Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Ταΐζοντας το τέρας

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ως βαθύ κράτος ορίζω εν τάχει το σύμπλεγμα των νόμων, των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, των ερμηνευτικών εγκυκλίων αυτών, και των μηχανισμών που καλούνται να τις ερμηνεύσουν, ακόμη κι αν έχουν ήδη ερμηνευθεί, και να τις εφαρμόσουν, ακόμη κι αν είναι ανεφάρμοστες. Ενα δίκτυο από άυλες αξίες και έμψυχο υλικό που συνθέτει το οικοδόμημα του ελληνικού κρατισμού. Αυτού που στρατεύθηκε στον αγώνα κατά της κρίσης την οποία ο ίδιος είχε προκαλέσει. Χωρίς να παραγνωρίζω τον «διεθνή παράγοντα» όμως το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι ότι κάποτε πρέπει να περιγράψουμε τη λειτουργία του βαθέος κράτους, διάσπαρτη σε άπειρες υποθέσεις της καθημερινότητας, από την εφορία, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, την υγεία ώς την τροχαία και την αποκομιδή των απορριμμάτων, ίνα μη είπω και το δικαίωμα στην προσευχή ή στον έρωτα – αυτά τα δύο τελευταία τα προσέθεσα για να φουσκώσει λίγο η λυρική μας διάθεση ημέρες που είναι.

Την υπογραφή των μνημονίων την ανέλαβαν οι πολιτικές ηγεσίες. Ο Γ. Παπανδρέου, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Αλέξης Τσίπρας. Την εφαρμογή τους όμως την διαχειρίσθηκε το βαθύ κράτος. Εξ ου και η αδιαφορία για τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα, και η εκδικητικότητα απέναντι στους ελεύθερους επαγγελματίες και πάσης φύσεως ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο χρυσός κανόνας είναι απλός. Δεν θα κάνουμε αυτό που πρέπει να γίνει για να ξεπεράσει η χώρα το οικονομικό και το κοινωνικό τέλμα. Θα κάνουμε αυτό που είναι νόμιμο. Νόμιμο βάσει των νόμων που υπέθαλψαν την ανομία, τη διαφθορά, και το πελατειακό σύστημα. Μειώθηκε ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά δεν τροποποιήθηκαν οι διαδικασίες. Τα πιστοποιητικά περιφέρονται στα μισοάδεια γραφεία και οι εναπομείναντες παραπονιούνται ότι δεν φτάνουν.

Την πολιτική εξουσία στη χώρα την κερδίζει όποιος εμπνέει εμπιστοσύνη στο βαθύ κράτος. Αυτή ήταν η «ελπίδα» που πρόσφερε ο ΣΥΡΙΖΑ έναν χρόνο πριν. Η ελπίδα ότι θα διασώσει ό,τι έχει απομείνει από το στομάχι του Λεβιάθαν. Ετσι κατάφερε να πάρει με το μέρος του το χειρότερο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ. Είναι τυχαίο ότι έναν χρόνο μετά η αριστερή κυβέρνηση δεν έχει κουνήσει το δαχτυλάκι της για να αντιμετωπίσει την ανεργία; Οι άνεργοι δεν συγκαταλέγονται στην πελατεία της.

Το «βαθύ κράτος» εκδικείται όσους δεν δέχονται να συμβιβασθούν με τους κανόνες της λειτουργίας του. Οσους κάνουν αυτό που πρέπει να γίνει. Ο Γιώργος Λούκος, τον οποίον εκπαραθύρωσε από το Φεστιβάλ Αθηνών ο εχθρός της αριστείας κ. Μπαλτάς, κατηγορείται ότι με τη διαχείρισή του «ζημίωσε το Δημόσιο». Δεν σπιλώνεται δημόσια επειδή κατεχράσθη δημόσιο χρήμα – και πάλι θα όφειλαν να του αναγνωρίσουν το τεκμήριο της αθωότητας. Κατηγορείται διότι ενδεχομένως παραβίασε κανόνες που κρατούσαν το Φεστιβάλ στη βαλκανική του απομόνωση.

Το βαθύ κράτος προσφέρει ασυλία στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία με διάφορα ανταλλάγματα. Και επειδή η κυβέρνηση της πτωχευμένης χώρας είναι αμφίβολο αν είναι σε θέση να τα παράσχει, αναζητεί υποκατάστατα. Ανακαλύπτει διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους τους οποίους προσφέρει βορά στο στομάχι του Λεβιάθαν.

Πώς αλλιώς να εκδικηθεί το βαθύ κράτος μια κοινωνία που αργά αλλά σταθερά αντιλαμβάνεται πως αυτό ευθύνεται για την καταστροφή της;

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η χρονιά της Αρνησης

Ο κ. Τσίπρας γίνεται σχεδόν γραφικός όταν επιμένει στη ρητορική μιας προηγούμενης ζωής. Ελάχιστους πείθει όταν λέει στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ότι «το 2015 ήταν η χρονιά της αντίστασης». Ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί του γνωρίζουν πια ότι τέτοιο πράγμα δεν υπήρξε ποτέ

  Ανδρέας Πετρουλάκης Ανδρέας Πετρουλάκης  

Πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν εκατομμύρια συμπολίτες μας που δεν αντιλήφθηκαν τη μεγάλη απάτη. Που δεν είδαν ένα ένα τα κομμάτια του παζλ που είχαν φτιάξει για να περιγράψουν το μέλλον  με το κόμμα της καρδιάς τους να εξαφανίζονται, και να μένει στη θέση τους το κενό. Πώς γίνεται να μην αντιδρούν εκείνοι που υπήρξαν θύματα (και ακούσιοι συναυτουργοί) μιας γιγάντιας παραπλάνησης.

Είναι αυτοί που πίστεψαν ότι ο κατώτερος μισθός θα πάει στα 750 ευρώ, ότι θα πάρουν δώρο Χριστουγέννων, ότι δεν θα ξαναπληρώσουν ΕΝΦΙΑ, ότι δεν θα πειραχτούν οι συντάξεις τους και τα όρια ηλικίας, ότι θα επαναπροσληφθούν. Είναι αυτοί που κατήγγελλαν τους Τσολάκογλου για τα πραξικοπήματα με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, τα Προεδρικά Διατάγματα και τις διαδικασίες κατεπείγοντος που τώρα δεν προλαβαίνουν να  τις μετρούν. Είναι αυτοί που ξεσηκώνονταν για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, τα αεροδρόμια, τον Αστέρα, τα λιμάνια, και είχαν πιστέψει ότι όλες οι αυτές συμφωνίες θα ακυρωθούν από  τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αυτοί που κατηγορούσαν τα κόμματα του παρελθόντος για νεποτισμό και πελατειακό κράτος και βλέπουν το δικό τους να μην αντιλαμβάνεται την έννοια «δημόσια θέση» χωρίς έναν κομματικό υπάλληλο ή συγγενή του να την καταλαμβάνει.

Είναι οι ίδιοι  που παρασύρθηκαν στο κίνημα «δεν πληρώνω» και τώρα παραλαμβάνουν τα χρεωστικά. Είναι οι εύπιστοι της Σεισάχθειας που τώρα στριμώχνονται να προλάβουν να υπαχθούν στο μισητό νόμο Κατσέλη. Είναι εκείνοι που κατηγορούσαν τον «δολοφόνο Στουρνάρα» γιατί τα παιδιά πεθαίνουν από τα μαγκάλια και τώρα βλέπουν να μειώνονται οι δικαιούχοι του επιδόματος θέρμανσης. Είναι αυτοί που ούρλιαζαν για το 1,5 εκατομμύριο ανέργους και τις τόσες χιλιάδες αυτοκτονίες και τώρα παρακολουθούν άφωνοι την ανεργία να  αυξάνεται και τους δυστυχείς που αυτοκτονούν να έχουν επιστρέψει στην ένοχη σιωπή που πάντα τους περιέβαλλε.
Οχι, δεν είναι ούτε κουτοί ούτε ανυποψίαστοι τόσοι εκατομμύρια συμπολίτες μας. Η εξήγηση είναι απλή. Πενθούν. Πενθούν τις ελπίδες τους, τις προσδοκίες τους, την πίστη τους σε ένα κόμμα, τον έρωτά τους σε ένα χαρισματικό αρχηγό. Και το πρώτο στάδιο κάθε πένθους είναι η Αρνηση
Είναι εκείνοι που σήκωσαν τον κόσμο γιατί η Ντόρα Μπακογιάννη «κινδυνολογούσε» για capital controls και στη συνέχεια στήθηκαν αμίλητοι και στωικοί στις ουρές των ΑΤΜ. Είναι αυτοί που οι μικροεπιχειρήσεις τους γονάτισαν από τον έλεγχο κεφαλαίων και τώρα ξεχνούν τις διαβεβαιώσεις ότι μία Τρίτη του Ιουλίου αυτός ο έλεγχος θα είχε αρθεί. Είναι εκείνοι που ψήφισαν ένα αξιοπρεπές και περήφανο «ΟΧΙ» για να δουν να εφαρμόζεται ένα πολύ πιο σκληρό και ταπεινωτικό «ΝΑΙ». Είναι οι ίδιοι που θεωρούσαν τους προηγούμενους «ευτελείς υπαλλήλους της Τρόικας» για να βλέπουν τους τωρινούς υπουργούς να μπαινοβγαίνουν μεγαλοπρεπείς στο Χίλτον να δίνουν  καθημερινή αναφορά  και να ανακαλούν ψηφισμένα νομοσχέδια. Είναι εκείνοι που πίστευαν ότι οι τράπεζες θα κρατικοποιηθούν για να τις βλέπουν τώρα πλήρως αφελληνισμένες και με τα λεφτά του Δημοσίου για πάντα χαμένα.

Είναι ένας ατελείωτος κατάλογος της αντιστροφής της πραγματικότητας που συνέβη ανεπαισθήτως, εσύ δεν ξέρεις τι να πρωτοθυμηθείς και εκείνοι τι να πρωτοξεχάσουν. Και όμως δεν μιλούν – δεν καταλαβαίνουν; Οχι, δεν είναι ούτε κουτοί ούτε ανυποψίαστοι τόσοι εκατομμύρια συμπολίτες μας. Η εξήγηση είναι απλή. Πενθούν. Πενθούν τις ελπίδες τους, τις προσδοκίες τους, την πίστη τους σε ένα κόμμα, τον έρωτά τους σε ένα χαρισματικό αρχηγό. Και το πρώτο στάδιο κάθε πένθους είναι η Αρνηση – εκεί βρίσκονται τώρα. Αυτό που συμβαίνει δεν τους αφορά, δεν το αποδέχονται, το αγνοούν. Φαινομενικά είναι απαράλλαχτοι γιατί τους καθοδηγεί η αδράνεια. Μέχρι το επόμενο στάδιο του πένθους που είναι ο Θυμός.

Είναι το λάθος που έκαναν πάντα οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ όταν αναρωτιώντουσαν πώς είναι δυνατόν κάποιοι να ψηφίζουν ακόμα ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ψηφοφόροι αυτών των κομμάτων έχουν πενθήσει στο παρελθόν. Εχουν περάσει όλα τα στάδια του πένθους, την Αρνηση, τον Θυμό, τη Διαπραγμάτευση, την Κατάθλιψη και  εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται στο στάδιο της Προσαρμογής. Δεν  έχουν έρωτα για τα κόμματά τους όπως είχαν οι Συριζαίοι μέχρι πρόσφατα και οι Πασόκοι πριν πολλά χρόνια – κρίνουν, αποφασίζουν και ψηφίζουν με πραγματισμό, νηφαλιότητα και περιορισμένες προσδοκίες τα ίδια ή άλλα κόμματα, όντες απαλλαγμένοι από την υπερδιέγερση του θυμικού που προκαλούν συγκυριακά τα ραγδαία κινήματα. Πολλοί και από τους σημερινούς Συριζαίους θα ξαναψηφίσουν στο μέλλον το κόμμα τους αλλά αυτό  θα γίνει με άλλους όρους.

Για αυτό ο κ. Τσίπρας γίνεται σχεδόν γραφικός όταν επιμένει στη ρητορική μιας προηγούμενης ζωής. Ελάχιστους πείθει όταν λέει στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ότι «το 2015 ήταν η χρονιά της αντίστασης». Ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί του γνωρίζουν  πια ότι τέτοιο πράγμα δεν υπήρξε ποτέ. Το 2015 ήταν η χρονιά της άρνησης.

protagon.gr

 

 

 

 

 

Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΤΣΙΧΛΙΑΣ

Ακόμη και σήμερα, σχεδόν ένα χρόνο μετά, αν με ρωτήσετε τι ακριβώς εννοούσε ο Γ. Βαρουφάκης με όσα έλεγε, τι επεδίωκε με όσα έκανε, δεν ξέρω να απαντήσω. Νομίζω ότι ούτε ο ίδιος ήξερε τι ακριβώς ήθελε, εκτός από το να μιλάει, να ακούει ό,τι έλεγε και να χαμογελά ευτυχισμένος. Ο ίδιος ήταν το θέμα. Ενα ακόμη τυπικό προϊόν των μίντια, χαριτωμένος και στομφώδης, πολύγλωσσος και κοσμογυρισμένος, μετρ υποτίθεται της θεωρίας των παιγνίων, προβλήθηκε υπερβολικά κυριαρχώντας σε ένα τοπίο ημιμαθών, όπου επαναλάμβανε απίστευτες κοτσάνες ανακατεμένες με απλές οικονομικές παραδοχές, άχρηστες όμως για την περίπτωσή μας. Οπως θάμπωνε τότε όσους ονειρεύονταν τον αριστερό αντιμνημονιακό παράδεισο, θάμπωσε από ό,τι φαίνεται και τον πρωθυπουργό. Του εμπιστεύτηκε το πιο κρίσιμο πόστο. Από το ουάου που ξεφώνισε μετά το μυστικό που του ψιθύρισε στο αυτί ο Ντάισελμπλουμ έως το «αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες», που εξομολογήθηκε, ότι είπε επιστρέφοντας στo σπίτι, στον δημοσιογράφο του New Yorker, τα καμώματα του πρώην υπουργού Οικονομικών εξαγρίωσαν τους εταίρους της Ευρωζώνης, ανάγκασαν τον κ. Τσίπρα να τον αποπέμψει, ενώ κόστισαν στους Ελληνες φορολογουμένους κάμποσα δισεκατομμύρια ευρώ.

Ηταν χρονιά του Βαρουφάκη η φετινή. Χρονιά μιας απίστευτης ελαφρότητας, της πιο καταστροφικής αρλουμπολογίας, της οποίας υπήρξε η φαντεζί προσωποποίηση. Για το μεγαλύτερο μέρος αυτού του καταραμένου χρόνου ήταν ο εθνικός μας οικονομολόγος, ο κήρυκας μιας ακόμη αυταπάτης, καθώς η πλειονότης των συμπολιτών μας τον πίστεψε κι ένας μέγας αριθμός, ρεκόρ όλων των εποχών, τον ψήφισε... Ο καινούργιος μάγος της φυλής υποσχόταν αναίμακτη λύση, με δύο-τρία κόλπα που ο ίδιος είχε μάθει στα πέρατα του κόσμου, όπου υποτίθεται ότι είχε αποκτήσει τις πολύτιμες γνώσεις του. Αν πιστέψουμε όσα είπε ο πρωθυπουργός μετά την υπογραφή του τελευταίου μνημονίου, η τακτική Βαρουφάκη οδήγησε τη χώρα δύο βήματα πριν από την απόλυτη καταστροφή. Θα τιναζόταν στον αέρα η Ελλάδα, είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας. Και ο πρώην υπουργός ήταν παρών, στα πίσω πίσω έδρανα του Κοινοβουλίου, αλλά δεν βρήκε το κουράγιο να τοποθετηθεί, να δώσει μια εξήγηση, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά της οικονομίας. Θα τιναζόταν ή όχι η χώρα στον αέρα; Αυτός είχε δίκιο ή ο πρωθυπουργός; Μιλιά δεν έβγαλε ούτε τότε ούτε αργότερα. Συνέχισε απλώς να καταριέται και τη νέα συμφωνία...

Αν έχει μια αξία, η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για εξεταστική επιτροπή των πεπραγμένων Βαρουφάκη είναι κυρίως γιατί ίσως να συμβάλει στην αποκάλυψη της θλιβερής γραφικότητας, του απόλυτου κενού, με το οποίο συνδέθηκε η τύχη μας. Κάτι σαν μάθημα αυτογνωσίας, στερνής γνώσης έστω.


Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 31/12/2015