Τρίτη 30 Μαΐου 2017

άτεγκτος - η - ο

άτεγκτος -η -ο [áteŋgtos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν αισθάνεται λύπη ή οίκτο ώστε να υποχωρήσει, να καμφθεί, ανυποχώρητα ή άσπλαχνα σκληρός· αμείλικτος, ανελέητος: ~ κριτής / εκδικητής.