Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Νίτσε: «Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει..»


 

Πάντα βρίσκω όλους τους ανθρώπους, όπως κι αν τους κοιτάζω, με καλοσύνη ή κακία, να φροντίζουν για ένα πράγμα: Πώς να εξυπηρετήσουν τη συντήρηση του είδους.

Και φροντίζουν γι’ αυτό, όχι από αγάπη για το είδος, αλλά γιατί δεν υπάρχει μέσα τους τίποτα παλιότερο, δυνατότερο, ανέλεγκτο και πιο ακατανόητο από αυτό το ένστικτο, γιατί είναι αλήθεια πως το ένστικτο αυτό είναι στην κυριολεξία η ουσία του είδους μας, η ουσία του κοπαδιού μας.

Παρ' όλο που τα καταφέρνουμε αρκετά γρήγορα, μπορώ να πω, με τη συνηθισμένη φυσικά μυωπία μας, να ξεχωρίζουμε από απόσταση πέντε βημάτων τους ομοίους μας, σε χρήσιμους και σε άχρηστους, σε καλούς και σε κακούς ανθρώπους, ωστόσο αν καθίσουμε και τα βάλουμε κάτω και κάνουμε έναν απολογισμό και σκεφτούμε το γενικό σύνολο αυτού του ξεχωρίσματος καταλήγουμε σε μια φοβερή δυσπιστία.

Δεν μας ικανοποιεί το ξεχώρισμα, δεν είμαστε σίγουροι και στο τέλος τα παρατάμε.

Στο κάτω κάτω της γραφής, ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση του είδους.

Γιατί ο άνθρωπος αυτός -ο βλαβερός- συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους ανθρώπους διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί.

[...]

Αγάπη και Φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις.

Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές.

Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ’ την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.

Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία;

Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια;

Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου;

Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά.

Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει, δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι' αυτό.

Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.

Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση.

Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον εαυτό μας προσπαθεί να διατηρηθεί με το να μεταμορφώνει πάντοτε κάποιο καινούργιο πράγμα μέσα μας· κι αυτό ακριβώς ονομάζεται «κατοχή».

Όταν κουραζόμαστε από ένα απόκτημα, κουραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. (Μπορούμε και να υποφέρουμε απ’ το παραπανίσιο· επίσης, και η ανάγκη του να πετάμε, να προσφέρουμε, μπορεί και αυτή να πάρει το κολακευτικό όνομα «αγάπη»).

΄Οταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει, με μεγάλη προθυμία αρπάζουμε την ευκαιρία που μας προσφέρεται.

Αυτό κάνει ο φιλεύσπλαχνος, ο συμπονετικός άνθρωπος· και αυτός ονομάζει «αγάπη» την επιθυμία ενός νέου αποκτήματος που έχει ξυπνήσει μέσα στη ζωή του και τη χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς την πρόσκληση μιας καινούργιας κατάστασης.

Αλλά εκείνο που παρουσιάζεται σαν επιθυμία απόκτησης είναι η φυλετική αγάπη.

Αυτός που αγαπά θέλει να γνωρίζει αποκλειστικά το πρόσωπο που επιθυμεί, θέλει να εξουσιάζει απόλυτα, τόσο την ψυχή του όσο και το σώμα του, θέλει να αγαπιέται μονάχα αυτός, να κυριαρχεί και να βασιλεύει μέσα στην άλλη ψυχή, σαν το υψηλότερο και πιο επιθυμητό αγαθό.

Αν καθίσουμε να σκεφτούμε προσεκτικά όλα τα παραπάνω, θα δούμε πως αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν φανερώνει τίποτ’ άλλο παρά απ’ το να αποκλείουμε ολόκληρο τον κόσμο απ’ την απόλαυση ενός αγαθού και μιας πολυτιμότατης ευτυχίας, αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπά προσπαθεί να κάνει φτωχούς και να στερήσει όλους τους άλλους αντιπάλους, και να γίνει ο δράκουλας του θησαυρού του σαν τον πιο αδιάκριτο «κατακτητή» και τον πιο εγωιστή εκμεταλλευτή· αν, τέλος, υποθέσουμε πως ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος τού είναι τελείως αδιάφορος, χωρίς χρώματα και χωρίς καμιά άξια, και πως είναι έτοιμος να κάνει κάθε θυσία, να διαταράξει κάθε καθιερωμένη τάξη, να βγάλει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον, θα μείνουμε κατάπληκτοι!...

Ναι! Θα μείνουμε κατάπληκτοι και θα αναρωτηθούμε:

Πώς αυτή η άγρια φιληδονία, αυτή η παράφρονη αδικία της σεξουαλικής αγάπης, υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ σε όλες τις εποχές της ιστορίας, και ακόμα, πώς έβγαλαν από την αγάπη αυτή την ιδέα της αγάπης σαν αντίθετο του εγωισμού, ενώ ίσως αντιπροσωπεύει την πιο αυθόρμητη έκφρασή του.

Η συνήθεια , σ'αυτή την περίπτωση, θα δημιουργήθηκε από αυτούς που δεν είχαν τίποτα και που επιθυμούσαν να αποκτήσουν κάτι.

Είναι σίγουρο πως πάντα θα υπήρχαν και οι παραπανίσιοι.

Όσοι άνθρωποι είχαν την τύχη να γνωρίσουν πολλά, να κορεστούν δηλαδή, πετούσαν κάπου κάπου τη λέξη «μανιασμένος δαίμονας», όπως ο αρχαίος Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος στους Αθηναίους.

Αλλά ο Έρωτας πάντα κοροϊδεύει κάτι τέτοιους βλάσφημους· είναι οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοί του.

Βέβαια, υπάρχει εδώ κι εκεί πάνω σ' ολόκληρη τη γη κι ένα είδος επέκτασης του έρωτα, όπου η φιλήδονη επιθυμία που αισθάνονται δυο άνθρωποι ο ένας για τον άλλον παραχωρεί τη θέση της σε μια καινούργια επιθυμία, σ’ έναν καινούργιο πόθο, σε μια ύψιστη, κοινή επιθυμία, την επιθυμία ενός ιδανικού που να τους υπερβάλλει και τους δυο τους.

Αλλά ποιος γνωρίζει αυτή την αγάπη; Ποιος άνθρωπος την έζησε;

Το όνομά της, το αληθινό της όνομα, είναι ΦΙΛΙΑ.

 

Φρίντριχ Νίτσε - «Η θεωρία του σκοπού της ζωής»  -εκδ. Δαμιανός

Επιμέλεια: Ελένη Λαυρεντάκη

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Βίλχελμ Ράιχ: «Φοβάσαι τους αητούς ανθρωπάκο»


 

«Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας;

Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα.

Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί. Μα που τέτοιο πράγμα!

Τελικά δεν βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν.

Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται.

Κι ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα• πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αητόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αητόπουλο που από την ψηλή φωλιά του θ' ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής.

Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει τον λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν βλέπουν ότι τα κλωσσάει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ' ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες.

Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός.

Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αητός στη φωλιά.

Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ' όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες που 'κείνος άντεχε δίχως καμιά προστασία.

Όταν τα πράγματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν.

Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια.

Μα το ξανασκέφτηκε κι' άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν – έπρεπε να βρεθεί – ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα.

Κι' εξακολουθεί να κλωσσάει κοτόπουλα.

Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο.

Γι' αυτό σε τρώνε τα όρνεα.

Φοβάσαι τους αητούς κι' έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι.

Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσσήσει αυγά όρνεων.

Και τα όρνεά σου έχουνε γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αητούς, τους αητούς που θελήσανε να σε οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις.

Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και ν’ασαι ικανοποιημένος με ελάχιστα σπειριά σιτάρι. Σ' έμαθαν και να ορύεσαι «Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!».

Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσσάνε τα κοτόπουλά σου».

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Καζαντζάκης - «Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό... καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.»


 

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.

— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!

Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα: 

— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.

— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.

—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:

Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!

Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:

— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.

— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.

— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;

— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.

— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.

Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:

— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.

— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

 

Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο»

The Divine Comedy


 

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Του Χθες οι Βαλίτσες


              Μεγαλώνω κρυφά το μωρό της στερνής ζωντανής μου αυταπάτης..

Φερνάντο Πεσσόα - «Έχουμε όλοι δυο ζωές»


 

«Έχουμε όλοι δυο ζωές:

Την πραγματική, αυτή που ονειρευόμαστε

Στην παιδική μας ηλικία, αυτή

Που συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε, μεγάλοι,

Στο βάθος της ομίχλης

Και την ψεύτικη, αυτή που ζούμε

Στις συναλλαγές μας με τους άλλους.

Που είναι η πρακτική, η χρήσιμη,

Αυτή που την τελειώνουμε στο φέρετρο.

Στην άλλη δεν υπάρχουν φέρετρα, θάνατοι,

Μόνο εικόνες των παιδικών μας χρόνων:

Μεγάλα βιβλία χρωματιστά, για να δεις κι όχι για να διαβάσεις

Μεγάλες σελίδες χρωματιστές, για να θυμάσαι αργότερα.

Στην άλλη είμαστε εμείς,

Στην άλλη ζούμε.

Σ’ αυτή πεθαίνουμε, και ζωή σημαίνει αυτό ακριβώς.

Αυτή τη στιγμή, λόγω αηδίας, ζω στην άλλη…»

 

Δακτυλογραφία, απόσπασμα, μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Printa

 

Ευχές για χαρούμενες γιορτές!!! 

 

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Να γράφεις να τηλεφωνείς...


 

Είναι κάποιοι άνθρωποι που στις ευχές στέκουν σιωπηλά αμήχανοι και δεν ξέρουν τι ν' απαντήσουν


 

Είναι κάποιοι άνθρωποι που στις ευχές στέκουν σιωπηλά αμήχανοι και δεν ξέρουν τι ν' απαντήσουν. Δεν είναι που δεν πιστεύουν στα θαύματα. Είναι που ζουν δυο ζωές. Μία εδώ και την άλλη την αληθινή, μέσα τους. Και δε θέλουν αυτήν την άλλη, την αληθινή, να τη δείξουν. Την είχαν αυτήν την ιδιοτροπία από παιδιά. Είναι αυτά τα παιδιά που τα βλέπεις στις φωτογραφίες να σκυθρωπιάζουν. Ειδικά όταν αυτές είναι τραβηγμένες σε τραπέζι γιορτινό. Μην τους ξεσυνερίζεστε 🙃
 
( Η ευχή μου χαραγμένη στην άμμο πέρυσι τέτοια μέρα στη θάλασσα)
 

Κ.Τσάτσος: το πρώτο μάθημά μου για την αρχοντιά


 

Θα ‘μουνα δέκα χρονών. Το καλοκαίρι, όταν τέλειωνα το σχολείο κατέβαινα στο ισόγειο δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου, όπου και με έβαζαν να αντιγράφω δικόγραφα. Για τις τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μια δραχμή.

Καθισμένος σ’ ένα από τα γραφεία των βοηθών χάζευα πού και πού τους πελάτες, κάθε λογής, πού μπαινόβγαιναν.

Ένα πρωινό ήρθε ένας λεβεντόγερος με κάτασπρη φουστανέλλα. Οι φουστανελλάδες ακόμη τότε δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Είδα τους βοηθούς δικηγόρους να σηκώνονται και να του κάνουν μιαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή.

Ο πρώτος βοηθός που φαίνεται να τον γνώριζε καλά, έπιασε κουβέντα μαζί του. Και μια στιγμή τον ρωτάει: «Και τώρα, μπάρμπα Μήτρο, πόσων χρόνων είσαι;» Και ο μπάρμπα Μήτρος, με τ’ όνομα Δημήτριος Μαλαμούλης που είχε εν τω μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, του απαντάει μονολεκτικά… «Δύο». Δηλαδή εκατόν δύο. Από τα εκατό είχε αρχίσει νέα αρίθμηση.

Βγήκε εν τω μεταξύ ο πατέρας μου. Τον οδήγησε στο μέσα γραφείο τα είπανε με αυτόν και το γιο του, ένα λεβέντη εβδομηνταπεντάρη, και όταν βγήκαν στο δωμάτιο που βρισκόμουν και εγώ, πρώτα με σύστησε και ύστερα μου ανήγγειλε ότι θα πάμε την Κυριακή να επισκεφθούμε τον Μαλαμούλη στο χειμαδιό του, κάπου στον Ωρωπό.

KonstantinosTsatsos2

Από κουβέντα δεν έπαιρνε ο μπάρμπα Μήτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τους βοηθούς τού πατέρα μου κι εμένα είχα το αίσθημα ότι μας έβλεπε σαν μικρό κοπάδι αρνάκια. Μικρό, διότι ό Μαλαμούλης είχε απάνω από 3000 αρνιά και κατσίκια, στα Άγραφα το καλοκαίρι και τον χειμώνα στα ορεινά της Αττικής.

Την Κυριακή, όταν φθάναμε στον τόπο όπου είχε στήσει τα τσαντήρια του, των παιδιών, των εγγονών και των δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οι καθιερωμένες μπαταριές και μετά μαζευτήκαμε στο μεγάλο τσαντήρι του Γέρου. Είχα μαζί μου, νέο εικοσάχρονο, τον δάσκαλό μου Basset, αυτόν που έκανα πρόσωπο στους «Διαλόγους σε μοναστήρι». Αυτός που δεν χόρταινε να θαυμάζει.


Σε λίγο σταύρωσε ο Γέρος το πρώτο ψωμί. Και οι γυναίκες, αμίλητες και φασαρεμένες μοίραζαν τα κοψίδια, αρνάκι, κατσικάκι, όλα τα αγαθά. Θυμάμαι ακόμη τις βεδούρες τα γιαούρτια. Ο γέρο Μαλαμούλης, στη μέση καθισμένος σταυροπόδι, μέσ’ στις άσπρες βελέντζες, τα επόπτευε όλα και έδινε στις γυναίκες και στους παραγιούς προσταγές.

Όταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Οδύσσεια» τον γέρο Μαλαμούλη τον ταύτιζα μέσ’ στη φαντασία μου με τον Νέστορα, όταν δέχονταν τον Τηλέμαχο.

Καθώς ήμουν καθισμένος πλάι στον πατέρα μου τον ρώτησα ψιθυριστά: «Qu’est-il ce vieux;». «C’est un grand seigneur» μου απαντάει o πατέρας μου και αυτός ψιθυριστά. Και γυρίζοντας αργότερα το λόγο στα ελληνικά: «Να καταλάβεις τι είναι αρχοντιά».

Ήταν το πρώτο μάθημά μου για το μέγα τούτο ηθικό αγαθό: την αρχοντιά.

Αργότερα, μεγάλος σ’ ένα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα έναν άλλο πιο νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στο πρόσωπό του ξανασυνάντησα αυτό που είχα γνωρίσει παιδί στο πρόσωπο του Μαλαμούλη: την αρχοντιά. Το σταύρωμα του καρβελιού από αυτόν ήταν μια ιεροπραξία.

Η αρχοντιά δεν είναι συνώνυμο με την αριστοκρατικότητα, δεν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ή μια διαφορά πλούτου. Αλλά δεν είναι και ένα ηθικό απλώς γνώρισμα. Είναι μια σύνθεση υπερηφάνιας, ευπρέπειας, αυτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Άρχοντες βρίσκεις εγκατεσπαρμένους σε όλα τα είδη ανθρώπων. Ο άρχοντας δεν γίνεται ποτέ μάζα, σε όποια τάξη και αν ανήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δεν μπορώ — ίσως αδυναμία μου — με μια φράση να την ορίσω την αρχοντιά. Αλλά όταν συναντώ κάποιον που έχει αυτό το σύμπλεγμα των αρετών που την απαρτίζουν, τότε την αναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αυτός είναι άρχοντας. Ανήκει σε ααυτή την εκλεκτή κατηγορία ανθρώπων.

Έχομε άρχοντες κατά την νομικήν έννοια, που δεν έχουν αρχοντιά. Έχομε όμως χειρώνακτες που έχουν αρχοντιά.

Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899-1987)

Από το Αντικλείδι

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ

 

Ο χρόνος δε θα δείξει τίποτα, αλλά αυτό σ’ το είπα,
ο χρόνος γνωρίζει μόνο το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε.
Αν μπορούσα να σου πω, αν ήξερα, θα σ’ το έλεγα.
Αν είναι να κλάψουμε όταν οι κλόουν κάνουν παράσταση,
αν είναι να σκουντουφλάμε όταν παίζουν οι μουσικοί,
ο χρόνος θα το δείξει, αλλά κι αυτό σ’ το είπα.
Δεν έχω να σου πω κάτι περισπούδαστο, αν και
καθώς σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο μπορώ να πω,
αν μπορούσα να σου πω τι θα γίνει, θα σ’ το έλεγα.
Όταν φυσούν οι άνεμοι, έρχονται από κάπου
και σίγουρα υπάρχει λόγος που τα φύλλα μαραίνονται.
Ο χρόνος θα δείξει ή δε θα δείξει, αλλά κι αυτό σ’ το είπα.
Ίσως τα τριαντάφυλλα να θέλουν στ’ αλήθεια ν’ ανθίσουν
και το όνειρο να θέλει στα σοβαρά να μείνει μαζί μας.
Κι αν ήξερα τι να πω, θα σ’ το έλεγα.
Φαντάσου να έφευγαν όλα τα λιοντάρια,
να στέρευαν τα ποτάμια, να το έσκαγαν οι φαντάροι.
Ο χρόνος θα έλεγε: σας το είπα ότι θα γίνει.
Κι εγώ, αν ήξερα, θα σ’ το έλεγα.


W.H.AUDEN /// μτφρ: Belica-Antonia Kubareli
( περιοδικό  Διάστιχο)

ΣΙΩΠΗ

 Εγώ που μεγάλωσα μέσα σ’ ένα δέντρο
επ’ αυτού και τί δεν θά ’χα να πω,
πλην όμως έχω μάθει τόσο καλά τη σιωπή,
που προτιμώ ως προς αυτό να μη μιλήσω·
την μάθαινα δε καλύτερα όσο μεγάλωνα
και χαιρόμουν χαρά μεγάλη που μεγάλωνε,
δεν είχα πια άλλο πάθος πέρα απ’ την ουσία,
δεν έμενε πια άλλη πράξη πέρα απ’ την αθωότητα.
Μέσα μου ο χρόνος ολόχρυσος μονίμως
να περιμένει να τον καλέσουν στην κορυφή
για να γίνει επί τέλους πορτοκάλι

 

 Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 απο την ιστοσελίδα Αλωνάκι της Ποίησης του Γ.Κεντρωτή

 

«Πριν το τέλος»


 

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Ραδιο αρβύλα

                                    Τι να πει κανείς με αυτόν το Παναγιωτόπουλο? Μπόχα..



Το να παρακολουθείς όμως αυτή την εκπομπή, να αφήνεσαι να σε πατάει αυτή η αρβύλα τους, με τα στα όρια, κρύα, αστεία τους...

Τι να πει κανείς και για αυτό??? 


Είμαστε άξιοι της τηλεόρασης που εμείς παρακολουθούμε..

 


Να ξαναφτιάξουμε το δημόσιο σύστημα υγείας

 


Κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Μία μελέτη μάς είπε με στοιχεία αυτό που ξέραμε όλοι: ότι οι ΜΕΘ στα περισσότερα περιφερειακά νοσοκομεία δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτές των νοσοκομείων της Αττικής και 1-2 μεγάλων πόλεων. Μυστικό δεν ήταν, αλλά επειδή σε κανέναν δεν αρέσουν τα άσχημα νέα, ούτε και το «σπάσιμο αυγών», προτιμούσαμε να βάλουμε και αυτό το ζήτημα κάτω από το χαλί.

Τους πρώτους μήνες της πανδημίας έγινε ένα λάθος. Κυβερνητικοί παράγοντες διαφήμιζαν τη ραγδαία αύξηση των κλινών ΜΕΘ. Ιδρύματα και ιδιώτες ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση και προχώρησαν σε πολύ σημαντικές δωρεές. Ακούγαμε κάθε εβδομάδα ότι έχουμε 400, 500, 700 κλίνες ΜΕΘ. Πόσο πραγματική ήταν αυτή η εικόνα; Οι ειδικοί γνωρίζουν ότι είναι άλλο πράγμα να παραλάβεις πέντε ή δέκα κρεβάτια με τις απαραίτητες συσκευές και άλλο να στήσεις μια ΜΕΘ. Για να γίνει αυτό χρειάζονται πειθαρχία, καθοδήγηση, επαγγελματισμός, μάνατζμεντ. Και βέβαια, χρόνος και το απαραίτητο προσωπικό. Η χώρα είχε μείνει χωρίς βασικές ειδικότητες, όπως οι αναισθησιολόγοι. Χρόνος δεν υπήρχε, γιατί η πανδημία δεν περίμενε.

Βασική προϋπόθεση, να φύγουν τα κόμματα από τις διοικήσεις των νοσοκομείων και οι βουλευτές από τη λήψη αποφάσεων για το πού πρέπει να υπάρχει ΜΕΘ.

Μάνατζμεντ επίσης δεν υπήρχε, γιατί οι διοικητές σπανίως επιλέγονταν με βάση τις γνώσεις τους σε διαχείριση ενός νοσοκομείου. Μόλις, επιπλέον, άρχισε η συζήτηση για το πού θα δημιουργηθούν ΜΕΘ, έπεσαν και οι βουλευτές διεκδικώντας μία ΜΕΘ για κάθε κωμόπολη. Ετσι φτάσαμε σε τραγελαφικά αποτελέσματα. Ενας διοικητής να θεωρεί ότι φτιάχνει εντατική βάζοντας δύο κρεβάτια σκόρπια σε κάθε όροφο, το προσωπικό καθαρισμού να μην έχει καμία εκπαίδευση στο τι σημαίνει αποστειρώνω μία ΜΕΘ, τα ιδρύματα να ανακαλύπτουν με τρόμο ότι οι διοικήσεις τούς είχαν δώσει λάθος προδιαγραφές. Η Ελλάδα προχώρησε πολύ στην πολιτική προστασία ή στο σύστημα των εμβολιασμών. Δεν έγινε, όμως, Δανία στον τομέα της δημόσιας υγείας.

Η μάχη του ΕΣΥ με την πανδημία ήταν άνιση από την αρχή. Οι παθογένειες είχαν συσσωρευθεί επί δεκαετίες. Ολοι γνώριζαν, π.χ., πως η Ελλάδα είναι πολύ ψηλά στην κατάταξη των χωρών με πρόβλημα ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Οι πολιτικοί που χειρίστηκαν τα θέματα υγείας ξεκινούσαν να εξορθολογίσουν το δίκτυο των περιφερειακών νοσοκομείων, αλλά έπεφταν πάνω στο καταραμένο πολιτικό κόστος.

Εχουμε μία υποχρέωση και μία ευκαιρία, όσο τραγικό και αν ακούγεται, να ξαναφτιάξουμε το δημόσιο σύστημα υγείας. Βασική προϋπόθεση, να φύγουν τα κόμματα από τις διοικήσεις και οι βουλευτές από τη λήψη αποφάσεων για το πού πρέπει να υπάρχει ΜΕΘ ή και νοσοκομείο. Το αντέχει όμως αυτό μια, οποιαδήποτε, κυβέρνηση; Το αντέχει το πολιτικό μας σύστημα και εμείς όλοι;

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Στα μέρη μας οι ομοϊδεάτες της «Forza Nuova» ακούν και στο όνομα «Θεματοφύλακες του Συντάγματος». Με σήμα τον ατυχή δικέφαλο.

 

Η Ακροδεξιά και οι αντιπανδημίτες

Στα δύο χρόνια της πανδημίας είδαμε και πάθαμε πολλά. Και συνεχίζουμε να παθαίνουμε. Δίχως να ξέρουμε, ή να μπορούμε έστω να φανταστούμε, πόσες μεταλλάξεις ακόμα θα δανειστούν όνομα από το ελληνικό αλφάβητο, και πόσα κύματα περιμένουν να συντρίψουν την αναγκαία μεν πλην βιαστική και αβάσιμη αισιοδοξία μας. Βιασύνη που πιστοποιεί ότι το πάθος δεν γίνεται πάντα μάθος, παρά τη διδαχή του Αισχύλου, που ενστερνίστηκε στην περίπτωση αυτή τον κοινό λόγο. Θαρρείς και κάθε κύμα σβήνει πάνω στην άμμο της μνήμης μας όσα δεινά χάραξαν τα προηγούμενά του, και μαζί τους όλες τις διαβεβαιώσεις και παραινέσεις. Ακόμα και το απόλυτο δεινό, οι περίπου είκοσι χιλιάδες θάνατοι από την κόβιντ (τέσσερις Κυπαρισσίες ή δύο Σητείες ή περίπου μία Αρτα), μοιάζει να διαγράφεται ή να απορροφάται πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι να ορίζει το μακάβριο μέγεθός του. Διότι έτσι επιβάλλει η επιχείρηση «σώστε τα Χριστούγεννα».  

Φαίνεται επίσης ότι η τεράστια απώλεια ψυχών δεν αλλάζει τα μυαλά μας, όσον αφορά τα κρίσιμα: την ανάγκη να εμβολιαστούμε, τώρα, όχι αύριο-μεθαύριο, γιατί μπορεί να μην υπάρξει καν αυτό το αύριο-μεθαύριο. Και την ανάγκη να ενισχυθεί το ΕΣΥ. Επίσης τώρα και όχι αύριο-μεθαύριο, διότι αυτό το αύριο-μεθαύριο, έτσι όπως πορευόμαστε, σίγουροι ότι «πετύχαμε στο μέτωπο της πανδημίας όπως πετύχαμε και στο μέτωπο των καλοκαιρινών πυρκαγιών», δεν μας εμπεριέχει όλους. Δεν είναι όμως μοιραίο να πεθαίνουν οι άνθρωποι, να μην πολεμούν έστω για τις τελευταίες τους ελπίδες, επειδή δεν υπάρχει γι’ αυτούς κλίνη σε ΜΕΘ. Και δεν είναι τιμή για καμία πολιτεία να επιχειρεί να γεμίσει τα συνειδησιακά της κενά με χονδροειδώς αντιεπιστημονικά δόγματα του είδους «είτε εντός ΜΕΘ είτε εκτός, το ίδιο είναι». Κάποια στιγμή πρέπει να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τους ανθρώπους μας που χάνονται λόγω της κόβιντ. Ενός πενταλέπτου ίσως. Μήπως ξανασκεφτούμε, τίμια όμως, τι πράξαμε και τι δεν πράξαμε, πού λαθέψαμε και ποια λάθη μας τα κάναμε ιδεολογία χειραγωγώντας αριθμούς και ποσοστά, αντί να τα διορθώσουμε.

Η αντιποίηση αρχής, ή μάλλον η αντιποίηση ειδημοσύνης, είναι ένα από τα λάθη, ένα από προβλήματα που επιδείνωσε η προέλαση του ιού. Ολοι κρύβουμε έναν γιατρό μέσα μας, όπως και έναν συνταγματολόγο, γλωσσολόγο, σεισμολόγο, αστρολόγο, πολιτειολόγο, συγκοινωνιολόγο. Η διαφορά όμως είναι κρίσιμη. Οι γλωσσολογικές μας ανοησίες, λ.χ. η πεποίθηση ότι η ελληνική είναι η γλώσσα που γέννησε όλες τις άλλες, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας που μιλούν στον Σείριο οι Ελληνοσείριοι μάγοι, ή ότι έχει τέσσερα ή πέντε, μπορεί και έξι εκατομμύρια λέξεις, δεν απειλεί τη ζωή κανενός· απειλεί μόνο την πνευματική υγεία όσων πιστεύουν τους κήρυκες τέτοιων βλακωδών επινοημάτων. Αντίθετα, ο σφετερισμός της ιδιότητας του γιατρού, η οποία προϋποθέτει πολύχρονες σπουδές, ή μάλλον σπουδές που δεν τελειώνουν ποτέ, είναι άκρως επικίνδυνος. Ιδίως αν ο σφετεριστής είναι πολιτικός, που αποφασίζει, επιβάλλει μέτρα και πρωτόκολλα, διαβαθμίζει ανάγκες και προτεραιότητες, και απλώς ισχυρίζεται ότι υιοθετεί τις προτάσεις των ειδικών. Ενώ στην πραγματικότητα αδιαφορεί για τις επιφυλάξεις και τους φόβους τους, εμπιστευόμενος την πανεπιστημοσύνη που πιστεύει ότι του προσπορίζει η εξουσία του. Ή αν είναι κάποιος «διάσημος», που υψώνει το λάβαρο του αντάρτικου κατά της μάσκας, του εμβολίου, των μέτρων γενικώς, για να ταΐσει το συνωμοσιολογικό πάθος του φανατικού κοινού του. Και επειδή «αυτός ξέρει κάτι παραπάνω, είναι στα μέσα», πείθει τους αφελέστερους εκ των θαυμαστών του να «επαναστατήσουν» – και να κινδυνέψουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα «κορόιδα» που εμβολιάζονται.

Τέτοιοι ανταρτοπανδημίτες έχουν εμφανιστεί πολλοί στη διετία του κορωνοϊού. Δεν πρόκειται για μία επιπλέον «ελληνική ιδιαιτερότητα». Αρνητές υπάρχουν παντού. Είτε της μάσκας και της φρόνιμης κοινωνικής απόστασης, είτε του εμβολίου, είτε της ύπαρξης του ιού. Δεν είναι, πάντως, ίδιοι σε όλα όσοι διαμαρτύρονται. Οι σκεπτικιστές, όσοι προβάλλουν κάποιους στοιχειωδώς έλλογους ισχυρισμούς, στους οποίους οφείλουν να απαντούν έγκαιρα και με πληρότητα οι πολιτείες, η κοινότητα των επιστημόνων και οι διεθνείς οργανισμοί, είναι πιθανό να πειστούν. Αντίθετα, οι «ιδεολόγοι της άρνησης», όσοι θεωρητικοποιούν τη ροπή τους στα εύπεπτα συνωμοσιολογικά σενάρια, όσοι καθοδηγούνται από φονταμενταλιστές «πνευματικούς» χαμηλότατης στάθμης πλην υψηλής ανευθυνότητας, καθώς και όσοι εκμεταλλεύονται τον φανατισμό των αρνητών για να τον στρέψουν στη δική τους κοίτη, εμφανώς ακροδεξιά, δεν πρόκειται να πειστούν ποτέ. Ούτε για το εμβόλιο ούτε για το ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλον τον κόσμο δεν πεθαίνουν μόνο και μόνο επειδή έτσι έδοξε τω Μπιλ Γκέιτς.

Κάθε χώρα έχει τους δικούς της γκουρού, τους δικούς της ηγήτορες, που αντιστοιχούν στα εθνικά χαρακτηριστικά της. Είναι όμως ήδη φανερά ορισμένα κοινά γνωρίσματα: η θρησκοληψία μεγάλης μερίδας των φωνασκούντων (ιδιαίτερα στην Ελλάδα, στα υπόλοιπα Βαλκάνια και σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου, δυστυχώς, ποιμένες της Ορθοδοξίας ρισκάρουν την ίδια τη ζωή του ποιμνίου τους, για να ζυγίσουν τάχα την πίστη του), ο ακραίος εθνικισμός τους (εν ονόματι μιας αντιπαγκοσμιοποίησης που μόνο από δαιμονολογία κατέχει), ο βαθύς ανορθολογισμός τους και το απαραίτητο μίσος για τους Εβραίους: «Είναι τυχαίο», λένε, οι παντογνώστες στα ουκ ολίγα διαδικτυακά «μετερίζια» τους, «το ότι αν διαβάσουμε τη λέξη covid ανάποδα, όπως οι Εβραίοι δηλαδή, προκύπτει η λέξη divoc;» Τι σημαίνει το επίφοβο και κατηραμένο «divoc»; Α, εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν. Διότι οι μεν γλωσσομυστικιστές επιμένουν ότι σημαίνει «διχασμός», οι δε γλωσσοαλχημιστές διατείνονται ότι σημαίνει «κατοχή από ένα κακό πνεύμα», παναπεί ένα dybbuk.

«Η Ακροδεξιά βρίσκει ζωτικό χώρο στους αντιεμβολιαστές» τιτλοφορούνταν ένα ρεπορτάζ του Reuters, αναδημοσιευμένο στην «Κ», στις 18 Οκτωβρίου, ο δε υπότιτλος δήλωνε την αφορμή του κειμένου: «Eπίθεση νεοφασιστών εναντίον του μεγαλύτερου συνδικάτου της Ιταλίας». Δέκα ημέρες πριν, οι νεοφασίστες της «Forza Nuova», χρησιμοποιώντας σαν δούρειο ίππο μια διαδήλωση κατά της «πράσινης κάρτας» (ένα πάσο των εμβολιασμένων), είχαν εισβάλει στο κτίριο της αριστερής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ιταλίας (CGIL), της ισχυρότερης συνδικαλιστικής οργάνωσης της χώρας, και το είχαν λεηλατήσει. Εφτά ώρες κράτησαν οι οδομαχίες. Τα γεγονότα αυτά, συνέχιζε το ρεπορτάζ, «χτύπησαν τον συναγερμό και σε άλλες χώρες της Δύσης, καθώς ανέδειξαν μια πολύ ανησυχητική τάση διεθνούς εμβέλειας: τις συχνά επιτυχημένες προσπάθειες της Ακροδεξιάς, όπως και της λεγόμενης «εναλλακτικής Δεξιάς» (Alt-Right) τύπου Ντόναλντ Τραμπ και Στιβ Μπάνον, να βρουν ζωτικό χώρο στο νεφέλωμα των αρνητών του κορωνοϊού, της μάσκας και των εμβολίων». 

Στα μέρη μας οι ομοϊδεάτες της «Forza Nuova» ακούν και στο όνομα «Θεματοφύλακες του Συντάγματος». Με σήμα τον ατυχή δικέφαλο.

 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Καμύ: Η πτώση


Αφού πάλεψα, αφού εξάντλησα την αυθάδη περηφάνια μου, αποθαρρυμένος από την αχρηστία των προσπαθειών μου, αποφάσισα να εγκαταλείψω τη συναναστροφή των ανθρώπων.

Όχι, όχι, δεν έψαξα για ερημονήσι, δεν υπάρχουν πια.

Κατέφυγα μονάχα στις γυναίκες.

Το ξέρετε, δεν καταδικάζουν καμιά αδυναμία στην πραγματικότητα: θα προσπαθούσαν μάλλον να ταπεινώσουν ή να αφοπλίσουν τις δυνάμεις μας.

Γι' αυτό κι η γυναίκα είναι η ανταμοιβή όχι του πολεμιστή, αλλά του εγκληματία.

Είναι το λιμάνι του, το καταφύγιό του, στο κρεβάτι της γυναίκας τον πιάνουν κατά κανόνα.

Αυτή άραγε δεν είναι ό,τι μας απομένει απ' τον επίγειο παράδεισο;

Χαμένος, έτρεξα στο φυσικό μου λιμάνι.

Μα δεν έλεγα πια λόγια.

Έπαιζα ακόμα λιγάκι, από συνήθεια · έλειπε όμως η ευρηματικότητα.

Διστάζω να το ομολογήσω, από φόβο μην πω ξανά παχιά λόγια: νομίζω πως την εποχή εκείνη ένιωσα την ανάγκη ενός έρωτα.

Αισχρό, έτσι;

Όπως και να 'χει, ένιωθα έναν βουβό πόνο, ένα είδος στέρησης που μ' έκανε πιο άδειο και μου επέτρεπε, εν μέρει από ανάγκη και εν μέρει από περιέργεια, να αναλάβω κάποιες υποχρεώσεις.

Εφόσον είχα ανάγκη ν' αγαπήσω και να αγαπηθώ, πίστεψα πως ήμουν ερωτευμένος.

Έκανα, μ' άλλα λόγια, το βλάκα.

Έπιανα ξαφνικά τον εαυτό μου να κάνει συχνά μια ερώτηση που, ως έμπειρος άντρας, μέχρι τότε την απέφευγα πάντοτε.

Άκουγα τον εαυτό μου να με ρωτάει: "Μ' αγαπάς";

Ξέρετε ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις είθισται να σου απαντάς: "Κι εσύ";

Αν έλεγα ναι, βρισκόμουν δεσμευμένος πέρα από τα πραγματικά μου αισθήματα.

Αν τολμούσα να πω όχι, κινδύνευα να μη μ' αγαπούν πια και υπέφερα.

Όσο λοιπόν το συναίσθημα όπου είχα ελπίσει να βρω ανάπαυση απειλούνταν, τόσο το απαιτούσα από τη σύντροφό μου.

Προχωρούσα έτσι, σε όλο και πιο ρητές υποσχέσεις και κατέληγα ν' απαιτώ απ' την καρδιά μου ένα συναίσθημα όλο και αχανέστερο.

 

Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση Τίτλος πρωτοτύπου: Albert Camus, La chute, 1948
Μετάφραση: Ιωάννα Ευθυμιάδου 
Εκδόσεις «γράμματα»

Η πτώση...... 


 

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

Κάθε τι ΜΙΑ φορά μόνο..


 Κάθε τι ΜΙΑ φορά, ΜΙΑ φορά μόνο.
ΜΙΑ φορά και ποτέ πια.
Κι εμείς ΜΙΑ φορά μόνο. Δεύτερη,
ποτέ! Μα τούτη η ΜΙΑ φορά
για να 'χει υπάρξει, και ΜΙΑ φορά
μόνο γήινη για να 'χει υπάρξει,
δεν είναι κάτι που παίρνεται πίσω.

R. M. Rilke
Μτφ Άρη Δικταίου

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια...

 
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια

χάος

είν’ η ψυχή μου

που έκοψε με τα δόντια του

ο Θεός.

Μίλτος Σαχτούρης. Κάτι επικίνδυνα κομμάτια. (Απόσπασμα) 

 

Για όσα δεν λέγονται...


 Όσα δεν λέγονται, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κιόλας.
Ο καθείς δίνει κι έναν αγώνα σιωπής.

| Ιωάννα Καρυστιάνη | Τα σακιά | εκδόσεις Καστανιώτη |

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Δεν έχω χρόνο μάτια μου..


 

Κοιμήσου


 

Κοιμήσου. Οι έρωτες δεν πεθαίνουν ποτέ νύχτα. Και ευτυχώς οι νύχτες θα υπάρχουν πάντα

Πήγαν χαμένα


 

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Ο απαίδευτος νους

 02.03.2014

Ο απαίδευτος νους

-Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο; -Ο απαίδευτος νους. -Ο απαίδευτος νους; Είναι ο πλούσιος; Είναι ο αμόρφωτος; Είναι ο..; -Είναι ο απαίδευτος νους. -Τι εννοείς; Τι σημαίνει αυτό; Ο απαίδευτος νους άγεται και φέρεται. Γίνεται έρμαιο της συγκυρίας. Γίνεται αυτό που συμβαίνει- και τίποτα άλλο.

Ο απαίδευτος νους προσκολλάται πάντοτε στον εκάστοτε Δυνατό.

Είναι μια αυτόματη, αντανακλαστική κίνηση.

Ο απαίδευτος νους δέχεται τη δωροδοκία, την εύνοια, την υπεροπτική ανοχή του Δυνατού.

Μια δουλειά, λίγα χρήματα, ένα αντάλλαγμα.

Θα δεχτεί να βελτιώσει πρόσκαιρα τη θέση του και θα επιτρέψει στον βασιλιά, τον κυβερνήτη, τον πρωθυπουργό να συντηρήσει το εκάστοτε διεφθαρμένο καθεστώς του.

Ο απαίδευτος νους επιτρέπει την αθλιότητα, όσο εκείνη λειτουργεί υπέρ του. Με τον καιρό θα καμαρώσει κρυφά τη δύναμη της Εξουσίας και τη βαρβαρότητα που την συντηρεί.

Όταν ο Δυνατός δεν έχει πια τα μέσα- το χρήμα και την επιρροή- για να τον κρατήσει πιστό, τότε αμέσως στρέφεται στον επόμενο Δυνατό.

Σβήνει ξαφνικά με απαξία τη συμμετοχή και την ανοχή του στο θλιβερό παρελθόν. Γίνεται με θρασύτητα ο πιο σκληρός πολέμιος του παλαιού κι ο πιο πιστά οργισμένος ακόλουθος του καινούριου Δυνατού. Και παράλληλα με αυτόν τον φαύλο κύκλο της εξουσίας και τα σερνόμενα πλήθη του, ο απαίδευτος νους πάντοτε εντοπίζει τον αδύναμο.

Ο απαίδευτος νους συντρίβει τον αδύναμο. Ο πλούσιος τον φτωχό. Ο φτωχός τον ακόμα πιο φτωχό. Ο πιο φτωχός τον παρία. Ο παρίας τον ανέγγιχτο («the untouchables», η έσχατη κάστα στην Ινδία). Συχνά οι εξαθλιωμένοι γίνονται ακόμα πιο σκληροί απ' τους βασανιστές τους – έτσι η Αδικία διαιωνίζεται.

Ο απαίδευτος νους πιστεύει. Ο θεός του είναι η Ισχύς. Αυτή είναι η ιερή του δύναμη. Μόνο αυτή μπορεί να αντιληφθεί.

Μπορεί να περιφέρει λεκτικά έννοιες όπως η Αγάπη και η Ελευθερία, να τις περιγράφει, να τις κορνιζάρει με μεγάλα γράμματα, αλλά ποτέ δεν τις ενσωματώνει χωρίς αντάλλαγμα στη μικρή ζωή του.

Μόνο μέσα στην επιφάνεια του συγκριτικού βαθμού βρίσκει νόημα. «Είμαι πιο καλός. Ο θεός μου είναι πιο καλός. Είμαι ανώτερος».

Ο απαίδευτος νους δεν ξαγρυπνά τις νύχτες. «Πώς έζησα σήμερα; Τι έκανα; Τι δεν έκανα;» «Μήπως αδίκησα κάποιον; Μήπως τον πόνεσα;». Δεν αναρωτιέται. Γιατί ο απαίδευτος νους είναι πάντοτε αδικημένος. Θιγμένος. Κι ,επομένως, πάντοτε δικαιολογημένος. Αυτός είναι ο αγαπημένος του ρόλος.

Ο απαίδευτος νους δηλώνει απερίφραστα και μεγαλόφωνα την ύπαρξη του. Είναι η παράλογη προβολή του πλούτου του, είναι η μίζερη προβολή της ατυχίας του, είναι η αλαζονική προβολή της τιμιότητάς του, της ηθικής του ανωτερότητας.

Ο απαίδευτος νους φοβάται. Φοβάται το Άγνωστο – δηλαδή τα πάντα. Δεν μπορεί να δώσει εξήγηση, δεν έχει την πνευματική ζωή που θα γαληνέψει την άγνοιά του. Κι έτσι αρχετυπικά μετατρέπει το Άγνωστο σε καλό ή κακό θεό, σε δαίμονα ή προστάτη. Τελικά φοβάται και τα δυο.

Ο απαίδευτος νους δεν διστάζει ν' αφεθεί στα πιο βάρβαρα ένστικτά του – γιατί είναι ό,τι πιο εύκολο μπορεί να κάνει. Η κάθε εποχή θα του δώσει συνθήματα/ επιχειρήματα για κάθε άθλιο εαυτό του.

Ο απαίδευτος νους πηγαίνει στο Σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, λαμβάνει τις πληροφορίες της εποχής του, διαβάζει, αποκτά πείρα, διδάσκει. Αλλά ποτέ δεν διδάσκεται.

Ο απαίδευτος νους ακολουθεί τυφλά την Αυθεντία του καιρού του. Συχνά ταυτίζει τον εαυτό του με την Αυθεντία.

Ο απαίδευτος νους ξέρει.

Κατέχει την αλήθεια.

Την Απόλυτη Αλήθεια.

Δημιουργεί ένα σύννεφο, ένα νεφέλωμα ιδεοληψιών, προκαταλήψεων, στερεοτύπων κι απαράβατων κανόνων. Κρέμεται με υστερία πάνω απ' το σύννεφο αυτό και πιστεύει πως τον σηκώνει ψηλά, πως μαζί πηγαίνουν βόλτα πάνω απ' τις ζωές των άλλων πλασμάτων. Νιώθει θεός τους για μια μέρα – για μια ζωή. Πάνω στο σύννεφο κάνει περίεργες κινήσεις με το σώμα και τα χέρια του, λατρεύει ξύλα, χρυσάφια ,υφάσματα και ρούχα, φτιάχνει τελετές και καταναγκασμούς, αλλά αδυνατεί να πει μια καλημέρα – και να την εννοεί.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα μια διαρκή σύγχυση. Η Σύγχυση σημαίνει πάντοτε Σύγκρουση.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα σε μια διαρκή αντίφαση. Πολεμά στο όνομα της Ειρήνης, Σκοτώνει στο όνομα της Ζωής, Πονά στο όνομα της Αγάπης, Σκλαβώνει στο όνομα της Ελευθερίας, Αδικεί στο όνομα της Δικαιοσύνης, Παρανομεί στο όνομα του Νόμου, Καταστρέφει στο όνομα της Ύπαρξης.

Ο απαίδευτος νους έχει ως σημείο αναφοράς τους εχθρούς. Τους φαντάζεται, τους δημιουργεί, τους ελκύει.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα απ' τους άλλους. Παραμονεύει. Χάνει χρόνο, απ τον ελάχιστο που διαθέτει στην ενσαρκωμένη ζωή του, για να ασχοληθεί με τα πλάσματα που πιστεύει πως κλέβουν κάτι από τον ζωτικό του χώρο. Δεν αντέχει τη μοναξιά της περισυλλογής. Δεν εμβαθύνει.

Ο απαίδευτος νους είναι ο Δικτάτορας. Του κράτους του, της ομάδας του, της οικογένειας, των παιδιών, των συντρόφων του, των φίλων, της καθημερινότητας.

Ο απαίδευτος νους κρίνει, δεν δημιουργεί.

Ο απαίδευτος νους δεν ζει στο παρόν. Θα στοιχημάτιζε και τη ζωή του για το τι έγινε πριν από χιλιάδες χρόνια, έχει τη βεβαιότητα για το τι πρόκειται να συμβεί. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρει τίποτα για το Τώρα.

Ο απαίδευτος νους δεν αναγνωρίζει το ταλέντο, την ομορφιά των άλλων.

Ο απαίδευτος νους δημιουργεί τη γραφειοκρατία. Αγαπά τους τύπους, γιατί δεν απαιτούν βαθύτερη αντίληψη της ζωής, δεν ζητούν κάποια πνευματική διαδρομή, είναι ευκόλως αναγνώσιμοι. Υπάρχουν εκεί, αμετακίνητα παρόντες, ένα έτοιμο εγχειρίδιο.

Ο απαίδευτος νους στηρίζει με τη σιωπή του κάθε φαύλο καθεστώς. Καταστρέφει με το θόρυβό του κάθε δημοκρατία. Γιατί ο λόγος του δεν είναι ποτέ απόσταγμα σκέψης. Βιάζεται να σωπάσει ή να επιβάλει τον λόγο του. Ο απαίδευτος νους είναι ανυπόμονος. Δεν έχει τον αυθορμητισμό ενός παιδιού, τη λαχτάρα του ερωτευμένου. Δεν κατανοεί τη στωικότητα, την καρτερικότητα, την αξία του λόγου και τη σοφία της σιωπής. Ζει σπασμωδικά, ακριβώς όπως σκέφτεται.

Ο απαίδευτος νους δεν έχει καμία εσωτερική ευγένεια. Ο αληθινά ευγενής άνθρωπος φαίνεται μόνο από τους τρόπους του απέναντι σε εκείνους, τους οποίους δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη.

Ο απαίδευτος νους δεν έχει χιούμορ. Λέει αστεία, γίνεται εύθυμος, σκωπτικός, πικρόχολος και χαιρέκακος. Αλλά δεν επιτρέπει να αγγίξει κανείς – ούτε λεκτικά- την κοσμοθεωρία του.

Ο απαίδευτος νους συγχωρεί τον εαυτό του. Όχι τους άλλους.

Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι μορφωμένος, σοβαρός, καλοντυμένος, να κατέχει φήμη κι αξιώματα, δύναμη, επιρροή και πλούτο.

Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι αμόρφωτος, κακοντυμένος, χωρίς κοινωνική θέση κι αξιώματα. Σχηματίζει ομάδες , φράξιες, παρατάξεις, στρατούς, διαχωρισμούς.

Οι περισσότερες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας ευνοούν τον απαίδευτο νου. Γιατί εκείνος βρίσκει πάντοτε το κατάλληλο έδαφος μέσα στις αυστηρές δομές, στις έτοιμες απαντήσεις, σε ιδεολογικά κατασκευάσματα και θρησκείες.

Ο απαίδευτος νους είναι υπάκουος – ή οργανωμένα, κατόπιν προσταγής, ανυπάκουος. Ψάχνει πάντοτε για την πιο ασφαλή φυλακή και τη βαφτίζει ζωή του.

Ο απαίδευτος νους δεν ξέρει τι είναι η καλοσύνη ή η αγάπη άνευ όρων. Δε θα άντεχε ποτέ μια τέτοια αναρχία.

Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τα πλούτη του – γίνεται άπληστος.

Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τη φτώχια του – γίνεται κτήνος.

@koublis

Πηγή: aixmi.gr