Το δημοψήφισμα του Ιουλίου δεν έχει ακόμη
αξιολογηθεί σωστά σε όλο του το εύρος. Και ίσως πράγματι να είναι πολύ
νωρίς για κάτι τέτοιο. Βέβαιο είναι όμως το εξής: συμβολικά μιλώντας, οι
νικητές έχασαν και οι χαμένοι κέρδισαν. Ολοι δε μαζί ηττηθήκαμε
μεγαλοπρεπώς – υλικά μιλώντας. Κι όμως, αν ο ξαφνικός επισκέπτης από τον
πλανήτη Αρη πάρει μια γεύση από τον δημόσιο διάλογο, θα μείνει με την
εντύπωση ότι το τρομερό και ανέλπιστο γεγονός του δημοψηφίσματος ήταν το
μεγάλο ποσοστό του «όχι». Το 61% μοιάζει όντως υπερβολικά υψηλό. Είναι
όμως έτσι;
Οσον αφορά τον υποψιασμένο γηγενή, τα στοιχεία πρέπει να τον οδηγήσουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Το «όχι» του Ιουλίου βασίστηκε πρώτον σε ένα τέχνασμα της τότε εξουσίας και δεύτερον σ’ ένα διαχρονικό μοτίβο του ιστορικού έθους της ελληνικής κοινωνίας. Το τέχνασμα ήταν η ίδια η διατύπωση του ερωτήματος που ρωτούσε ουσιαστικά (με δυσνόητο τρόπο, μάλιστα) αν επιθυμούμε κι άλλη λιτότητα. «Εϊ εσύ άρρωστε, θες να συνεχίσεις να είσαι άρρωστος;». Ποιος θέλει άραγε να υποφέρει; Το δε διαχρονικό αντανακλαστικό που ενεργοποίησε είναι η «αντίσταση» στους κακούς και ισχυρούς ξένους που μας επιβουλεύονται, από τότε που σηκώσαμε κεφάλι ως έθνος.
Δυνατό χαρτί, αναμφισβήτητα, καθότι ο ναρκισσισμός και η άλλη όψη του, ο αυτο-οικτιρμός είναι συνήθως η καλύτερη ψυχική υπεραναπλήρωση για τον αδύναμο και χρεοκοπημένο. Υπήρξε και κάτι ακόμη που έκανε την επικράτηση του «όχι» αναπόφευκτη. Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός έγινε απροκάλυπτα ο φανατικός παραταξιάρχης του, υπαινισσόμενος έτσι ότι όποιος δεν συντασσόταν μαζί του, κάτι κακό μάλλον έκανε στην πατρίδα του. Με όλα αυτά λοιπόν, δεν χρειαζόταν και μεγάλη τόλμη να πει κανείς «όχι». Κανονικά, όλοι αυτό έπρεπε να πούμε.
Η στιγμή της χειραφέτησης
Πραγματικά δύσκολη και ανέλπιστη ήταν η συγκρότηση του «ναι». Διότι απαιτούσε τόλμη να αποδεχτεί κανείς τη συνέχιση ενός σκληρού μνημονίου, διότι χρειαζόταν να υπερασπιστεί μια ευρωπαϊκότητα που πλήττεται από παντού, διότι δεν είχε αρχηγό για να ταυτιστεί και να το οργανώσει και διότι δεν είχε να περιμένει καμία επιβράβευση από κανέναν. Κι όμως, αυτά δεν το εμπόδισαν να συγκροτηθεί. Αυθόρμητα, χωρίς προβεβλημένο ηγέτη, πέρα από τα κόμματα και την οργανωτική τους υποστήριξη. Και κατάφερε να φθάσει σχεδόν το 40%. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο χειραφετητική στιγμή για την εθισμένη στον πατερναλισμό ελληνική κοινωνία από αυτή, σε όλη τη μεταπολίτευση. Δεν έγινε για το τίποτα, φυσικά. Τούτο το φιλοευρωπαϊκό 40% είδε εντέλει την άποψή του να επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από τις εξελίξεις, αλλά όπως προείπαμε, λίγοι το αναγνώρισαν αυτό δημοσίως. Ακόμη χειρότερα –και αυτό είναι το κρισιμότερο όλων– έμεινε πολιτικά στα αζήτητα. Τα λεγόμενα φιλοευρωπαϊκά κόμματα αδιαφόρησαν για την ύπαρξή του, ορισμένοι ίσως να το είδαν και καχύποπτα. Ενα συγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο, με πολύ ενδιαφέροντα, σχετικά καινούργια και δυναμικά χαρακτηριστικά είναι εκεί, είναι έτοιμο αλλά δεν δείχνει να αφορά τα διάφορα κομματικά μαγαζιά της αντιπολίτευσης παρότι τα ίδια επικαλούνται την «Ευρώπη» και τον εξευρωπαϊσμό σε κάθε δεύτερη κουβέντα τους. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η καταφανέστατη ανάγκη ενιαίας εκπροσώπησης των διάσπαρτων αυτών δυνάμεων ενώπιον μιας απολύτως καταστροφικής κυβέρνησης, δεν συζητήθηκε ποτέ ως ενδεχόμενο, καίτοι το Grexit δεν έχει φύγει τελείως από το τραπέζι, καίτοι η συγκυρία των εκλογών με λίστα ήταν παραπάνω από ευνοϊκή. Στις επερχόμενες εκλογές αυτές οι δυνάμεις θα κατακερματιστούν φυσικά σε 4-5 κόμματα. Κι έτσι κατακερματισμένες όπως θα είναι, θα χαθεί η δυνατότητα για τη χώρα να ωφεληθεί από το μεγάλο ειδικό τους βάρος.
Ισως φυσικά όλα αυτά να γίνονται για το καλό. Για να πέσει και η τελευταία μάσκα που κρύβει ότι η μεταρρύθμιση της δημοκρατίας μας εμποδίζεται εδώ και καιρό από τη μικρο-ιδιοτέλεια απάντων των κομμάτων.
Αυτά τα οποία θα ψηφίσουμε και πάλι κλείνοντας τη μύτη μας πάνω από την κάλπη.
* Ο κ. Δ.Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας και γραμματέας Σύνταξης της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ.
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Οσον αφορά τον υποψιασμένο γηγενή, τα στοιχεία πρέπει να τον οδηγήσουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Το «όχι» του Ιουλίου βασίστηκε πρώτον σε ένα τέχνασμα της τότε εξουσίας και δεύτερον σ’ ένα διαχρονικό μοτίβο του ιστορικού έθους της ελληνικής κοινωνίας. Το τέχνασμα ήταν η ίδια η διατύπωση του ερωτήματος που ρωτούσε ουσιαστικά (με δυσνόητο τρόπο, μάλιστα) αν επιθυμούμε κι άλλη λιτότητα. «Εϊ εσύ άρρωστε, θες να συνεχίσεις να είσαι άρρωστος;». Ποιος θέλει άραγε να υποφέρει; Το δε διαχρονικό αντανακλαστικό που ενεργοποίησε είναι η «αντίσταση» στους κακούς και ισχυρούς ξένους που μας επιβουλεύονται, από τότε που σηκώσαμε κεφάλι ως έθνος.
Δυνατό χαρτί, αναμφισβήτητα, καθότι ο ναρκισσισμός και η άλλη όψη του, ο αυτο-οικτιρμός είναι συνήθως η καλύτερη ψυχική υπεραναπλήρωση για τον αδύναμο και χρεοκοπημένο. Υπήρξε και κάτι ακόμη που έκανε την επικράτηση του «όχι» αναπόφευκτη. Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός έγινε απροκάλυπτα ο φανατικός παραταξιάρχης του, υπαινισσόμενος έτσι ότι όποιος δεν συντασσόταν μαζί του, κάτι κακό μάλλον έκανε στην πατρίδα του. Με όλα αυτά λοιπόν, δεν χρειαζόταν και μεγάλη τόλμη να πει κανείς «όχι». Κανονικά, όλοι αυτό έπρεπε να πούμε.
Η στιγμή της χειραφέτησης
Πραγματικά δύσκολη και ανέλπιστη ήταν η συγκρότηση του «ναι». Διότι απαιτούσε τόλμη να αποδεχτεί κανείς τη συνέχιση ενός σκληρού μνημονίου, διότι χρειαζόταν να υπερασπιστεί μια ευρωπαϊκότητα που πλήττεται από παντού, διότι δεν είχε αρχηγό για να ταυτιστεί και να το οργανώσει και διότι δεν είχε να περιμένει καμία επιβράβευση από κανέναν. Κι όμως, αυτά δεν το εμπόδισαν να συγκροτηθεί. Αυθόρμητα, χωρίς προβεβλημένο ηγέτη, πέρα από τα κόμματα και την οργανωτική τους υποστήριξη. Και κατάφερε να φθάσει σχεδόν το 40%. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο χειραφετητική στιγμή για την εθισμένη στον πατερναλισμό ελληνική κοινωνία από αυτή, σε όλη τη μεταπολίτευση. Δεν έγινε για το τίποτα, φυσικά. Τούτο το φιλοευρωπαϊκό 40% είδε εντέλει την άποψή του να επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από τις εξελίξεις, αλλά όπως προείπαμε, λίγοι το αναγνώρισαν αυτό δημοσίως. Ακόμη χειρότερα –και αυτό είναι το κρισιμότερο όλων– έμεινε πολιτικά στα αζήτητα. Τα λεγόμενα φιλοευρωπαϊκά κόμματα αδιαφόρησαν για την ύπαρξή του, ορισμένοι ίσως να το είδαν και καχύποπτα. Ενα συγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο, με πολύ ενδιαφέροντα, σχετικά καινούργια και δυναμικά χαρακτηριστικά είναι εκεί, είναι έτοιμο αλλά δεν δείχνει να αφορά τα διάφορα κομματικά μαγαζιά της αντιπολίτευσης παρότι τα ίδια επικαλούνται την «Ευρώπη» και τον εξευρωπαϊσμό σε κάθε δεύτερη κουβέντα τους. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η καταφανέστατη ανάγκη ενιαίας εκπροσώπησης των διάσπαρτων αυτών δυνάμεων ενώπιον μιας απολύτως καταστροφικής κυβέρνησης, δεν συζητήθηκε ποτέ ως ενδεχόμενο, καίτοι το Grexit δεν έχει φύγει τελείως από το τραπέζι, καίτοι η συγκυρία των εκλογών με λίστα ήταν παραπάνω από ευνοϊκή. Στις επερχόμενες εκλογές αυτές οι δυνάμεις θα κατακερματιστούν φυσικά σε 4-5 κόμματα. Κι έτσι κατακερματισμένες όπως θα είναι, θα χαθεί η δυνατότητα για τη χώρα να ωφεληθεί από το μεγάλο ειδικό τους βάρος.
Ισως φυσικά όλα αυτά να γίνονται για το καλό. Για να πέσει και η τελευταία μάσκα που κρύβει ότι η μεταρρύθμιση της δημοκρατίας μας εμποδίζεται εδώ και καιρό από τη μικρο-ιδιοτέλεια απάντων των κομμάτων.
Αυτά τα οποία θα ψηφίσουμε και πάλι κλείνοντας τη μύτη μας πάνω από την κάλπη.
* Ο κ. Δ.Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας και γραμματέας Σύνταξης της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου