Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Οι λέξεις φταίνε....


 


Τότε που η γλώσσα με δασύτριχες
άναρθρες κραυγές χτυπούσε
την πήλινη καμπάνα του ουρανίσκου
κι εύληπτη ωστόσο αντιλαλούσε η επιβίωση

ἢ τὰν ἢ ἐπί τᾶς

χαράματα ξεκίναγε η πείνα
για το κυνήγι του αβέβαιου

κι είθε να γύριζε νικήτρια
αιμάσσοντας η πλάτη της αγρίμι
στου βέλους το φαρμάκι κρεμασμένο

κι ωσότου να χορέψει άγρια η πρόγευση
γύρω απ’ τη γδαρμένη προστασία της προβιάς
σουρούπωνε αθώα η ωμότης
κι ορεκτικό σιγοψηνότανε το βράδυ
στων αστεριών τη θράκα

τόσο λιτά χανότανε η μέρα.

Αλλεπάλληλοι τότε οι σεισμοί καθώς
η ογκώδης στρογγυλότητα της γης
ταπεινωμένη αντιστεκόταν
να ισορροπήσει επάνω στο λεπτότατο
νεοφερμένο της υπάρξεώς μας νήμα.

Σεισμός λογίζονταν κι ο έρωτας
με ανόητο επίκεντρο το σώμα
μα που γινόταν έκθαμβα αισθητός
και στις θαμμένες περιοχές της ευτυχίας
και στης απώτερης σποράς μας τους αγρούς.

Σβηστό ακόμα το ηφαίστειο της άμιλλας.
Καλύτερος μονάχα ο επιζών
κι απαρατήρητος τρελός εκείνος που
χάραζε σε βράχους το σχήμα της τροφής του
— ζώα και φόβο μη χαθούν.
Γαλήνιο πολίτευμα η αφάνεια.
Ώσπου ροβόλησαν από το αναπάντεχο
οι ταραξίες λέξεις διεφθαρμένοι κανταδόροι
παίζοντας ύμνο δόλιο.

Πρώτη χαιρέτησε η μουσικότης
ύστερα μίλησε η αγάπη αναπτύσσοντας
δια μακρών τις φυλακές της
με τους ελάχιστους κρατούμενους
κάπου στα μισά της λειτουργίας
έβγαλε δίσκο η ισότης
και τελευταία καταπέλτης
η φτιαξιά του καθενός μας προστάζοντας
τους ζυγούς λύσατε.

Οι λέξεις φταίνε. Αυτές
ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά
σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν.

Πρωτύτερα ο θάνατος τί ήταν;
Μια στάθμευση πολύωρη μαυρίλας
πάνω στις ράγες του φωτός.

Μαλάκιο αηδές η ματαιότης.
Μιλώντας μεγαλοπιάστηκε
κι έλαβε σάρκα και οστά που
τα αφαιρεί βεβαίως από μας
κάθε φορά για να ορθοποδήσει.

Αθώα δόρατα και βέλη βιοπαλαιστικά
μιλώντας έγιναν Ζαΐρ Σεράγιεβο Νταχάου
— φύσει εκδορεύς η ιστορία.

Πως ήσουνα εχθρός μου δεν το ήξερες.
Οι λέξεις σού το είπαν.

Σ’ εκείνες πούλησε ο έρως το σεισμό του
κι ήρθε στην επιφάνεια

ότι δεν μ’ αγαπούσες.

Λέξεις ζηλότυπες κρυμμένες στην εκδίκηση
της Μήδειας κατασφάξανε Χρυσόμαλλο
το μητρικό της φίλτρο
με λέξεις τύφλωσε ο Οιδίποδας
τη μάνα ενοχή του
— λες και δεν είναι εκ γενετής
τυφλός ο πόθος

λέξεις θεάρεστες θάψανε κρυφά
νύκτωρ τον αδελφό τους, έκθετον
στα όρνια της ατίμωσης
— λες και θαμμένος παύει
να είναι ατίμωση ο θάνατος
ναι ναι, με λέξεις διαιωνίστηκε
θέατρο παγκοσμίου ακουστικής η τραγωδία μας

Κι όταν κλαίμε μην ακούς
τι ψεύδονται οι αδένες
τάχα πως νίπτουν δάκρυα τας χείρας των.
Δεν είναι δάκρυα.
Λέξεις ξαναχτυπούν
καιρό επιφυλαγμένες στο αλάτι τους
αυτές οι λέξεις άθλιες δε λένε να φυσήξουν
και τη θυσία μάς εμφυσούν στην άπνοιά τους

Δεν είναι λέξη ο καιρός. Είναι
ο κακοήθης όγκος της στιγμής.

Κική Δημουλά. [1998] 2010. Ενός λεπτού μαζί. 7η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: