Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Κύριε Βούτση, πάρτε ένα μάθημα

Αναφερόμενος στη Χρυσή Αυγή, ο Πρόεδρος της Βουλής είπε ότι δεν υπάρχουν «μη ευπρόσδεκτες» ψήφοι - παρέβη έτσι τον άγραφο νόμο πολιτικής απομόνωσης των φασιστών. Η γενναία στάση ενός προπονητή πολεμικών τεχνών που απέσυρε αθλήτριά του από διοργάνωση επειδή ο χώρος είχε κατακλυστεί από γνωστούς χρυσαυγίτες, θα έπρεπε να του έχει γίνει μάθημα

 

Ανδρέας Πετρουλάκης

Δεν γνωρίζω ακριβώς τι είναι το αγώνισμα Muay Thai και δεν είχα ξανακούσει για τον προπονητή του αθλήματος Ηλία Λάμπρου. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να θαυμάσω τα υγιή πολιτικά του αντανακλαστικά και το βάθος των απλών λόγων του, όταν απέσυρε την αθλήτριά του από μία διοργάνωση γιατί ο χώρος είχε κατακλυστεί από γνωστούς χρυσαυγίτες. Και αυτός ο άγνωστος σε μένα άνθρωπος έδωσε ένα μάθημα Δημοκρατίας σε πολλούς μεγαλοσχήμονες, πολιτικούς και δημοσιογράφους.

«Ο αθλητισμός δεν μας ενώνει όλους», λέει ο Ηλίας Λάμπρου. «Οι σχολές και τα γυμναστήρια δεν χωρούν φασίστες», «δεν υπάρχει λόγος να συμμετέχουμε για χάρη ενός περιέργως νοούμενου επαγγελματισμού». Ακριβώς. Ούτε η δημοσιογραφία μας χωρά όλους και δεν υπάρχει λόγος στο πλαίσιο ενός κακώς νοούμενου επαγγελματισμού να χωρούν οι φασίστες ανάμεσά μας. Δεν υπάρχει λόγος να περιφέρονται σε εκπομπές και πάνελ, και μάλιστα καθόλου περιθωριακά, για να ακούμε κανονικά και δημοκρατικά τις απόψεις τους. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ωσμώνονται με όλους τους υπόλοιπους που πιστεύουν στα δημοκρατικά ιδεώδη, και με αυτό τον τρόπο να νομιμοποιούνται και να κανονικοποιούνται σαν να εκφράζουν απλώς φυσιολογικές πολιτικές διαφωνίες με τους υπόλοιπους.

Οι φασίστες, ακόμα κι αν έχουν εκλεγεί στο κοινοβούλιο, δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται με όρους ισότιμου διαλόγου – ο δημοκρατικός διάλογος, πριν από την ψήφο, απαιτεί κοινή πίστη στις αρχές του ουμανισμού που εκείνοι εχθρεύονται.
Δεν αναρωτιέται άραγε γιατί δεν υπάρχει αντιπρόεδρος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή; Δεν προβληματίζεται από την υπερήφανη στάση του Σταύρου Δήμα που αρνήθηκε προκαταβολικά εκλογή με ψήφους φασιστών;
Ακόμα παραπάνω ισχύει για τους πολιτικούς. Και είναι δυστύχημα που η γενναία στάση του προπονητή έρχεται να φωτίσει αρνητικά την απαράδεκτη θέση του Προέδρου της Βουλής για το ενδεχόμενο να γίνουν οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής ρυθμιστές του εκλογικού τοπίου. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο κ. Βούτσης παρέβη τον άγραφο νόμο πολιτικής απομόνωσης των φασιστών που είχε δημιουργηθεί σιωπηρά στο Κοινοβούλιο από όλες τις πτέρυγες, και θεώρησε ξαφνικά τις ψήφους τους ισότιμες με των υπολοίπων.

Μόνο η προκάτοχός του για τους δικούς της πολιτικούς λόγους είχε τολμήσει να αμφισβητήσει την κοινή πρακτική αποκλεισμού των υποδίκων χρυσαυγιτών, και δυστυχώς ο τωρινός Πρόεδρος ακολουθεί τον ίδιο ολισθηρό δρόμο. Στην προσπάθειά του να υπηρετήσει το στόχο των 200 ψήφων παριστάνει τον αφελή που μετρά ορφανές ψήφους. Δεν αναρωτιέται άραγε γιατί δεν υπάρχει αντιπρόεδρος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή; Δεν προβληματίζεται από την υπερήφανη στάση του Σταύρου Δήμα που αρνήθηκε προκαταβολικά εκλογή με ψήφους φασιστών; Δεν κοιτά λίγο προς την άλλη πλευρά της Αθήνας, εκεί που διεξάγεται η δίκη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα;
Γιατί ο Νίκος Βούτσης δέχτηκε να συνδέσει για πάντα το όνομά του με τέτοια αντιδημοκρατική μεθόδευση, χάριν πρόσκαιρων (και φυσικά αμφίβολων) πολιτικών κερδών;

Ο προπονητής Πολεμικών Τεχνών Ηλίας Λάμπρου, μπορεί να μην έχει την πολυετή πολιτική εμπειρία του κ. Βούτση και των λοιπών προσώπων του δημοσίου βίου που καλοδέχνονται τους φασίστες ως εκλεγμένους, αλλά έχει καθαρό πολιτικό βλέμμα και ανυποχώρητες δημοκρατικές πεποιθήσεις. Και γίνεται για λίγο προπονητής Δημοκρατικών Αρχών σε ένα περιβάλλον που δυστυχώς εμφανίζει όλο και συχνότερα μειωμένα αντανακλαστικά απέναντι στους κήρυκες της βίας που ξανασηκώνουν κεφάλι.

Η ανακοίνωση του προπονητή:
«Σήμερα μια αθλήτρια του White Tiger Camp έπαιζε αγώνα Κ1 για μια ζώνη σε μεγάλη διοργάνωση, αγώνα που τελικά ακυρώσαμε. Για λόγους σεβασμού
προς την αντίπαλη αθλήτρια, τη γωνία και το δάσκαλό της αλλά και το διοργανωτή που μας έκανε την τιμή και μας προσέφερε αυτή την ευκαιρία διεκδίκησης ζώνης θα πρέπει να εξηγήσω αυτή τη ενέργειά μας. Με το που φτάσαμε στο χώρο διεξαγωγής των αγώνων, αντιληφθήκαμε πως “πρώτο τραπέζι πίστα” ήταν μεγάλη παρέα αποτελούμενη από τον Κασιδιάρη, το Λαγό και άλλα μέλη της Χρυσής Αυγής, αντίστοιχου ή μικρότερου βεληνεκούς. Επειδή ο αθλητισμός δε μας ενώνει (και καλά κάνει), επειδή οι σχολές και τα γυμναστήρια μας δε χωρούν τους φασίστες και τους
ναζί, δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραμείνουμε στον ίδιο χώρο με αυτούς, νομιμοποιώντας την παρουσία τους σε δημόσιους χώρους. Δεν έχω τη λογική του no politica στον αθλητισμό, πολύ περισσότερο όταν αφορά μισάνθρωπους νοσταλγούς του Χίτλερ, των κρεματορίων, των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για χάρη ενός περιέργως εννοούμενου επαγγελματισμού, να συμμετέχουμε σε οτιδήποτε αντίστοιχο. Θέλουμε έναν κόσμο που να χωράει πολλούς κόσμους και θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για αυτό… Ειλικρινά είμαι περήφανος για τους μαθητές/αθλητές μου και μακάρι να είναι και αυτοί περήφανοι για τις επιλογές μας και τη στάση ζωής μας… 

Ηλίας Λάμπρου White Tiger Muay Thai Camp». (πηγή: Lifo.gr)

protagon.gr

 


 

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Με αφορμή μια θλιβερή επέτειο...

ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ*

Οπως είναι γνωστό, τέτοιες μέρες πριν από ένα χρόνο ζήσαμε κυριολεκτικά μια εβδομάδα των Παθών. Η ξαφνική αναγγελία του δημοψηφίσματος, το κλείσιμο των τραπεζών που ακολούθησε μαζί με την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, η τεράστια αβεβαιότητα για το τι θα ξημέρωνε για τη χώρα και, τέλος, η πόλωση και ο ζόφος που κυριάρχησαν καθώς η εβδομάδα έβαινε προς το τέλος της, θα μείνουν πιστεύω για πάντα χαραγμένα στη μνήμη των περισσοτέρων.

Τώρα πια γνωρίζουμε πως το δημοψήφισμα δεν ήταν παρά μια ωμή πολιτική απάτη με τεράστιο οικονομικό κόστος, που μεταφράστηκε σε δυσβάσταχτους νέους φόρους και περικοπές. Εννοείται πως είμαι πολύ θυμωμένος που οι υπεύθυνοι για την απάτη αυτή όχι μόνο δεν λογοδότησαν, αλλά εξακολουθούν να μας κυβερνούν. Ομως όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Σήμερα θέλω να χρησιμοποιήσω τη θλιβερή αυτή επέτειο ως μια μικρή αφορμή αναστοχασμού.

Πέρυσι, λοιπόν, τέτοιες μέρες, και καθώς η εβδομάδα έβαινε προς την κατάληξή της, θεώρησα πως μια ενδεχόμενη επικράτηση του «Οχι» στο δημοψήφισμα, είτε αυτό ήταν μέρος οργανωμένου σχεδίου ρήξης με την Ευρώπη είτε απλώς κίνηση απελπισίας μπροστά στο διαπραγματευτικό αδιέξοδο της κυβέρνησης, θα μας οδηγούσε μαθηματικά σε μια τεράστια τραγωδία, εφάμιλλη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η χώρα θα χρεοκοπούσε, η οικονομία θα κατέρρεε και ο κίνδυνος κάποιου είδους δημοκρατικής εκτροπής θα αυξανόταν. Οπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, έκανα λάθος. Γιατί όμως;

Ο συλλογισμός μου ήταν ο εξής: όλοι γνώριζαν πως τα διαπραγματευτικά όπλα της κυβέρνησης ήταν ανύπαρκτα, άρα θεωρούσα πως αυτό το γνώριζε σαφώς και η κυβέρνηση. Εάν όμως το γνώριζε, τι ακριβώς νόημα είχε το δημοψήφισμα; Εφόσον ο στόχος δεν μπορούσε να είναι η βελτίωση της διαπραγματευτικής της θέσης, σκοπός της πρέπει να ήταν είτε η ρήξη είτε μια τυχοδιωκτική βουτιά στο κενό που θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή τη ρήξη. Δεν πίστευα πως μια ύστατη υποχώρηση θα ήταν δυνατή, αφού αν σκοπός ήταν ο συμβιβασμός, τότε αυτός εύκολα θα είχε επιτευχθεί νωρίτερα και με πολύ μικρότερο κόστος. Οπως αποδείχθηκε όμως, υποτίμησα την ανευθυνότητα και τον ερασιτεχνισμό της ομάδας Τσίπρα-Βαρουφάκη, που δεν είχε απολύτως κανένα σχέδιο και απλά θεωρούσε πως μπορούσε να εκβιάσει ένα καλύτερο αποτέλεσμα μέσα από ένα γιουρούσι.
Ουσιαστικά η μεθόδευση αυτή ήταν ένα είδος κατάληψης, όπως είχε μάθει να κάνει με επιτυχία η Αριστερά στη διάρκεια της μεταπολίτευσης.

Το δημοψήφισμα ήταν, με άλλα λόγια, μια κίνηση απελπισίας, προϊόν πλήρους άγνοιας για το πώς λειτουργεί η διεθνής πολιτική. Αν αποφεύχθηκε η τραγωδία, αυτό οφείλεται μόνο και μόνο στο γεγονός πως η υποχώρηση της κυβέρνησης υπήρξε άμεση και ολοκληρωτική. Και η υποχώρηση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης την τελευταία στιγμή πως το χάος που θα πρόκυπτε θα παρέσυρε μαζί με τη χώρα και τους κυβερνώντες στα τάρταρα. Οπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο Αλέξης Τσίπρας, η επιλογή της ρήξης θα τον έκανε ήρωα για λιγοστές μόνον ημέρες.

Μπορεί να υπερτίμησα τον στρατηγικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, αλλά συγχρόνως υποτίμησα τη διάθεση μιας μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού να επιλέξει το «Οχι» και αυτό παρά τις πολύ συγκεκριμένες προειδοποιήσεις για τον τεράστιο κίνδυνο που εμπεριείχε η επιλογή αυτή. Εδώ έχουμε να κάνουμε με πολλούς παράγοντες. Θα επεσήμαινα έξι: την ικανότητα της κυβέρνησης να παραπλανά τον κόσμο καθησυχάζοντάς τον πως δεν υπήρχε κίνδυνος, την απόρριψη των «συστημικών» φωνών και της γνώμης των «ειδικών» (που είδαμε να εκφράζεται πρόσφατα και στη Μεγάλη Βρετανία), τη διάβρωση που είχε επιφέρει στην κοινωνία η χρόνια και συστηματική διάδοση του αντιμνημονιακού λόγου, την κούραση και την απογοήτευση που είχε προκαλέσει η οικονομική δυσπραγία, την ανάγκη εκτόνωσης μέσω της έκφρασης μιας συμβολικής απόρριψης του μνημονίου και, τέλος, το γεγονός πως για μια σειρά λόγους το κλείσιμο των τραπεζών επηρέασε την καθημερινότητα πολύ λιγότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς.

Τελικά, τι απέμεινε από το δημοψήφισμα αυτό; Για όσους ψήφισαν «Ναι», η αποφυγή μιας απίστευτης τραγωδίας μετρίασε ενδεχομένως τον θυμό για τον εμπαιγμό από μια κυβέρνηση που δεν δίστασε να παίξει την τύχη της χώρας στα ζάρια δίχως να έχει το παραμικρό σχέδιο. Αναρωτιέμαι, όμως, αν για τους ψηφοφόρους του «Οχι», η στιγμιαία εκτόνωση που πρόσφερε το δημοψήφισμα αντισταθμίζει την αναπόφευκτη διαπίστωση πως η κυβέρνηση τους χρησιμοποίησε και τους κορόιδεψε με τον πλέον ωμό τρόπο.

Οπως και να έχει το πράγμα, η δημοκρατία βγήκε τραυματισμένη μέσα από τη μεθόδευση αυτή. Παράλληλα όμως, είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς την άποψη πως, με δεδομένη την κυριαρχία του λαϊκισμού, ίσως να ήταν αναγκαίο το πέρασμα μέσα από τη διαδικασία αυτή και απαραίτητη η αναμέτρησή μας με τον χειρότερό μας εαυτό. Πως, δηλαδή, τελικά αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να γίνει ευρύτερα κατανοητό το πόσο έωλο ήταν το αντιμνημονιακό ιδεολόγημα, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πορευτούμε, επιτέλους, προς την έξοδο από τη μεγάλη αυτή κρίση.

*Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Η χώρα της «αναπλαισίωσης»

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Υπάρχει ένας τρόπος στο μυαλό της Αριστεράς να ηθικολογεί πάνω στο κενό και να στρουθοκαμηλίζει μπροστά στην επικαιρότητα. Είναι η καθημερινότητά μας επί ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι, μια λέξη όπως «αναπλαισίωση» (συντάξεων) δεν αιφνιδιάζει. Ούτε καν ενοχλεί. Απηχεί με ακρίβεια την κουλτούρα της «αυταπάτης». Είναι ο κανόνας, δεν είναι η εξαίρεση.

Και ο κανόνας αυτός έχει καθημερινή αναβάπτιση, για να χρησιμοποιήσω και εγώ τη συριζαϊκή διάλεκτο της ξύλινης αερολογίας. Είμαστε εθισμένοι. Σε τι ακριβώς, δύσκολο να πει κανείς, καθώς είναι ανέφικτο να τοποθετείσαι στο κενό πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να παράγει πολιτικό λόγο, παρά μόνον άνευ νοήματος συνθήματα, γλυκερές ηθικολογίες και τακτικισμούς.

Και όταν δεν παράγεις πολιτικό λόγο, δεν εξασκείς πολιτική. Είναι σαν να περιμένεις από έναν αρχιτέκτονα να χτίσει σπίτι χωρίς συνεργεία. Εχουμε εθιστεί στην ιδέα ότι η χώρα έχει κυβέρνηση χωρίς να κυβερνάται και ότι ο εθνικός διασυρμός, όπως στην περίπτωση της Cosco, δεν είναι λανθασμένος χειρισμός αλλά επιλογή που πηγάζει από έναν τρόπο «σκέψης» και κοσμοθεωρίας. Είναι πικρή η διαπίστωση, ακόμη και για τους φύσει και θέσει ιδεολογικούς αντιπάλους της κυβέρνησης, ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα «irrelevant» στον διεθνή χάρτη. Το ότι είμαστε «εκτός τόπου και χρόνου» είναι μια κατάσταση άσχετη από τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας. Εχει περισσότερο να κάνει με θέματα κύρους, ισχύος, ευθύνης, γνώσης και αίσθησης εθνικού συμφέροντος και διεθνούς συνεργασίας. Εχει δηλαδή να κάνει με όλες εκείνες τις παραμέτρους στις οποίες η ελληνική κυβέρνηση βαθμολογείται με ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό.

Αλλά αυτή είναι η κατάσταση, την οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε όπως οφείλουμε και να την αντιμετωπίσουμε. Δεν αρκεί το γεγονός της καθημερινής πλέον πύκνωσης των απογοητευμένων και οργισμένων. Προέχει ο σκοπός της ενημέρωσης ώστε κάθε πολίτης που «πέφτει από τα σύννεφα» να μην αισθάνεται μετέωρος και απροστάτευτος. Ο συγκλονιστικός οικονομικός αναλφαβητισμός των Ελλήνων, με αδυναμία κατανόησης του ρόλου των τραπεζών, ή του τρόπου με τον οποίο ο ιδιωτικός τομέας συμβάλλει στην ευημερία κάθε πολίτη, είναι μια τεράστια πρόκληση. Η μειωμένη σύνταξη έχει από πίσω ένα ολόκληρο ιδεολογικό κατασκεύασμα που έχει περάσει ως «κανονικό». Και αυτό πρέπει να αποκαλυφθεί.


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ο λούμπεν προλεταριακός φετιχισμός

grava_1.medium
grava_1.medium
του Γρηγόρη Καραγρηγορίου για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Το χειρότερο στο άρθρο του Καρτερού στην Αυγή με τον εύγλωττο τίτλο «Σας γαμώ το Χάρβαρντ» —με την ευκαιρία, να τον χαίρεστε σύντροφοι κι εις ανώτερα— είναι κατά την γνώμη μου η επιλογή των λέξεων. Δεν λέω μόνο για τον τίτλο. Είναι αυτό το άθλιο «γυφτάκια από το Περιστέρι και την Τούμπα» — αναρωτιέμαι αν ήταν τυχαίο ή γνωρίζει πως λένε οι άλλοι χουλιγκάνοι τους παοκτζήδες.

Κυρίως βέβαια το ακόμη χειρότερο «αδούλευτοι, ατίθασοι, αγριεμένοι… λύκοι της Γκράβας και της Καισαριανής». Φράση απευθείας από την ιδεολογική φαρέτρα της Λένι Ρίφενσταλ, ενταγμένη στην καρδιά της κοινοτοπίας του κακού. Η ρώμη, το ένστικτο, η σωματικότητα απέναντι στην καλλιέργεια, την περίσκεψη και την πνευματικότητα. Διακρίνεται εύκολα …ο φετιχισμός του θάρρους, η διάλυση της αποξένωσης σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας· η απόρριψη της διανόησης.*

Κι όλα αυτά πάνω σε μια πατίνα χυδαίας εργαλειακής χρήσης της ταξικότητας που ουσιαστικά αποτελεί ύβρι για τα παιδιά της εργατικής τάξης· που τα εκμηδενίζει σε μια καρικατούρα με κύριο χαρακτηριστικό την ζωώδη ενεργητικότητα, ανίκανα δήθεν να αντιπαρατεθούν σε καλλιέργεια και μόρφωση με τα παιδιά του Ψυχικού και της Φιλοθέης — στη λούμπεν εκδοχή του προλεταριάτου, ντυμένη στο σφρίγος και την δύναμη της θέλησης.

Κάπου εδώ εκλαμβάνω την προσβολή προσωπικά: εμείς εδώ στα δημόσια σχολεία του Κορυδαλλού, εργατόπαιδα οι περισσότεροι, δεν γίναμε λύκοι. Κάποιοι πάλεψαν σκληρά και κόντρα στις συνθήκες, μαζί τις πιο πολλές φορές κι όχι απέναντι στον κοινωνικό περίγυρο, για να μορφωθούν. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν να διδάσκουν τώρα στα Χάρβαντ.

Κι αυτοί που δεν μπόρεσαν ή δεν είχαν τέτοιους στόχους παλεύουν σήμερα όπως μπορούν, στις χειρότερες συνθήκες εδώ και δυο γενιές, να εξασφαλίσουν τουλάχιστον πως η επόμενη γενιά θα ξεκινήσει από καλύτερη βάση. Όχι με ουρλιαχτά στα ερείπια της αστικής στέπας αλλά με παιδεία και αξιοκρατία, ανοιχτούς ορίζοντες και δικαιοσύνη, υπέρβαση και ξαναχτίσιμο, με ουσιαστική κοινωνική αναπλαισίωση για να το πούμε με τα λόγια της εποχής.

Μια γενιά που δε θα γαμεί τα σχολεία, θα τα κάνει δικά της και καλύτερα. Γιατί επί της ουσίας —της ταξικότητας, δηλαδή, και με την ίδια δόση λαϊκισμού θα έπρεπε μάλλον να ξέρει ο Καρτερός πώς ένας (ας πούμε) αριστερός αντιμάχεται τα ταξικά προνόμια—, προσπαθεί να κάνει τα δημόσια σχολεία ίδια ή καλύτερα από τα ιδιωτικά, να κάνει τις Γκράβες εφάμιλλες των Χάρβαρντ. Βρίσκεται απέναντι από τα ταξικά προνόμια, δεν τα μετατρέπει σε φετίχ.

*Όπως με μοναδική ακρίβεια είχε συνοψίσει η Susan Sontag στο Η γοητεία του φασισμού, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Υψιλον, 2010

dimartblog.com