ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
ERASMUS DESIDERIUS
Ότι είναι μοναδικό κι αμίμητο σ' αυτό το έργο, παρατηρεί ο Τσβάιχ, είναι
η επιδέξια και μεγαλοφυής μεταμφίεση που μας παρουσιάζει ο συγγραφέας. Ο
Έρασμος δεν παίρνει ο ίδιος το λόγο για να τα ψάλλει στους ισχυρούς της
γης, αλλά ανεβάζει στην έδρα τη Stultitia, την Τρέλα, για να πλέξει η
ίδια το εγκώμιο του εαυτού της. Κι έτσι γίνεται μια διασκεδαστική
παρεξήγηση. Ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς, ποιος μιλάει. Είναι ο ίδιος ο
συγγραφέας που μιλάει σοβαρά; Είναι η Τρέλα, που πρέπει, φυσικά, να της
συγχωρηθούν κι οι πιο τολμηρές αυθάδειες; Χάρη σ' αυτό το διφορούμενο, ο
Έρασμος δημιουργεί για τον εαυτό του μια θέση που τον κάνει άτρωτο και
του επιτρέπει όλες τις τολμηρότητες. Δεν είναι δυνατό να συλλάβεις την
προσωπική του γνώμη κι αν κανένας τα 'βαζε μαζί του γι' αυτούς τους
σαρκασμούς, γι' αυτές τις τσουχτερές καμτσικιές που τις μοιράζει τόσο
αφειδώλευτα γύρω του, θα μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του
απαντώντας κοροϊδευτικά: "Δεν το είπα εγώ αυτό, αλλά η Κυρία Stultitia
-, και ποιος θα μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τα λόγια μιας τρελής";
(Από
την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Μιλά η Τρέλα
(/36) Γιατί βγήκα στη μόστρα μ’ αυτά τ’ αλλόκοτα ρούχα, θα το μάθετε,
αν κάνετε τον κόπο και μου δώσετε αυτί. Όχι εκείνο, βέβαια, που δίνετε
στους ιεροκήρυκες, άλλα το άλλο που στήνετε τόσο καλά στα πανηγύρια, για
τους τσαρλατάνους, τους σαλτιμπάγκους και τους τζουτζέδες, η εκείνο το
γαϊδουρίσιο που έστησε άλλοτε ο Βασιλιάς μας ο Μίδας στον Πάνα. Μ’
έπιασε η λόξα να σας κάνω κομμάτι το σοφιστή. Όχι σαν αυτούς που
παραγεμίζουν το κεφάλι των νέων με πληχτικά κουροφέξαλα, και τους
μαθαίνουν να καυγαδίζουν με πείσμα, χειρότερα κι από γυναίκες. Όχι. Θα
μιμηθώ εκείνους τους αρχαίους, που για ν’ αποφύγουν τον ντροπιαστικό
τίτλο του σοφού, προτίμησαν να λέγονται σοφιστές, και δουλειά τους ήταν
να συνθέτουν εγκώμια σε θεούς και ήρωες. Θ’ ακούσετε λοιπόν ένα εγκώμιο,
όχι του Ηρακλή μήτε του Σόλωνα, μα το δικό μου, της Τρέλας.
Γιατί πάντα παιδί αυτός ο Έρωτας; Μα γιατί είναι παιχνιδιάρης· μήτε κάνει μήτε σκέφτεται ποτέ του κάτι γνωστικό.
(/51)
Σύμφωνα με τον ορισμό των στωικών, σοφία πα να πει ν’ αφήνεις να σε
κυβερνάει το λογικό· κι αντίθετα, τρέλα, να παραδέρνεις μέσα στα πάθη. Ο
Δίας, για να μην είναι η ζωή των ανθρώπων θλιβερή κι ανούσια, τους
έδωσε πολλά πάθη και λίγο λογικό. (/52) … Κι από πάνω, αυτό το λογικό,
το ξάκρισε σε μια στενή γωνιά της κεφαλής, ενώ παράτησε στα πάθη όλο το
ρέστο του κορμιού. Έπειτα, στο λογικό μονάχο έβαλε αντικρύ δύο έξαλλους
τύραννους: το Θυμό, που βαστά το κάστρο του στήθους με την πηγή της
ίδιας της ζωής, δηλαδή την καρδιά· και τον Πόθο, που το κράτος του
απλώνεται ως και κάτω απ’ τ’ αποκοίλι. Τώρα, τι μπορεί να κάνει το
λογικό αντικρύ σ’ αυτές τις δυό αδελφωμένες εξουσίες, το βλέπουμε αρκετά
στο καθημερινό φέρσιμο των ανθρώπων. Μπορεί να κράζει μόνο τις
προσταγές του χρέους ώσπου να βραχνιάσει. Μα είναι σαν ανήμπορος
βασιλιάς: του λένε «άμε να κρεμαστείς», οι βρισιές τους σκεπάζουν τη
φωνή του, ώσπου κι αυτό, μπαϊλτισμένο, παραδίνεται.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ» ΤΟΥ ΕΡΑΣΜΟΥ (1469-1537)