Του ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΕΡΓ. ΜΠΕΛΛΕ Συγγραφέα-πανεπιστημιακού chbelles@gmail.com
«Ο καπιταλισμός είναι το καταπληκτικό «πιστεύω» ότι οι πιο μοχθηροί άνθρωποι θα προβούν στις πιο μοχθηρές πράξεις, για το καλύτερο όλων».
Πρόκειται για την εκ βαθέων εξομολόγηση του θεωρητικού-στυλοβάτη του καπιταλισμού, Τζον Κέινς, για ένα σύστημα που στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού υπερβαίνει ακόμα και τα όρια σχιζοφρένειας κι ύβρεως - με την αρχαία του όρου έννοια - για την ανθρώπινη ζωή σαν αυταξία αιώνων, την ίδια την ύπαρξη. Τι χρείαν άλλων μαρτύρων έχουμε;
Πυρακτωμένα τα δακτυλικά αποτυπώματα τούτης της φαγέδαινας: σε παγκόσμιο πληθυσμό 6,5 δισ., τα 2,9 δισ. ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας των 2 δολαρίων ημερήσια. Πεθαίνουν καθημερνά 40.000 παιδιά από πείνα, ενώ 6 πάμπλουτοι Αμερικανοί κατέχουν περσότερα χρήματα απ' όσα οι υπόλοιποι στον πλανήτη κι ο γνωστός παγκόσμιος κερδοσκόπος Τζορτζ Σόρος κερδίζει στο χρηματιστήριο 1,6 δισ. δολάρια, σε μια νύχτα, παίζοντας με την αγγλική λίρα κι άλλοτε με το ψωμί, τη μοίρα, τη ζωή της πλεμπάγιας. Στην Αμερική, μητρόπολη του καπιταλισμού, 29.800.000 Αμερικανοί σβήνουν από πείνα-ταπείνωση με κουπόνια και στη Βρετανία, 2.100.000 παιδιά οδηγούνται στο όριο της φτώχειας και 1.700.000 Αγγλοι σε ανήλιαγες ράμνες ανεργίας. Ο δραματικά πληθαίνων «Τέταρτος Κόσμος» (οι «υπόπτωχοι των υποπτώχων», οι άστεγοι ανθρωποαρουραίοι των τενεκεδόσπιτων στις αναπτυγμένες χώρες), τα περιττώματα της παγκοσμιοποίησης.
Στον αντίποδα του καπιταλισμού, επιμένει το κομμάτι της κοινωνίας που εκφράζεται κυρίαρχα απ' την αριστερά, με κέντρο βάρους τον άνθρωπο, το υπαρξιακό αίτημα που συμπυκνώνεται στην κοσμοθεωρία του σοσιαλισμού. Η αριστερά, με τιμαλφή διαμάντια στο διάδημα, τις υποθήκες του Χριστού για ειρήνη («και επί γης ειρήνη»), για κοινωνική δικαιοσύνη («ο έχων δύο χιτώνας διδότω τω μη έχοντι»), για φιλαλληλία («αγαπάτε αλλήλους») κ.λπ. Μέσα σε τούτη την κόλαση του Μαμωνά και του Μολώχ της αγοράς, δεν υπάρχει άλλος δρόμος και ρόλος ύπαρξης της αριστεράς, εκτός από τη σύγκρουση με το σύστημα, με στόχο μοναδικό την ανατροπή του.
Καμιά αριστερά όμως και ποτέ, δεν θα πείσει πως μπορεί και θέλει να ηγηθεί του κοινωνικού μετασχηματισμού: όσο αυτάρεσκα αυτοπροσδιορίζεται απόλυτος πάτρονας των προσδοκιών για αλλαγή. Οσο αδυνατεί να συνθέσει θετική, πειστική πρόταση εξουσίας, αρκούμενη στην επαναστατική ή κινηματική γυμναστική και στη - δίκην σχολιαστή - μουντή, άσαρκη και ομφαλοσκοπική καταγραφή «αυτών που δεν θέλει». Οσο ναρκισσευόμενα βαυκαλίζεται να δοξάζεται στο κοινωνικοπολιτικό εικονοστάσι, ως «οσία της φετιχιστικής αλήθειας και διαμαρτυρίας», διεκδικώντας, όμως, με τον τρόπο αυτό, επάξια μόνιμο στασίδι στη χορεία των ουραγών των εξελίξεων, των κομπάρσων στην αυλή της Ιστορίας.
Για τούτη τη βαθιά συστημική κρίση, πέρα από τον Μαρξ - τον κορυφαίο φιλόσοφο, θεωρητικό του κομμουνισμού - είχαν κρούσει τον κώδωνα κινδύνου και μεγάλοι θιασώτες του ίδιου του καπιταλισμού (Σμιθ, Κέινς, Σάμιουελσον), επισημαίνοντας έντονα τον καθοριστικό ρυθμιστικό, ελεγκτικό, επιχειρηματικό ρόλο του κράτους και τις καταστροφικές συνέπειες της αχαλίνωτης κι ασύδοτης αγοράς. Ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούσβελτ προϊδέασε για τα μελλούμενα, όταν ενώπιον του Κογκρέσου, το 1935, απέδωσε τη βασική αιτία των προβλημάτων της ύφεσης του 1929 στις υπερβολικές ελευθερίες της αγοράς. «Οι Αμερικανοί πρέπει να αποκηρύξουν την ιδέα απόκτησης πλούτου, ο οποίος, μέσω των υπερβολικών κερδών, δημιουργεί αθέμιτη προσωπική δύναμη»(1), επισήμαινε.
Οι ιστορικές ειδήσεις του μέλλοντος θα μιλήσουν για μια παγκόσμια αμβλυωπική αριστερά, που έκλεισε ερμητικά την πόρτα στο «ενσαρκωμένο» φάντασμα του Μαρξ, που απαιτούσε απεγνωσμένα δικαίωση και έδινε λυτρωτικές απαντήσεις σε μια νέα, χαμένη, ίσως ακόμα μια φορά, διεθνή αφήγηση.
Κάθε φορά που συνδιαλέγομαι με τον εαυτό μου, σταθμίζοντας «έργα και ημέρες», ευθύνες, αδιέξοδα της αριστεράς, κάθε φορά -μέσα στα τόσα άλλα- έρχεται ειρωνικός ο Καβάφης, με τον ανείπωτο δραματικό πολιτικό-ποιητικό του οίστρο, στη «Διορία του Νέρωνος», να αιτιολογήσει, τουλάχιστον, τη στάση της: «Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε/ του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό./ "Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται"./ Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί./ Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή/ είν' η διορία που ο θεός τον δίδει/ για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους./Τώρα στην Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,/ αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,/ που ήταν όλο μέρες απολαύσεως/ στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια.../ (...) Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας/ κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,/ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ». Και σε ελεύθερη, επίτομη απόδοση: «Αφες αυτοίς, ουκ οίδασι τι ποιούσι»...
Από την Κ Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου