Όταν γεννήθηκα, το Ινστιτούτο Goethe μετρούσε
ήδη οκτώ χρόνια επίσημης παρουσίας στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να φανταστώ
πώς θα ήταν να μαθαίνεις γερμανικά στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950,
και να τρέχεις από τάξη σε τάξη, και από αίθουσα σε αίθουσα, στο
κατακερματισμένο τότε, χωροταξικά, Ινστιτούτο, που καταλάμβανε διάφορα
νεοκλασικά κτίρια και διαμερίσματα της οδού Ομήρου. Αλλά, συμβαίνει το
εξής. Το Goethe Αθηνών υπήρξε εξ αρχής μία ναυαρχίδα της εξωτερικής
πολιτιστικής πολιτικής της Γερμανίας και συνεχίζει να είναι, ένα κομμάτι
γερμανικής κουλτούρας απέναντι στην Καθολική Εκκλησία της Αθήνας, που
χτίστηκε επί Οθωνος, στη διάρκεια της πρώτης βαυαρικής δυναστείας.
Υπάρχουν αντιστοιχίες. Αισθάνομαι ότι η ελληνογερμανική συνεννόηση με
όχημα τη γλώσσα και τον πολιτισμό έχει βαθιές ρίζες, ακόμη και αν αυτές
είναι κρυφές, στο ημίφως ή σε νάρκη. Είναι φανερό ότι η γερμανομάθεια
τόσων Ελλήνων και η ελληνομάθεια τόσων Γερμανών δεν ξεπήδησε από μία
ξερή γη αλλά προέρχεται από μία εύφορη πεδιάδα που διαπερνάει τους
αιώνες και φθάνει πίσω, πέρα από τον Διαφωτισμό και τον Βίνκελμαν, πίσω
από το Μπαρόκ και την Αναγέννηση, πέρα από τους βυζαντινο-γερμανικούς
γάμους.
Για κάποιο λόγο, όχι και τόσο σαφή ή ξεκάθαρο, η Γερμανία ως πολιτιστική
οντότητα υπήρξε πάντα ένα μέγεθος αλλά και μία ανάγκη για την κατανόηση
της Ευρώπης με τρόπο παράλληλο της Ελλάδας ως θεμέλιου λίθου της
ευρωπαϊκής βαβέλ. Η πρώτη μου επαφή με τη Γερμανία ήταν όταν μαθητής του
Δημοτικού μάζευα γραμματόσημα και ξεχώριζα αμέσως εκείνα της Δυτικής,
τότε, Γερμανίας από τον γραφιστικό ορθολογισμό της Bundesrepublik.
Θυμάμαι ένα γραμματόσημο του Λούθηρου από τη δεκαετία του ’60 και τη
γερμανική αρχιτεκτονική στη σειρά των πόλεων. Ηταν μία μύηση.
Χρόνια μετά, μέσα από τη μουσική και τη λογοτεχνία, ήρθαν τα πρώτα
ταξίδια. Γνώρισα τη Γερμανία την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και ακόμη
και τώρα αντιμετωπίζω δυσκολία να μεταφέρω σε έναν νεότερο άνθρωπο τι
σήμαινε τότε να ταξιδεύεις σε μία Ευρώπη που είχε δύο χρώματα. Στη
δεκαετία του 1970 όταν είδα για πρώτη φορά το Μόναχο και το
Ντύσσελντορφ, την Κολωνία και την Στουτγάρδη, η Ελλάδα ήταν στην ίδια
πλευρά, σύμμαχος της Δυτικής Γερμανίας και αυτή η αίσθηση σε συνόδευε
παντού. Οι Ελληνες εργάτες ήταν τότε μία μεγάλη κοινότητα. Όπως οι
Τούρκοι, οι Γιουγκοσλάβοι, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι. Αισθανόμουν
αμήχανα όταν εκείνα τα χρόνια, ερχόμουν από την Αθήνα στις γερμανικές
πόλεις ως τουρίστας με φωτογραφική μηχανή, με καταναλωτική διάθεση και
πολιτιστική δίψα, και συναντούσα – άγουρος και νεοφώτιστος – την
πραγματικότητα της αγοράς εργασίας. Δεν θα ξεχάσω εκείνα τα βλέμματα.
Εχουν ακόμη την υγρασία τους.
Από τότε πέρασαν χρόνια, η Γερμανία και η Ελλάδα άλλαξαν, η Ευρώπη και ο
κόσμος άλλαξαν, μαζί τους άλλαξα και εγώ. Η Γερμανία μεταμορφωνόταν σε
ένα μεγάλο, συμπαγές κράτος και το Βερολίνο γινόταν η νέα τρέλα για
όλους τους νέους της Ευρώπης. Θυμάμαι που είχα δει την ταινία «Καμπαρέ»
στα χρόνια του ’70 σε μία σπουδαστική προβολή στην Αγγλία, ανάμεσα σε
ένα πολυεθνικό κοινό νέων εφήβων. Οι Γερμανοί φίλοι μας, παιδιά 16 ετών,
είχαν νοιώσει αμήχανα. Πόσο μακριά μου φαίνονται όλα αυτά τώρα, που το
Βερολίνο έχει ξαναγίνει μία από τις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Πόσες
διαχωριστικές γραμμές έχουν ξεθωριάσει…
Από τη μεριά της Αθήνας, ως Αθηναίος πολίτης, γέννημα θρέμμα, ως ένας
Ευρωπαίος του Νότου σε μία μητρόπολη στην άκρη της ηπείρου, μου αρέσει
να βλέπω τον χάρτη των πολιτισμικών συμμαχιών και ανακατατάξεων. Και να
εξερευνώ τα ίχνη μίας άλλης κουλτούρας στη μεγάλη μου πόλη. Η Γερμανία –
λόγω της βαυαρικής δυναστείας – έχει μία από τις πιο παλιές παρουσίες
στην Αθήνα και δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα «μοντέρνα» σπίτια στην
ελληνική πρωτεύουσα ήταν τα «γερμανικά» σπίτια με την οικιακή, νέα
τεχνολογία της εποχής, όπως τα λεγόμενα «γερμανικά» παντζούρια, με τις
γρίλιες. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η πρώτη έκθεση της Αθήνας
στον δυτικό, αστικό πολιτισμό έγινε πριν από 180 χρόνια μέσω Γερμανίας
(έστω και αν τότε δεν ήταν ενιαίο κράτος).
Για κάποιον που αγαπά την Αθήνα, η σύνδεση με τη γερμανική κουλτούρα
στην αρχιτεκτονική και την αρχαιολατρία είναι απαραβίαστη. Αρκεί να
σκεφτεί κανείς τις ανασκαφές στην Αρχαία Ολυμπία και τη Σάμο, να δει το
περικαλλές κτίριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, στην οδό
Χαριλάου Τρικούπη και Φειδίου, έργο του Σάξονα Ερνστ Τσίλλερ (του πιο
Αθηναίου Γερμανού αρχιτέκτονα), να σκεφτεί τη συνεισφορά του Ερρίκου
Σλήμαν και του Wilhelm Dörpfeld για να αναλογιστεί πόσο βαθιές και
ουσιαστικές είναι οι ελληνογερμανικές συμμαχίες στον πολιτισμό.
Αλλά εκείνο που σήμερα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο είναι
οι δυνατότητες που ανοίγονται για το μέλλον. Ισως, λόγω της δυσμενούς
οικονομικής συγκυρίας, αυτές να μην είναι τόσο ευδιάκριτες ή ελκυστικές
αλλά η αλήθεια είναι ότι σε εποχές ύφεσης και αναγκαστικής όσο και
ωφέλιμης ανασυγκρότησης στόχων και επανιεράρχισης προτεραιοτήτων, η
επένδυση στη γνώση μέσα σε ένα διεθνές, ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι
το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο. Το Ινστιτούτο Goethe, καθώς είναι ένας
μορφωτικός πυλώνας, το βλέπω να έχει ρόλο ολοένα και πιο ενεργό στην
ελληνική πολιτιστική ζωή. Εχει διατηρήσει τα ηνία με πυκνές και
ποιοτικές πρωτοβουλίες και η αίθουσά του έχει γίνει κομμάτι του
αθηναϊκού χάρτη. Δεν ξέρω πόσες άλλες πολιτιστικές επενδύσεις έχουν
αφήσει ανάλογο αποτύπωμα σε βάθος χρόνου. Η Γερμανία, μαζί με τη Γαλλία
και την Ισπανία, και σε δεύτερο βαθμό τη Βρετανία και τις ΗΠΑ (ενώ
ακολουθούν οι χώρες της Σκανδιναβίας και λιγότερο η Ιταλία) ηγείται από
πλευράς διπλωματίας πολιτισμού στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ζωής στην
Αθήνα. Η ελληνική πρωτεύουσα έχει μεγάλα περιθώρια να υποδεχθεί πολύ
μεγαλύτερες δόσεις πολιτιστικών προτάσεων από τις φίλες ευρωπαϊκές χώρες
και η Γερμανία με το Ινστιτούτο Goethe διαθέτει τον μηχανισμό, την
τεχνογνωσία και τους ανθρώπους να καλλιεργήσει μια ακόμη πιο ουσιαστική
σχέση με τους Ελληνες.
Οι σχέσεις αυτές είναι αμφίδρομες. Και είναι καλό να αναλογισθεί και η
ελληνική πλευρά ότι η γόνιμη επαφή με την γερμανική κουλτούρα ανοίγει
πόρτες στους νέους, μορφωμένους Ελληνες όχι μόνο στη Γερμανία και τον
γερμανόφωνο κόσμο αλλά και σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Το χειρότερο
που μπορεί να κάνει μία χώρα για τον εαυτό της και τους πολίτες της
είναι η καλλιέργεια της εσωστρέφειας, της μειονεκτικής αυταρέσκειας και
του πολιτισμικού αυτισμού. Οι επαφές με τα ξένα Ινστιτούτα καλλιεργούν
τον καλώς εννοούμενο κοσμοπολιτισμό και μας οδηγούν στο να ξαναδούμε τον
εαυτό μας με συγκριτικά εργαλεία πλέον.
΄Οσοι γνωρίζουμε το Goethe μέσα από την πληθώρα των εκδηλώσεών του και
μέσα από την ποιότητα της συνεισφοράς του στην ποιοτική ζωή της Αθήνας,
της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων, το λογαριάζουμε σαν «δικό» μας, σαν
κομμάτι, δηλαδή, της δικής μας ζωής. Μαζί μεγαλώσαμε, και μαζί
συνεχίζουμε να γευόμαστε το ωραίο και συναρπαστικό κομμάτι της ζωής,
αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι χίλιες ζωές δεν μας φτάνουν για
να απολαύσουμε τα δώρα του πολιτισμού και την ομορφιά της ανθρώπινης
επικοινωνίας.
Για όλα αυτά, χαίρομαι που μπορώ ακόμη να ανακαλώ τα πρώτα μου γερμανικά
γραμματόσημα, μερικές δεκαετίες πίσω, αυτά που πρώτα μου άνοιξαν τον
δρόμο για να σκεφτώ πάνω σε πρόσωπα και πράγματα της γερμανικής
κουλτούρας. Σήμερα θεωρώ το Ινστιτούτο Goethe έναν αθηναϊκό θεσμό, από
αυτούς που κάνουν τη ζωή σε αυτήν την πόλη ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και
συναρπαστική.
Χρόνια πολλά, Ινστιτούτο Goethe!
Να τα εκατοστήσεις!
Ο Νίκος Βατόπουλος
είναι δημοσιογράφος στην "Καθημερινή". Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ενα παλαιότερο κείμενο με αφορμή τα 60 χρόνια του Ινστιτούτου Γκαίτε και τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Σεπτέμβριος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου