[Ανοιχτά πουκάμισα και νυχτερινή ζωή] 1941
«Και την ίδια εποχή ήταν που απετόλμησα να φορέσω τ’ ανοιχτά πουκάμισα, που τ’ αποκαλούσαν “α λα Μπάιρον”. Δεν θα ξεχάσω το απόγευμα εκείνο που πρωτοβγήκα στην οδό Σταδίου, συνοδευόμενος από τον Παπατσώνη, που έδειξε κι αυτός μεγάλη τόλμη, απλώς μόνο με το να έρχεται μαζί μου! Ο κόσμος σταματούσε και με κοίταζε, όπως κοιτάζουν τ’ αξιοπερίεργα!
Ψίθυροι, άλλοτε καλοί και κολακευτικοί, κι άλλοτε σκανδαλίσματος κι αποδοκιμασίας με παρακολουθούσαν ώς το Σύνταγμα. Κι όταν καθήσαμε στο τέλος στου “Ντορέ” ─κέντρο κοσμικό παροιμιώδες, μοναδικό, μαζί με του “Γιαννάκη”─ είχαμε το συναίσθημα πως κάναμε έναν καθαρό ηρωισμό! Και στο Φάληρο, που πήγα υστερότερα, έγιναν τα ίδια και χειρότερα […] Από τότε, λοιπόν, άρχισα να βγαίνω πιο αργά, όλο και πιο αργά ─ώσπου, μετά χρόνια αρκετά, έφτασα να βγαίνω μόνο βράδι, τόσο που οι οικείοι μου με λέγαν “νυχτερίδα”. Αλλά και η μετά το φαγητό, πολύ νυχτερινή μου περιπλάνηση, και μάλιστα στις μικροσυνοικίες ─στο Μεταξουργείο, το Θησείο, τη Δεξαμενή και το Παγκράτι─ από τότε ακριβώς χρονολογείται… Μια περιέργεια βαθειά και ανεξήγητη, ένα βαθύ και διαρκές ενδιαφέρον, μ’ έσπρωχνε στο να βλέπω τη ζωή, τους ανθρώπους, τις συνήθειές τους, πλαισιωμένα, και πολύ πιο καθαρά, από το μυστήριο της νύχτας! Γύριζα σπίτι μου κατόπιν, κουρασμένος από περιπλανήσεις κι επεισόδια, με το κεφάλι μου γεμάτο εντυπώσεις… Και σ’ αυτές μου τις περιπλανήσεις, προτιμούσα την τέλεια μοναξιά, για να είμαι ελεύθερος να περπατώ στην τύχη, σύμφωνα με το κέφι μου και τη διάθεσή μου! Αλλά, παράλληλα, σ’ αυτό, είχα σχηματίσει και παρέες από παιδιά απλά, που με σεβόντουσαν, που μ’ αγαπούσαν και που μ’ εκτιμούσαν, σχεδόν σε κάθε γωνιά της πρωτευούσης (τότε μικρής και περιορισμένης) και δεν είχα παρά να διαλέξω το πού θα κατευθύνω την πορεία μου και ποια απ’ όλες, συντροφιά θα προτιμούσα! Ήμουν, αυτή την εποχή ─κι όπως το βλέπω τώρα─ ένας μικρός “κατακτητής” στο είδος μου ─ κάτι σαν δημοφιλής κι “υποψήφιος”, με το πλήθος των γνωριμιών μου και με τον τρόπο που εκείνες με λογάριαζαν και που με θεωρούσαν “αρχηγό” τους!»
(839, 19 Σεπτ. 1940, σελ 39-40)
[Νύχτες στην Αίγυπτο]
1916/17«Σ’ αυτές μου τις νυχτερινές περιπλανήσεις, τις ανερμάτιστες, γνώρισα και συνδέθηκα και με μερικούς ιθαγενείς, με τον Χουσεΐν, ένα σουντανέζο που ήταν ακόλουθος κάποιου εγγλέζου αξιωματικού και που φορούσε κι ο ίδιος μια στολή χακί με φέσι· με τον Μοχάμεντ και τον μικρότερο αδελφό του Αλή και με άλλους. Χάρη σ’ αυτούς, που έγιναν πιλότοι μου, κατόρθωσα να εισχωρήσω σε μερικά μυστήρια της σκοτεινής φυλής των: Τα δυο αδέλφια μάλιστα, αυτά μ’ οδήγησαν μια νύχτα, με τ’ αμάξι, έξω από την πόλη σ’ ένα αυθεντικό αράπικο, χασισοποτείο, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, όπου και παρακολούθησα απάνω στα ντιβάνια, το κλασικό κάπνισμα του απαγορευμένου “παυσωδύνου” μέσα στην υποβλητικότατη ατμόσφαιρα των “τεχνητών” γήινων “παραδείσων”! Άλλη βραδιά μ’ οδήγησαν, όχι μέσα βέβαια ─γιατί αυτό ήταν απολύτως ακατόρθωτο─ αλλά στα γύρω ενός θρησκευτικού “τεκέ”, απ’ όπου ανέβαιναν στη σιωπή της νύχτας, μονότονες, θρηνώδεις κι ατελεύτητες οι ψαλμωδίες των οιστρηλατημένων “ντερβισάδων”… Χάρις σ’ αυτούς και την αφοσιωμένη τους φιλία, εισέδυσα και γνώρισα, έστω και τόσο λίγο και τόσο φευγαλέα, εκείνα που διψούσα να γνωρίσω, τα μόνα που μου έδιναν βαθύ ενδιαφέρον και αληθινήν εξωτική συγκίνηση! Οι ρωμηοί με πήγαιναν στου “Γκρόπι” και στου “Αθηναίου” και στις παριζιάνικες “Revues”, σε συγκεντρώσεις κοσμικές, κοσμοπολίτικες και σ’ ανιαρότατα κι ανόητα θεάματα…»
(868, 24 Οκτ. 1940, σελ 27)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου