ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ*
Η ελληνική κρίση έχει προξενήσει ενδιαφέρον όχι μόνο στην παγκόσμια κοινή γνώμη, αλλά και στον χώρο των οικονομολόγων και των πολιτικών αναλυτών. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’αυτό. Πρώτον, η κρίση θα μπορούσε να επηρεάσει τις αγορές και το αίσθημα εμπιστοσύνης των επενδυτών και των καταναλωτών παγκοσμίως (κάτι που, δυστυχώς για την Ελλάδα, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα). Δεύτερον, η ελληνική κρίση αποτελεί τη σημαντικότερη μέχρι σήμερα δοκιμασία της Ευρωζώνης. Τρίτον, η αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος άπτεται μακροοικονομικών χειρισμών, και ως εκ τούτου προσφέρεται σε όσους ενδιαφέρονται για τη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής.
Ο συνδυασμός των δύο τελευταίων στοιχείων εξηγεί γιατί η αντιμετώπιση της κρίσης έχει συγκεντρώσει τόσο ενδιαφέρον όχι μόνο από όσους γνωρίζουν τις λεπτομέρειες και θα μπορούσαν να δώσουν χρήσιμες συμβουλές για τη διαχείριση της κρίσης, αλλά και όσους βρίσκουν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις υπάρχουσες θέσεις τους επ’ ευκαιρία της κρίσης.
Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί μια μικρή μερίδα σημαντικών, προοδευτικών οικονομολόγων, όπως οι Κρούγκμαν, Στίγκλιτς και Σακς, έχουν ασχοληθεί με την Ελλάδα. Ο λόγος για την ονομαστική αναφορά στους οικονομολόγους αυτούς, εκ των οποίων δύο είναι νομπελίστες, είναι ότι πέρα από τις λογικότατες επισημάνσεις για ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους και μετριασμού της λιτότητας, οι θέσεις τους διαφέρουν σημαντικά από τη γνώμη των γνωστότερων οικονομολόγων που γνωρίζουν καλά την Ελλάδα - συμπεριλαμβανομένου του νομπελίστα Χριστ. Πισσαρίδη. Οι τοποθετήσεις τους υποβάθμισαν τις επιπτώσεις του Grexit και ενίσχυσαν, ίσως ακούσια, την εμπιστοσύνη στην αλλοπρόσαλλη διαπραγματευτική στάση και την αυτοκαταστροφική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Εκ πρώτης όψεως, η διαφοροποίηση αυτή είναι αξιοσημείωτη. Τόσο η συντριπτική πλειοψηφία των επιφανών Ελλήνων οικονομολόγων, και ίσως το σύνολο των Ελλήνων οικονομολόγων στα σημαντικά διεθνή πανεπιστήμια, όσο και η μεγάλη πλειοψηφία όσων σημαντικών οικονομολόγων ασχολούνται ενδελεχώς με την Ελλάδα, έχουν διατυπώσει ασυνήθιστα συγκλίνουσες θέσεις. Η έμφαση στην ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών, την αντιμετώπιση των θεσμικών προβλημάτων και του συνταξιοδοτικού, τη δημιουργία σταθερού πλαισίου άσκησης πολιτικής αλλά και η αποφυγή, έστω και με βαρύ κόστος, του Grexit, αποτελούν σπάνιο δείγμα ομοφωνίας.
Μήπως οι κ. Κρούγκμαν, Στίγκλιτς και Σακς ξέρουν κάτι που εμείς οι υπόλοιποι αγνοούμε; Η απάντηση, με όλον τον σεβασμό στο ακαδημαϊκό τους έργο, είναι απερίφραστη: Οχι. Η ελαφρότητα με την οποία οι σημαντικοί αυτοί οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν την ελληνική κρίση και τον κίνδυνο του Grexit είναι, δυστυχώς, εμφανής εάν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τα δεδομένα. Ενώ οι μισθοί έχουν μειωθεί κατά 40%, οι εξαγωγές μειώνονται. Ο λόγος είναι ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η έλλειψη επενδύσεων και η πτώση της ανταγωνιστικότητας. Το ζήτημα της Ελλάδας δεν είναι συναλλαγματικό, είναι διαρθρωτικό. Η μετάβαση στη δραχμή θα συρρίκνωνε τις επενδύσεις ακόμη περισσότερο, θα δημιουργούσε τεράστια νομικά ζητήματα, και θα επέτεινε τις ανισότητες μεταξύ των εχόντων (ευρώ) και όσων θα εξαρτώντο από ένα καταρρέον κράτος.
Τι εξηγεί λοιπόν τη στάση τους; Η ομάδα αυτών των οικονομολόγων συνδέεται με μια αξιέπαινη προσπάθεια να διορθώσει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής επί το δικαιότερον. Ανησυχούν, δικαιολογημένα, για την αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος παγκοσμίως, για τον τρόπο με τον οποίο η λειτουργία του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος επιτείνει τα κοινωνικά προβλήματα, και μάχονται για τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και διαχειριζόμαστε την οικονομία. Η συμβολή τους είναι ανυπολόγιστη, αλλά συνοδεύεται και από μια στενή θεώρηση του ελληνικού προβλήματος, προσαρμοσμένου στις θεωρητικές και πολιτικές τους επιδιώξεις. Οσο για την έμμεση υποστήριξή τους σε χειρισμούς της κυβέρνησης, αυτή δικαιολογείται από την πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι όντως αυτό που δηλώνει - ένα προοδευτικό ριζοσπαστικό κόμμα. Φαίνεται πως αγνοούν ότι οι ελάχιστες νομοθετικές κινήσεις της κυβέρνησης αποσκοπούσαν στην παλινόρθωση χρεοκοπημένων πρακτικών στην οικονομία, ή παρωχημένων οργανωτικών μοντέλων στην εκπαίδευση και τη διοίκηση.
Εδώ ανακύπτει μια ενδιαφέρουσα ειρωνεία. Ο κ. Κρούγκμαν, το 2009, έγραφε ότι οι «οικονομολόγοι του γλυκού νερού» (σημ.: επικεντρωμένοι στο Σικάγο), μαγεμένοι από τα θεωρητικά μαθηματικά τους κατασκευάσματα, κατάφεραν να παραμερίσουν τους «οικονομολόγους του αλμυρού νερού» ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, οι οποίοι ήταν πραγματιστές. Αυτή η επικυριαρχία των θεωρητικών μοντέλων, σημείωνε, ήταν καταστροφική και προέτρεπε τους οικονομολόγους να αφήσουν την εμμονή στα θεωρητικά μοντέλα και να επικεντρωθούν στην πολυπλοκότητα της πραγματικής οικονομίας. Ισως θα ήταν καιρός για όλους μας να ακολουθήσουμε αυτή την προτροπή.
Να ασχοληθούμε με τα 600 εκατ. ευρώ που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι της ΔΕΗ από τον προϋπολογισμό, τα επτά χρόνια που χρειάζεται να εκδικαστεί μια υπόθεση, την έλλειψη ελέγχων σε υποθέσεις φοροδιαφυγής, τη γενικευμένη ανομία και τον τσαμπουκά στην αντιμετώπιση φορολογικών ελέγχων, τον πρόσφατο περιορισμό των κυρώσεων σε επίορκους Δ.Υ., την προστασία κλειστών αγορών και επαγγελμάτων, τη στασιμότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτά τα «πεζά» ζητήματα θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας μας.
Το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι για οικονομολόγους του «γλυκού νερού» είτε συντηρητικής είτε προοδευτικής προέλευσης. Είναι για πραγματιστές, απ’ άκρη σε άκρη.
* Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School.
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η ελληνική κρίση έχει προξενήσει ενδιαφέρον όχι μόνο στην παγκόσμια κοινή γνώμη, αλλά και στον χώρο των οικονομολόγων και των πολιτικών αναλυτών. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’αυτό. Πρώτον, η κρίση θα μπορούσε να επηρεάσει τις αγορές και το αίσθημα εμπιστοσύνης των επενδυτών και των καταναλωτών παγκοσμίως (κάτι που, δυστυχώς για την Ελλάδα, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα). Δεύτερον, η ελληνική κρίση αποτελεί τη σημαντικότερη μέχρι σήμερα δοκιμασία της Ευρωζώνης. Τρίτον, η αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος άπτεται μακροοικονομικών χειρισμών, και ως εκ τούτου προσφέρεται σε όσους ενδιαφέρονται για τη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής.
Ο συνδυασμός των δύο τελευταίων στοιχείων εξηγεί γιατί η αντιμετώπιση της κρίσης έχει συγκεντρώσει τόσο ενδιαφέρον όχι μόνο από όσους γνωρίζουν τις λεπτομέρειες και θα μπορούσαν να δώσουν χρήσιμες συμβουλές για τη διαχείριση της κρίσης, αλλά και όσους βρίσκουν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις υπάρχουσες θέσεις τους επ’ ευκαιρία της κρίσης.
Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί μια μικρή μερίδα σημαντικών, προοδευτικών οικονομολόγων, όπως οι Κρούγκμαν, Στίγκλιτς και Σακς, έχουν ασχοληθεί με την Ελλάδα. Ο λόγος για την ονομαστική αναφορά στους οικονομολόγους αυτούς, εκ των οποίων δύο είναι νομπελίστες, είναι ότι πέρα από τις λογικότατες επισημάνσεις για ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους και μετριασμού της λιτότητας, οι θέσεις τους διαφέρουν σημαντικά από τη γνώμη των γνωστότερων οικονομολόγων που γνωρίζουν καλά την Ελλάδα - συμπεριλαμβανομένου του νομπελίστα Χριστ. Πισσαρίδη. Οι τοποθετήσεις τους υποβάθμισαν τις επιπτώσεις του Grexit και ενίσχυσαν, ίσως ακούσια, την εμπιστοσύνη στην αλλοπρόσαλλη διαπραγματευτική στάση και την αυτοκαταστροφική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Εκ πρώτης όψεως, η διαφοροποίηση αυτή είναι αξιοσημείωτη. Τόσο η συντριπτική πλειοψηφία των επιφανών Ελλήνων οικονομολόγων, και ίσως το σύνολο των Ελλήνων οικονομολόγων στα σημαντικά διεθνή πανεπιστήμια, όσο και η μεγάλη πλειοψηφία όσων σημαντικών οικονομολόγων ασχολούνται ενδελεχώς με την Ελλάδα, έχουν διατυπώσει ασυνήθιστα συγκλίνουσες θέσεις. Η έμφαση στην ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών, την αντιμετώπιση των θεσμικών προβλημάτων και του συνταξιοδοτικού, τη δημιουργία σταθερού πλαισίου άσκησης πολιτικής αλλά και η αποφυγή, έστω και με βαρύ κόστος, του Grexit, αποτελούν σπάνιο δείγμα ομοφωνίας.
Μήπως οι κ. Κρούγκμαν, Στίγκλιτς και Σακς ξέρουν κάτι που εμείς οι υπόλοιποι αγνοούμε; Η απάντηση, με όλον τον σεβασμό στο ακαδημαϊκό τους έργο, είναι απερίφραστη: Οχι. Η ελαφρότητα με την οποία οι σημαντικοί αυτοί οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν την ελληνική κρίση και τον κίνδυνο του Grexit είναι, δυστυχώς, εμφανής εάν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τα δεδομένα. Ενώ οι μισθοί έχουν μειωθεί κατά 40%, οι εξαγωγές μειώνονται. Ο λόγος είναι ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η έλλειψη επενδύσεων και η πτώση της ανταγωνιστικότητας. Το ζήτημα της Ελλάδας δεν είναι συναλλαγματικό, είναι διαρθρωτικό. Η μετάβαση στη δραχμή θα συρρίκνωνε τις επενδύσεις ακόμη περισσότερο, θα δημιουργούσε τεράστια νομικά ζητήματα, και θα επέτεινε τις ανισότητες μεταξύ των εχόντων (ευρώ) και όσων θα εξαρτώντο από ένα καταρρέον κράτος.
Τι εξηγεί λοιπόν τη στάση τους; Η ομάδα αυτών των οικονομολόγων συνδέεται με μια αξιέπαινη προσπάθεια να διορθώσει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής επί το δικαιότερον. Ανησυχούν, δικαιολογημένα, για την αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος παγκοσμίως, για τον τρόπο με τον οποίο η λειτουργία του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος επιτείνει τα κοινωνικά προβλήματα, και μάχονται για τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και διαχειριζόμαστε την οικονομία. Η συμβολή τους είναι ανυπολόγιστη, αλλά συνοδεύεται και από μια στενή θεώρηση του ελληνικού προβλήματος, προσαρμοσμένου στις θεωρητικές και πολιτικές τους επιδιώξεις. Οσο για την έμμεση υποστήριξή τους σε χειρισμούς της κυβέρνησης, αυτή δικαιολογείται από την πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι όντως αυτό που δηλώνει - ένα προοδευτικό ριζοσπαστικό κόμμα. Φαίνεται πως αγνοούν ότι οι ελάχιστες νομοθετικές κινήσεις της κυβέρνησης αποσκοπούσαν στην παλινόρθωση χρεοκοπημένων πρακτικών στην οικονομία, ή παρωχημένων οργανωτικών μοντέλων στην εκπαίδευση και τη διοίκηση.
Εδώ ανακύπτει μια ενδιαφέρουσα ειρωνεία. Ο κ. Κρούγκμαν, το 2009, έγραφε ότι οι «οικονομολόγοι του γλυκού νερού» (σημ.: επικεντρωμένοι στο Σικάγο), μαγεμένοι από τα θεωρητικά μαθηματικά τους κατασκευάσματα, κατάφεραν να παραμερίσουν τους «οικονομολόγους του αλμυρού νερού» ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, οι οποίοι ήταν πραγματιστές. Αυτή η επικυριαρχία των θεωρητικών μοντέλων, σημείωνε, ήταν καταστροφική και προέτρεπε τους οικονομολόγους να αφήσουν την εμμονή στα θεωρητικά μοντέλα και να επικεντρωθούν στην πολυπλοκότητα της πραγματικής οικονομίας. Ισως θα ήταν καιρός για όλους μας να ακολουθήσουμε αυτή την προτροπή.
Να ασχοληθούμε με τα 600 εκατ. ευρώ που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι της ΔΕΗ από τον προϋπολογισμό, τα επτά χρόνια που χρειάζεται να εκδικαστεί μια υπόθεση, την έλλειψη ελέγχων σε υποθέσεις φοροδιαφυγής, τη γενικευμένη ανομία και τον τσαμπουκά στην αντιμετώπιση φορολογικών ελέγχων, τον πρόσφατο περιορισμό των κυρώσεων σε επίορκους Δ.Υ., την προστασία κλειστών αγορών και επαγγελμάτων, τη στασιμότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτά τα «πεζά» ζητήματα θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας μας.
Το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι για οικονομολόγους του «γλυκού νερού» είτε συντηρητικής είτε προοδευτικής προέλευσης. Είναι για πραγματιστές, απ’ άκρη σε άκρη.
* Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου