Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Η ταράτσα της οδού Αριστείδου

                                               H Ακρόπολη από την ταράτσα της οδού Αριστείδου. 


 
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Στην άκρη των δαχτύλων είχα το άρωμα από δυόσμο, θυμάρι, λεβάντα, αρμπαρόριζα και ρίγανη. Δεν ξεχώριζα πια τις μυρωδιές, αφού το χέρι μου είχε χαϊδέψει τους φουντωτούς θάμνους στη σειρά καθώς το βλέμμα τραβούσε διαρκώς η φωταγωγημένη Ακρόπολη στο βάθος. Εμοιαζε να επέπλεε, σαν χρυσό καράβι σε μια μαύρη νύχτα. Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτή η εμπειρία ήταν ένα βίωμα σε μια ταράτσα της οδού Αριστείδου.

Είχαμε ανέβει με ένα ασανσέρ της δεκαετίας του ’50, ένα στενό θάλαμο, που σκαρφάλωσε ώς την κορυφή του οκταώροφου μεγάρου «Ανατολή». Ολα συνέτειναν στο χτίσιμο ενός αθηναϊκού μύθου, από αυτούς που γεννιούνται μπροστά σου όχι τυχαία, αλλά σαν συνάντηση. Οι φίλοι που μας είχαν καλέσει εκείνο το ζεστό, ακόμη, βράδυ του Οκτωβρίου στην ταράτσα της οδού Αριστείδου έλεγαν πως είναι στο «εξοχικό» τους, και πώς να τους αδικήσεις, αφού τα γιασεμιά και η «τρελή» ροδιά ξεχώριζαν ανάμεσα στα μυριστικά φυτά, τα βότσαλα και τις πέργκολες. Είχες άνεση να περπατήσεις και να μιλήσεις με τα φυτά, που τα φαντάστηκα σε ώρα πρωινή να χρυσίζουν στο φως του ηλίου. Ηταν βράδυ και ίσως καλύτερα γιατί η οδός Αριστείδου ήταν έρημη.

Σαν μια χαρακιά φαινόταν ο δρόμος καθώς τον είδα από την ταράτσα. Ολα τα παράθυρα απέναντι σκοτεινά, αλλά σκοτεινό ήταν και όλο το μέγαρο «Ανατολή» – ένα κήτος γεμάτο υπόγεια, καταστήματα, ημιωρόφους, κόγχες, καφκικές σειρές γραφείων, μωσαϊκά, πλαστικές κουπαστές σε μαρμάρινες σκάλες, φωταγωγούς, στοές και απέραντη σιωπή. Τουλάχιστον εκείνη την ώρα, το μέγαρο «Ανατολή» κοιμόταν, άδειο, σε επαγρύπνηση ή λήθαργο, και μόνο στην ταράτσα, εμείς, σε ένα ημίφως που έκανε ασημένιους τους μίσχους της λεβάντας, δίναμε ζωή σε αυτό το κτίριο που ήταν, την ώρα εκείνη, ημιαναίσθητο. Από την άκρη της ταράτσας, εισέπνεα τον ανεπαίσθητο βρυχηθμό της νυχτερινής Αθήνας. Απαλά προσέκρουε πάνω μας ο βόμβος της Σταδίου, που όλο και αραίωνε, και η σιγαλιά που απλωνόταν, ώρα με την ώρα, έκανε σχεδόν απόκοσμη τη θέαση της Αριστείδου από ψηλά. Ηταν η πρώτη φορά που έβλεπα από αυτό το ύψος την καμπύλη γωνία με τη Σοφοκλέους, εκεί όπου ήταν το «Ριβολί», και ήταν φανερό ότι η απόσταση (χωρική και ψυχική) όριζε και την ερμηνεία. Η Αριστείδου ξετύλιγε στα μάτια μου την κορυφογραμμή της από την κούρμπα της Σοφοκλέους μέχρι την ευθεία προς τους Αγίους Θεοδώρους. Και ανάμεσα τα κτίρια γραφείων, τα πιο πολλά χτισμένα μετά το 1950, με κάλυψη 100%, αλλά με στοές που λειτουργούν σαν σήραγγες μικροκαταστημάτων, τουλάχιστον για τα περασμένα χρόνια, όταν μικροκοινωνίες και μικρόκοσμοι έσμιγαν κάθε πρωινό με το δικό τους τελετουργικό.

Σκέφτηκα ότι κάπως έτσι και η «Ανατολή» θα ήταν στα νιάτα της, το 1956, όταν χτίστηκε με σχέδια του αρχιτέκτονα Σπυρίδωνος Βλησμά. Το όνομά της το πήρε από την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία «Ανατολή» που ήταν η οικοπεδούχος και που έχτισε εκείνα τα χρόνια μία ακόμη πολιτεία από τα έγκατα ώς την οροφή σε εμβαδόν άνω των 7.000 τ.μ. Τι απέγινε εκείνη η Αθήνα που μυρμήγκιαζε και βόμβιζε κάθε πρωινό στα στενά πέριξ της Κλαυθμώνος και της Ομονοίας; Τα λείψανά της υπάρχουν ακόμη, και έστω από μια μυρωδάτη ταράτσα στοχαστήκαμε για τους κύκλους της ζωής της.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/10/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: