Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Πολιτικό άγος και δημόσιο άχθος

Πολιτικό άγος και δημόσιο άχθος
Tης Μαριας Κατσουνακη
Η πιο αποκαλυπτική σφυγμομέτρηση δεν έγινε. Θα αφορούσε τις 232 προσλήψεις νέων υπαλλήλων στο ελληνικό Κοινοβούλιο, πριν από τέσσερις ημέρες. Καθ’ όλα νομότυπες όπως πληροφορούμαστε από το ρεπορτάζ («Κ» 5/3), αφού στηρίζονται σε ρύθμιση στην οποία είχαν συναινέσει τα κόμματα τον Ιούνιο του 2008. Ο πρόεδρος της Βουλής κ. Φίλιππος Πετσάλνικος εξέφρασε το αδιέξοδο και τη δυσφορία του. «Αγος από το παρελθόν», το χαρακτήρισε, εξηγώντας πως πρόκειται «για μετακλητούς υπαλλήλους που είχαν προσλάβει τα κόμματα από το 2004 έως και λίγο πριν από τις εκλογές του 2009.
Αναρωτιέται κανείς σε αυτήν την εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα εποχή, πώς αισθάνεται ένας μισθωτός απέναντι σε έναν προνομιούχο μισθωτό (του Δημοσίου επίσης). Τι θα είχε να απαντήσει ο ερωτώμενος πολίτης (στην υποθετική δημοσκόπηση) για το μεγάλο αυτό διακομματικό ρουσφέτι, την ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός σε δραματικούς τόνους ζητεί τη στήριξη των Ελλήνων ώστε «η χώρα να μπορεί και πάλι να ορίσει την τύχη της»;
Οσο συνταγματικά κατοχυρωμένη και να είναι η μονιμοποίηση, το συμβολικό της φορτίο είναι δυσβάσταχτο. Το πολιτικό προσωπικό, εν σώματι, δηλώνει δι’ αυτού του τρόπου ότι τα μέτρα ισχύουν για όσους δεν μπορούν να τα αποφύγουν. Δηλαδή για τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών, πλην των εργαζομένων στη Βουλή των Ελλήνων.
Αυτό το ιδιότυπο εργασιακό μπούνκερ κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτο είναι. Γυάλινο και διαφανές το καταφύγιο, με τις κινήσεις εντός του να καταγράφονται, να μεταδίδονται, να κρίνονται, να προκαλούν. Η μεγάλη οικονομική κρίση αν συνοδευτεί από φαινόμενα άνισης μεταχείρισης, από διακεκριμένες τάξεις εκλεκτών και προνομιούχων, μόνο για την αναγκαιότητα εφαρμογής σκληρών μέτρων δεν θα μπορέσει να πείσει.
Από τους επιβεβλημένους περιορισμούς δεν μπορεί να αυτονομούνται οι υπάλληλοι της Βουλής σαν να υπάγονται σε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών και διακυβέρνησης. Εάν ως κοινωνία δεν κλείσουμε οριστικά τους λογαριασμούς μας με απόψεις όπως «το νόμιμο είναι και ηθικό», τότε οι στρεβλώσεις θα βαθύνουν ακολουθώντας τη ρωγμή της εγγενούς κοινωνικής ανισότητας.
Τα προνόμια, μάλιστα, δεν περιορίζονται στην πρόσληψη. Σε καιρούς όπου δοκιμάζονται οι αντοχές του συστήματος, οι υπάλληλοι της Βουλής εξαιρούνται και από τη μείωση «στα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές» που προβλέπεται για όλους (τους άλλους) εργαζόμενους στο Δημόσιο.
Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια ειδική κατηγορία μισθωτών που χαίρουν της υψηλότερης προστασίας, εκπροσωπώντας τη νομενκλατούρα του πελατειακού κράτους.
Και οι 300 θεματοφύλακες πώς αντιδρούν; Ο πρόεδρος μιλάει για «άγος»... Και δεσμεύεται ότι «επί των ημερών του δεν πρόκειται να επαναληφθούν παρόμοιες διαδικασίες»...
Ας επιστρέψουμε όμως στον συμβολισμό της πράξης. Διόλου συγκεχυμένο ή αφηρημένο. Είναι μια κίνηση επιθετική που ενισχύει ό, τι ως κοινωνία πρέπει να αποφύγουμε: την εμπόλεμη κατάσταση. Την πλήρη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, που επιτρέπει στον ακραίο λαϊκισμό και τον φανατισμό να κάνουν ανενόχλητα τη δουλειά τους. Που στρέφει τους μεν εναντίον των δε, που επαυξάνει τη χλεύη, τους αφορισμούς, τον θυμό για τα δικαιώματα που καταργούνται ή περιστέλλονται.
Η καταστατική ευθύνη των πολιτικών να προασπίζονται έναν δημόσιο χώρο (υπό την ευρεία έννοια), μέσα στον οποίο οι πράξεις και οι ζωές των ανθρώπων αποκτούν νόημα, απεμπολείται διαρκώς και δεν φταίει μόνο το ναυάγιο της οικονομίας γι’ αυτό.
Γιατί πόσο διατεθειμένος να είναι ο πολίτης (που είναι εν μέρει) να υποστεί τις συνέπειες της κακοδιαχείρισης, όταν αντιλαμβάνεται με κάθε τρόπο ότι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του αρνούνται να αλλάξουν συνήθειες; Οτι η ατομική ευημερία εξακολουθεί να τροφοδοτεί το φαντασιακό εκείνων που αρνούνται να πιστέψουν πως οφείλουν -και αυτοί- να είναι λιγότερο προνομιούχοι; Πως η αναγκαιότητα συμμετοχής στο πεδίο των κοινών υποθέσεων είναι καθολική και δεν επιδέχεται εξαιρέσεις και αυθαίρετες χειραφετήσεις;
Πώς να πεισθούμε πως «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» όταν η εν Βουλή κοινωνία άλλα μηνύματα στέλνει; Η χαμένη ή ξανακερδισμένη αξιοπιστία δεν εξαρτάται μόνο από τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες. Δεν εξαντλείται στην ανάλωση, ανακύκλωση ή προστασία του υπάρχοντος, αλλά αποτιμάται πρωτίστως ως απόθεμα αξιών. Και σε αυτήν την επίπονη σκυταλοδρομία γενεών που ξεκινάει (η προσπάθεια ανάκαμψης και θα διαρκέσει και θα διαμορφώσει συνειδήσεις) δεν μπορεί κάποιοι να μοχθούν και να ματώνουν και κάποιοι άλλοι να παρατηρούν και να μετρούν τις επιδόσεις. Γιατί τότε το ερώτημα είναι μόνο ρητορικό και η απάντηση έχει ήδη δοθεί.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σήμερα

Δεν υπάρχουν σχόλια: