Αμαρτίαι γονέων...
Tου Αλεξη Παπαχελα
Η Ιστορία έχει μερικές φορές τα παράδοξά της. Ολες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως εμείς οι Νεοέλληνες θεωρούμε κατά μεγάλη πλειοψηφία τον Ανδρέα Παπανδρέου ως τον μεγαλύτερο ηγέτη της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Διαφωνεί ή συμφωνεί κανείς με αυτή τη διαπίστωση, δεν έχει μεγάλη σημασία. Το γεγονός είναι πως στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ο Ανδρέας συνεχίζει να βρίσκεται στο βάθρο.
Είναι άλλωστε λογικό. Τη δεκαετία του 1980 μια μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού ένιωσε πως «μπήκε στο σύστημα». Η κατάργηση όλων των έως τότε αναχρονισμών, η διάλυση του κράτους-αστυνόμου κατεγράφησαν ως θετικές εξελίξεις. Το κακό είναι πως το εκκρεμές, όπως συχνά συμβαίνει στην Ιστορία σε περιόδους κοινωνικών εκρήξεων, πήγε πολύ μακριά από την άλλη μεριά. Ο Ελληνας πολίτης δικαιούται να νοσταλγεί τον Ανδρέα γιατί τον ταυτίζει με μια περίοδο κατά την οποία έμαθε να διεκδικεί και να παίρνει χωρίς να νιώθει ότι έχει υποχρεώσεις ή ιδιαίτερη ευθύνη. Ο αγρότης έγινε «άρχοντας» με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, ο δημόσιος υπάλληλος βολεύτηκε, όλοι μας μάθαμε πως η διεκδίκηση δεν έχει όρια και ούτε χρειάζεται να μετράμε αν αυτό που ζητάμε είναι εφικτό.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου άνοιξε τον δρόμο πριν ακόμη το 1981 και κατόπιν δημιούργησε ένα στυλ πολιτικής που θαύμαζε ακόμη και ο νεότερος Κώστας Καραμανλής. Ποιο είναι το παράδοξο; Οτι τώρα που το σύστημα χρεοκόπησε, το έχει κληρονομήσει ετοιμοθάνατο στα χέρια του ένας άλλος Παπανδρέου. Ο ίδιος νιώθει πολύ έντονα την αντίφαση. Από τη μια έχει τον εκσυγχρονιστικό Παπανδρέου μέσα του που ξέρει καλά ότι πρέπει να πάρει πίσω δεκάδες σκανδαλώδη προνόμια από δημόσιους υπαλλήλους, να τα βάλει με κάστες και συντεχνίες που ανατράφηκαν από το ΠΑΣΟΚ του πατέρα του και να ξαναφέρει το εκκρεμές στη μέση. Από την άλλη ο ίδιος μεγάλωσε σε μια οικογένεια και ένα περιβάλλον που έδινε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην ιδέα πως είναι σοσιαλιστής. Γι’ αυτό και δυσκολεύεται να «πάρει μέτρα», εκτός αν αυτά αφορούν τους «πλούσιους» και τους «έχοντες και κατέχοντες». Το θέμα είναι, όμως, πως σοσιαλισμό χωρίς λεφτά δεν μπορείς να μαγειρέψεις, γιατί απλούστατα δεν θα έχεις τίποτα να μοιράσεις. Αν η αγορά «στεγνώσει», οι μεγάλες επιχειρήσεις, που επιβιώνουν με διεθνή παρουσία, αναχωρήσουν για πιο εύκρατα κλίματα και οι «πονηροί» βρουν άλλους φορολογικούς παραδείσους, δεν θα μείνει τίποτα να μοιρασθεί.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο ζήτημα. Είναι σοσιαλιστικό να συνεχίσει να παίρνει δύο μισθούς παραπάνω από οιονδήποτε άλλον ο υπάλληλος και ο αστυνομικός της Βουλής; Είναι σοσιαλιστικό να ακριβοπληρώνεται ο συνδικαλιστής του λιμανιού και ο πιλότος της «Ολυμπιακής» επειδή μπορούσαν και εκβίαζαν για χρόνια το ελληνικό κράτος; Και πώς πρέπει να νιώθουν ο έμπορος, ο ιδιωτικός υπάλληλος και ο επιχειρηματίας, που αισθάνονται κάθε μέρα την απειλή της πτώχευσης ή της απόλυσης, όταν πηγαίνουν στο ΙΚΑ και έχουν απέναντί τους καμιά πενηνταριά κακόκεφους υπαλλήλους που απλά κάθονται και κοιτάνε το παράθυρο;
Ο κ. Παπανδρέου πρέπει να αποφασίσει τι θέλει και μετά -αν μπορεί- να το επιβάλει. Η δημοσιονομική κατάσταση απαιτεί να πάρει πίσω πολλά από τα παράλογα που έδωσε το ΠΑΣΟΚ του πατέρα του και οι διάδοχοι μιμητές του την περίοδο 2004-9. Αν δεν το αντέχει ψυχολογικά και πολιτικά, θα του επιβληθεί τελικά αναγκαστικά να το κάνει, από τις αγορές και τους εταίρους μας στην Ευρωζώνη. Οσο δε πιο αργά το τολμήσει τόσο πιο πολύ θα τον θεωρήσει υπεύθυνο ο μέσος Ελληνας...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/01/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου