Είναι δύσκολο για έναν Ελληνα, που
βιώνει στην καθημερινότητά του τον παραλογισμό της καταστρεπτικής
ακυβερνησίας και των λανθασμένων χειρισμών, να εκτίθεται στη ρομαντική
άποψη ξένων αναλυτών για το «νόημα» της Ελλάδας. Ακόμη και οι
παρεμβάσεις του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ για το εκτόπισμα, το ειδικό
βάρος και την ιδιοσυγκρασιακή παραδοξότητα της Ελλάδας, ακούγονται,
συχνά, εκ του περισσού, όταν αποδέκτες γινόμαστε εμείς που περιμένουμε
να οριστεί το μέλλον μας από πολιτικούς σε κρίσιμα πόστα που ούτε τους
πιστεύουμε και που ούτε οι ίδιοι πιστεύουν στον εαυτό τους.
Ωστόσο, η φλεγματική ματιά πάνω στην πύρινη Ελλάδα, πέρα από τη βαθιά ιστορική καταγωγή της ως προέλευση, αιτία και περιβάλλον, μπορεί και σήμερα να προσφέρει υπηρεσίες. Με το μέτρο μιας ρεαλιστικής αποτίμησης, η «τρίτη» ματιά συμβάλλει σε μια βουβή, υποδόρια συζήτηση, που θέλει τον χρόνο της για να συνδεθεί με βασικά θέματα του δημοσίου διαλόγου. Τις προάλλες, άκουσα με μεγάλο ενδιαφέρον την ηχογραφημένη τοποθέτηση στο Radio 4 του BBC του Βρετανού, εξ ημισείας ελληνικής καταγωγής, δημοσιογράφου των FT, Peter Aspden. Με τα υπέροχα βρετανικά αγγλικά του, με τη δουλεμένη άρθρωση και τoν γλωσσικό πολιτισμό, που ακούγεται σε όλο το βάθος της εσωτερικευμένης αρχιτεκτονικής του, ο Peter Aspden οριοθετεί το ελληνικό ζήτημα ως ελληνογερμανική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κοσμοθεωρίες. Δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στον συμβολισμό της πολιτικής και στην εγγενή σύγκρουση των αντιθετικών (και συμπληρωματικών, ενίοτε) αξιών της εμπιστοσύνης και της καχυποψίας, ο Aspden στήνει επί της ουσίας όλη τη ρητορική της θερμής περιοχής της πολιτικής που εμπεριέχει τη συναισθηματική νοημοσύνη, την πολιτισμική ιδιαιτερότητα και, κατά περίπτωση, τη συνύπαρξη του Διονύσου και του Απόλλωνος.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτές οι φιλοσοφικές απόπειρες ερμηνείας φαινομενικά ακατανόητων συμπεριφορών, όπως αυτή του μέσου Ελληνα σε ένα διεθνές περιβάλλον, ανήκουν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα συντριπτικό ποσοστό στη σφαίρα της αιθεροβάμονος έλξεως προς την ατέρμονη θεωρία. Ως ένα σημείο, αυτό ισχύει. Αλλά υπάρχει και χώρος για αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου της λεγόμενης «ψυχρής» πολιτικής.
Ολα αυτά θα ίσχυαν και ώς ένα βαθμό θα ασπαζόμουν, ακόμη και τις νύξεις σαπουνόπερας προς τον αρχετυπικό Ζορμπά, εάν δεν υπήρχε η ελληνική πραγματικότητα όπως τη ζει ο Ελληνας. Γιατί υπάρχει και η ελληνική πραγματικότητα όπως τη ζουν ο καλόπιστος και φιλέλληνας ξένος, ο ρομαντικός στοχαστής και ο αιώνιος καχύποπτος απέναντι στα συστήματα της Λογικής, που δεν αφήνουν κυψέλες για ασαφείς και αντιεπιστημονικές έννοιες όπως αυτές της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Θα δεχόμουν, λοιπόν, πολλά από τα καλοπροαίρετα που λένε δημοσίως φίλοι της Ελλάδας στο εξωτερικό, εάν δεν υπήρχε η ελληνική πραγματικότητα όπως τη βιώνω εγώ, ως Ελλην πολίτης και ψηφοφόρος. Δέχομαι πως υπάρχουν πολλά που μόνο θεωρίες των κοινωνικών επιστημών μπορούν να επιχειρήσουν να εξηγήσουν, όπως π.χ. γιατί το ελληνικό ζήτημα γίνεται με τόση άνεση πρωτοσέλιδο σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ενώ, αντιθέτως, όπως πολλοί αναλυτές έχουν πει (το λέει και ο Peter Aspden), την ελληνική δημοσιότητα δεν θα μπορούσαν να φανταστούν χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία. Για την Πορτογαλία θυμάμαι από πολύ παλιά να λέγεται ότι είναι πιο άσημη και πιο περιθωριακή σε σχέση με την Ελλάδα, που έχει ένα brand name που σαρώνει και μια συνειρμική δυνατότητα ασύλληπτης έντασης.
Ολα αυτά είναι έννοιες ρευστές, υποκείμενες σε σωρεία αστάθμητων και αφανών παραγόντων, γι’ αυτό είναι καλό να είμαστε επιφυλακτικοί πριν ασπαστούμε θεωρίες και εκτιμήσεις που μας κολακεύουν. Γιατί, το ελληνικό ζήτημα, σύμφωνα με πολλούς Ελληνες που το ζουν στην καθημερινότητά τους, μπορεί να εμφανίζεται περίπλοκο, ιδιαίτερο, έντονα συγκινησιακό και απρόβλεπτο ως προς την εξέλιξή του, αλλά αυτό έχει και την ακριβώς ανάποδη ανάγνωση. Οτι δηλαδή το ελληνικό ζήτημα είναι απλούστατο ως προς την επίλυσή του, αλλά οι απλές λύσεις προϋποθέτουν σύνθετα μυαλά. Ως προς αυτό, ως Ελλην της Ελλάδος δεν έχω πολλά να προσφέρω στην εν λόγω συζήτηση.
Έντυπη
Ωστόσο, η φλεγματική ματιά πάνω στην πύρινη Ελλάδα, πέρα από τη βαθιά ιστορική καταγωγή της ως προέλευση, αιτία και περιβάλλον, μπορεί και σήμερα να προσφέρει υπηρεσίες. Με το μέτρο μιας ρεαλιστικής αποτίμησης, η «τρίτη» ματιά συμβάλλει σε μια βουβή, υποδόρια συζήτηση, που θέλει τον χρόνο της για να συνδεθεί με βασικά θέματα του δημοσίου διαλόγου. Τις προάλλες, άκουσα με μεγάλο ενδιαφέρον την ηχογραφημένη τοποθέτηση στο Radio 4 του BBC του Βρετανού, εξ ημισείας ελληνικής καταγωγής, δημοσιογράφου των FT, Peter Aspden. Με τα υπέροχα βρετανικά αγγλικά του, με τη δουλεμένη άρθρωση και τoν γλωσσικό πολιτισμό, που ακούγεται σε όλο το βάθος της εσωτερικευμένης αρχιτεκτονικής του, ο Peter Aspden οριοθετεί το ελληνικό ζήτημα ως ελληνογερμανική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κοσμοθεωρίες. Δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στον συμβολισμό της πολιτικής και στην εγγενή σύγκρουση των αντιθετικών (και συμπληρωματικών, ενίοτε) αξιών της εμπιστοσύνης και της καχυποψίας, ο Aspden στήνει επί της ουσίας όλη τη ρητορική της θερμής περιοχής της πολιτικής που εμπεριέχει τη συναισθηματική νοημοσύνη, την πολιτισμική ιδιαιτερότητα και, κατά περίπτωση, τη συνύπαρξη του Διονύσου και του Απόλλωνος.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτές οι φιλοσοφικές απόπειρες ερμηνείας φαινομενικά ακατανόητων συμπεριφορών, όπως αυτή του μέσου Ελληνα σε ένα διεθνές περιβάλλον, ανήκουν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα συντριπτικό ποσοστό στη σφαίρα της αιθεροβάμονος έλξεως προς την ατέρμονη θεωρία. Ως ένα σημείο, αυτό ισχύει. Αλλά υπάρχει και χώρος για αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου της λεγόμενης «ψυχρής» πολιτικής.
Ολα αυτά θα ίσχυαν και ώς ένα βαθμό θα ασπαζόμουν, ακόμη και τις νύξεις σαπουνόπερας προς τον αρχετυπικό Ζορμπά, εάν δεν υπήρχε η ελληνική πραγματικότητα όπως τη ζει ο Ελληνας. Γιατί υπάρχει και η ελληνική πραγματικότητα όπως τη ζουν ο καλόπιστος και φιλέλληνας ξένος, ο ρομαντικός στοχαστής και ο αιώνιος καχύποπτος απέναντι στα συστήματα της Λογικής, που δεν αφήνουν κυψέλες για ασαφείς και αντιεπιστημονικές έννοιες όπως αυτές της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Θα δεχόμουν, λοιπόν, πολλά από τα καλοπροαίρετα που λένε δημοσίως φίλοι της Ελλάδας στο εξωτερικό, εάν δεν υπήρχε η ελληνική πραγματικότητα όπως τη βιώνω εγώ, ως Ελλην πολίτης και ψηφοφόρος. Δέχομαι πως υπάρχουν πολλά που μόνο θεωρίες των κοινωνικών επιστημών μπορούν να επιχειρήσουν να εξηγήσουν, όπως π.χ. γιατί το ελληνικό ζήτημα γίνεται με τόση άνεση πρωτοσέλιδο σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ενώ, αντιθέτως, όπως πολλοί αναλυτές έχουν πει (το λέει και ο Peter Aspden), την ελληνική δημοσιότητα δεν θα μπορούσαν να φανταστούν χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία. Για την Πορτογαλία θυμάμαι από πολύ παλιά να λέγεται ότι είναι πιο άσημη και πιο περιθωριακή σε σχέση με την Ελλάδα, που έχει ένα brand name που σαρώνει και μια συνειρμική δυνατότητα ασύλληπτης έντασης.
Ολα αυτά είναι έννοιες ρευστές, υποκείμενες σε σωρεία αστάθμητων και αφανών παραγόντων, γι’ αυτό είναι καλό να είμαστε επιφυλακτικοί πριν ασπαστούμε θεωρίες και εκτιμήσεις που μας κολακεύουν. Γιατί, το ελληνικό ζήτημα, σύμφωνα με πολλούς Ελληνες που το ζουν στην καθημερινότητά τους, μπορεί να εμφανίζεται περίπλοκο, ιδιαίτερο, έντονα συγκινησιακό και απρόβλεπτο ως προς την εξέλιξή του, αλλά αυτό έχει και την ακριβώς ανάποδη ανάγνωση. Οτι δηλαδή το ελληνικό ζήτημα είναι απλούστατο ως προς την επίλυσή του, αλλά οι απλές λύσεις προϋποθέτουν σύνθετα μυαλά. Ως προς αυτό, ως Ελλην της Ελλάδος δεν έχω πολλά να προσφέρω στην εν λόγω συζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου