Αυτό το παιδί που πήγαινε κλαίγοντας έμοιαζε με το ποίημα του Σεφέρη.
Κανείς δεν ήξερε να πει γιατί.
Το βράδυ, με τα φώτα της πόλης να ανακατεύονται πάνω στα ρούχα του, απομακρυνόταν. Ξεμάκραινε ολοένα πάνω στο νυχτερινό του ποδήλατο, περνούσε δίπλα απ' τα σώματα των ανθρώπων και γιατί. Του έκρυβαν τη θάλασσα τα σκοτεινά πρόσωπα. Γυναίκες που έδιναν το φριχτό μέλι τους γλείφοντας ένα χαλασμένο σωλήνα. Αγρίευε η φύση του σα νηστικό κύμα και ξεσπούσε μέσα του, πλημμυρισμένο. Και απορούσε με τους καινούργιους λύκους. Ηταν της πόλης. Αυτή η γερμένη παρέλαση βλεμμάτων ερχόταν συνέχεια προς το μέρος του.
Πήγαινε κλαίγοντας και δεν μπορούσε γιατί. Διαπερασμένο απ' την αλήθεια των άλλων, κανείς δεν μπορούσε γιατί. Πολλές φορές έμπαινε μέσα σε πίνακες και γινόταν διάφορα χρώματα. Γινόταν τοπία, βροχή, τραπεζάκια στο ήλιο. Γινόταν. Ακρόπολη τον χειμώνα, Σούνιο το καλοκαίρι. Γινόταν μουσική να αντέξει. Τις αποφάσεις των άλλων. Το φως που σκοτείνιαζε.
Το είδα με τα μάτια του κρύσταλλα απ' το χιόνι να μου λέει οι άνθρωποι. Να μου λέει οι κήποι ήταν χυδαίοι στις πολιτείες των παιδιών. Να μου λέει, ό,τι προσπάθησα, ένα μαζί. Ούρλιαζε σαν πληγωμένο ζώο το φοβερό ουρλιαχτό των ανθρώπων. Από τότε που εμφανίστηκαν, για μένα ο πόνος.
Η ζωή είναι μια μακριά αλυσίδα από όνειρα που περιπλανιούνται το ένα μέσα στο άλλο, λέει η Γερτρούδη του Ντράγιερ. Είχε όμως σπάσει. Από προορισμό. Η αλυσίδα. Κομμάτια. Τα μάζευε υπομονετικά και τα ζέσταινε στην τσέπη του κάθε βράδυ. Δεν μιλούσε.
Οσο μεγαλώνεις, σωπαίνεις. Προσπαθείς να ζήσεις συνολικά την προσωπική ιστορία σου, σαν ένας ένθερμος οπαδός του έργου στο οποίο επιθυμείς να παίξεις. Καθώς το σενάριο πλησιάζει στο τέλος του, ανακαλύπτεις πως ξέχασες να χωρίσεις κεφάλαια. Οι αναπνοές είναι δύσκολη υπόθεση - ιδίως όταν σε λούζουν οι λέξεις. Πρέπει πάντα να τις προβλέπεις. Σα μάγος.
Κάποτε έστρωσε να κοιμηθεί πέρα απ' τον κόσμο. Καθάρισε προσεκτικά τις πέτρες γύρω του, άνοιξε μια αγκαλιά σαν σεντόνι. Τα χέρια του τύλιξαν το κορμί του, έγιναν η προέκταση του φωτός που το έκαιγε. Μετά, άπλωσε μια κουβέρτα στα σύννεφα - του είχαν απομείνει λίγα. Τον τελευταίο καιρό, μόνο σύννεφα. Σκοτεινός ουρανός. Θύμιζε μέλλον.
Το μέλι στα χείλη του είχε σκουριάσει. Ο πίνακας του Ιερώνυμου Μπος ήταν αλήθεια. Του είχαν πει ψέματα. Το είχαν παραπλανήσει. Με ρώτησε τι πιστεύω. Του είπα στη ζωή, όχι στις συνέπειές της. Μου είπε καληνύχτα. Και αποκοιμήθηκε.
Σταύρος Σταυρόπουλος, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, χτες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου