Παρασκευή 14 Μαΐου 2010
Ολομόναχοι μαζί
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ήταν έκπληκτο, η ψυχή του είχε μεγαλώσει. Απ' τα αγκαλιασμένα σώματα έπεφταν συνεχώς διαλυμένα μηνύματα. Ενα ψαλίδι έκοβε τις λέξεις στη μέση και τις μοίραζε στο πάτωμα. Πολλά βιβλία σκορπισμένα στα ράφια, πεθαμένη Τέχνη παντού: Το βολικό άλλοθι του θανάτου.
Ενα πόστερ του Βαν Γκονγκ κρεμόταν στο κεφάλι μου. Το φως ήταν καθηλωμένο. Μια αγκαλιά: Σαν εκκλησία. Σπάνιας ομορφιάς. Πάνω στο καθιστικό ένα κόκκινο ριχτάρι κρατούσε σημειώσεις απ' τα κορμιά που έτρεμαν· το ένα από την ανάγκη του άλλου. Η ακραία ηδονή είναι ακραία οδύνη. Στους τοίχους σημάδια από σοκολάτα. Από Μπαχ. Από Γκαίτε. Βέρθερος. Ο καταστροφικός του έρωτας για τη Λότε, διακόσια τριάντα έξι χρόνια πριν. Θα μου φέρεις νερό; Μάλιστα.
ΥΠΗΡΧΕ ζωή και παλαιότερα. Τουλάχιστον έτσι λένε οι ενδείξεις. Ετσι παραδέχονται οι ωτακουστές. Είχαν χαθεί κάποια βήματα, αλλά δεν ήταν σημαντικό. Ο χορός θα μπορούσε να διαρκέσει.
Μια νύχτα κλείδωσες όλες τις νύχτες μέσα στη μαύρη καπαρντίνα των ματιών σου και προχώρησες. Απέναντι η μέρα πολεμούσε. Με τα μικρά της χεράκια. Με τις διάφανες λίμνες της. Στον λόφο του Φιλοπάππου, στους πρόποδες της Πνύκας, εκεί που κατά την αρχαιότητα κήρυτταν σπουδαίοι ρήτορες, όπως ο Δημοσθένης. Εβγαζες πάλι λόγο. Χωρίς λόγο. Θα μου κάνεις κακό;
Ο ΕΡΩΤΑΣ θα μας κάνει κομμάτια. Μου είναι αφόρητο να δω αυτό το θεμελιώδες ξεπέρασμα. Ο Παρθενώνας, κομμάτια. Ο Λουμπαρδιάρης, κομμάτια. Θέλω να παντρευτώ εδώ. Για μία μέρα. Η πεμπτουσία του εφικτού είναι το ανέφικτο. Οι άνθρωποι ζουν γι' αυτό. Για να μην αντέχουν να φτάσουν αυτό που φοβούνται να φτάσουν. Θυσιάζουν τους άλλους για να μη θυσιάσουν τον εαυτό τους. Τον θυσιασμένο. Λένε: Αγάπη μου.
ΓΙΑ ΝΥΧΤΕΣ σε μύριζα. Τέλειωσε η οσμή μου πάνω σου. Τα μάτια μου. Η αφή μου. Εφτασαν πάνω σου. Για την ισόβια ζωή. Ελεγα: Να μου μιλάς στα ρωσικά. Καταλαβαίνω καλύτερα τη γλώσσα τού Πούσκιν από τη γλώσσα τού έρωτα. Σήκωσέ το, χτυπάει. Χτυπάει. Να μιλάς στις γωνίες. Αυτό στα αρχαία ελληνικά λέγεται δειλία. Λέγεται κρύβομαι γιατί δεν αντέχω.
Από τη γλώσσα των σωμάτων περάσαμε στη γλώσσα των ψυχών. Πόλεμος. Ανελέητος. Σε φοβάμαι. Το κρεβάτι είναι ανάποδα. Κράτα με. Ποιος είναι αυτός στην πόρτα; Φίλα με.
Ολομόναχοι μαζί. Σ' έναν σιδερένιο σταυρό. Καρφωμένοι. Μαζί. Γράφε, γράφε. Τα χεράκια σου, ένα αναρριχώμενο φυτό στα κάγκελα. Θέλω να τα φιλήσω. Θα μου κάνεις κακό;
Μόνοι μαζί. Εξω η πόλη, οι δρόμοι, οι γειτονιές, σαν πρώτη φορά. Ταβέρνες σαν πολιτιστικά μνημεία. Ο ναός της Αφαίας. Στην Αίγινα. Μια φωτογραφία. Θα φτάσουμε στο 2046;
ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ στη Σταύρωση. Από τα Χριστούγεννα στο Πάσχα. Ανάμεσά τους ένα απροστάτευτο φως. Φύσηξες. Διανύθηκε μια διαδρομή τριάντα τριών χρόνων. Σε τρεις μήνες. Το φως τρεμόπαιξε. Κάποιος έκλεισε τη φωνή.
Κάποτε ανέπνεες απ' το στόμα μου. Χθες. Ηταν αλήθεια; Αληθινό είναι μόνον ότι ονειρευόμαστε. Ονειρεύτηκα. Ηταν σπουδαίο. Σπουδαίο. Μετά, φύσηξες ξανά. Με όλη σου τη δύναμη. Το φως έσβησε. Ο διακόπτης χάλασε.
Δεν είχε προλάβει ούτε να θολώσει το νερό στα βάζα. Ούτε να στεγνώσουμε. Ούτε καν να ξημερώσει.
Σταύρος Σταυρόπουλος
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου