Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Το τέλος του «κυρίου καθηγητού»

  Στέφανος Κασιμάτης ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ                       




                         Κατάθλιψη. Η εικόνα της κυβέρνησης, η εικόνα της χώρας ολόκληρης...

Προβληματίστηκα αν, για την οικονομία του λόγου, θα έπρεπε να τους πω «φελλούς», τελικά όμως μου άρεσε περισσότερο ο όρος «τενεκέδες». Οι τενεκέδες αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικοτήτων του δημοσίου βίου. Σε αυτήν συγκεντρώνονται όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν καταφέρει να μεσουρανούν, επειδή προβάλλουν επιτυχώς –και, εν πολλοίς, έχουν επιβάλει– μια εικόνα του εαυτού τους και των δυνατοτήτων τους, απείρως πιο κολακευτική από ό,τι είναι οι άνθρωποι αυτοί στην πραγματικότητα. Ονόματα είναι αδύνατον να πω, για ευνόητους λόγους· είμαι βέβαιος, όμως, ότι όλοι έχετε γνώση του είδους. Συχνά συνδυάζουν τον ναρκισσισμό με την αχαλίνωτη φιλοδοξία, τη φυγοπονία με τη μεγαλομανία και, κατά κανόνα, παίζουν το παιχνίδι για τον εαυτό τους. Είναι κοινό χαρακτηριστικό των περισσοτέρων του είδους αυτό: συμμετέχουν στο παιχνίδι του δημόσιου βίου, κινούμενοι πάντα με επιδεξιότητα προς διάφορες πλευρές, με σκοπό να έχουν πλασαριστεί σε πλεονεκτική θέση για τις φιλοδοξίες τους, όταν η σκόνη θα έχει κάτσει.

Κάνοντας αυτήν τη δουλειά επί χρόνια, έχω γνωρίσει τα καλύτερα δείγματα των τενεκέδων του δημοσίου βίου (πάντα υπάρχει ένα τίμημα για το κάθε τι...) και πιστεύω ότι έχω καταλάβει μερικά πράγματα για την τεχνική τους, για τη μέθοδο με την οποία κατορθώνουν να αναρριχώνται. Προτού ξεκινήσω όμως, οφείλω να σας πω, για να είμαι εντάξει, ότι έχω αφιερώσει χρόνο παρατηρώντας στενά διαφόρους τενεκέδες, διότι προσωπικώς με συναρπάζει το φαινόμενο της απατεωνίας στον δημόσιο βίο. Με γοητεύει το πώς ένας άνθρωπος ισορροπεί μέσα του το χάσμα ανάμεσα στη συνήθως μεγαλειώδη persona του δημοσίου ρόλου και στον θλιβερό Καραγκιόζη που συχνά κρύβεται από πίσω της. Ας επανέλθω όμως στο μυστικό της επιτυχίας τους.

Κατ’ αρχάς, έχω διαπιστώσει ότι κανείς από τους τενεκέδες δεν συμβαίνει να είναι εντελώς ανίκανος στα πάντα. Ολοι τους έχουν συγκεκριμένες ικανότητες, ο ένας εδώ και ο άλλος εκεί, όλοι τους όμως έχουν ένα κοινό στοιχείο, που έχω καταλήξει ότι αυτό είναι το sine qua non της επιτυχίας ενός τενεκέ. Είναι η κολακεία, συνήθως με τρόπο πρόδηλο και σε βαθμό εμετικό – αυτό, δηλαδή, που λέμε στην καθημερινή γλώσσα «γλείψιμο». Ολοι τους αυτοί, πιστέψτε με, σερβίρουν την κολακεία με τη σπάτουλα. Αλλοι το κάνουν χονδροειδώς και αδιακρίτως, άλλοι με εξυπνάδα και, συνήθως, είναι αυτοί οι τελευταίοι που πετυχαίνουν περισσότερο. (Οχι, δηλαδή, ότι οι άλλοι που γλείφουν άγαρμπα πάνε χαμένοι. Παρότι λέγεται ότι σε όλους αρέσει να δέχονται την κολακεία, αλλά σε κανέναν δεν αρέσουν οι κόλακες, το ανθρώπινο είδος επιδεικνύει μεγάλη ανοχή στους κόλακες. Ισως επειδή διά του τρόπου αυτού, ως ανοχή δηλαδή, εκφράζεται η έμφυτη απέχθεια του ανθρώπου για τα σκουλήκια, στα οποία θα καταλήξει μια μέρα...)

Δεν ισχυρίζομαι, ούτε καν διανοούμαι να φαντασθώ ότι ο Αλέξης ο Μητρόπουλος ανήκει στους τενεκέδες, όπως περιγράφονται παραπάνω. Εντούτοις, η άνοδός του βασίστηκε στην κολακεία. Αρκεί να τον έβλεπες ή να τον άκουγες μία φορά να δίνει συνέντευξη και το καταλάβαινες αμέσως. Πάντα ξεκινούσε με ένα μισοκακόμοιρο ύφος, ευχαριστώντας ταπεινά τον δημοσιογράφο για την «τιμή» που του έκανε και, στην πορεία, πάντα διάνθιζε τον λόγο του με υμνητικές αποστροφές για τις ικανότητες και την αξία του συνομιλητή του. Τύχαινε αρκετές φορές να τον πετυχαίνω στο ραδιόφωνο και πάντα απορούσα πώς ανέχονταν οι συνομιλητές του να δέχονται από αυτόν κολακείες στα όρια της δουλοπρέπειας, οι οποίες έναν κανονικό άνθρωπο θα τον έκαναν να θέλει να ανοίξει η γη να τον καταπιεί από ντροπή. Ηταν φορές που νόμιζες ότι άκουγες ευνούχο να απευθύνεται στον πολυχρονεμένο σουλτάνο. Οι δημοσιογράφοι, όμως, δεν είναι κανονικοί άνθρωποι. (Εχω μια άλλη, χειρότερη, θεωρία για το είδος τους, αλλά δεν είναι της παρούσης...) Παρατηρούσα λοιπόν ότι πολλοί από αυτούς καλοδέχονταν την ανατολίτικη γαλιφιά του Αλ. Μητρόπουλου και την ανταπέδιδαν με την προσφώνηση «κύριε καθηγητά» – και ας ήταν ένας απλός επίκουρος έπειτα από τόσα χρόνια στη Νομική Σχολή.

Προχθές, στη συνέντευξη που έδωσε μετά την παραπομπή του για κακούργημα, δεν πρόσεξα αν τον προσφώνησε κανείς «κύριο καθηγητή». Ισως να μην ήταν απαραίτητο κιόλας, διότι δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος που κάποτε μιλούσε ex cathedra, ενώ συγχρόνως κρατούσε τον συνομιλητή του υπό έλεγχο με κολακείες και παινέματα. Ενας φουκαράς ήταν, που προσπαθούσε να εξηγήσει την περιπέτειά του ως συνωμοσία εις βάρος του. Ομως δεν διέφερε πολύ αυτός ο φουκαράς από τον «κύριο καθηγητή» του παρελθόντος, η διαφορά ανάμεσά τους είχε σχεδόν εκμηδενισθεί. Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, ήταν πάντα ο ίδιος, έστω και αν τώρα τον στόμφο είχε αντικαταστήσει η κακομοιριά μιας φωνής που έτρεμε. Και το δείχνουν δύο χαρακτηριστικές λεπτομέρειες από τη συνέντευξή του. (Ομολογουμένως, δεν την παρακολούθησα ολόκληρη. Πώς θα μπορούσα άλλωστε;)

Πρώτον, η αναφορά στην υπόθεσή του ως «νομικό θέμα», που έλαβε διαστάσεις κακουργήματος εξαιτίας της πλεκτάνης εις βάρος του. Εννοούσε με τον χαρακτηρισμό «νομικό» ότι το ζήτημα είναι κατά κάποιον τρόπο «τυπικό» ή «διαδικαστικό» και όχι ουσίας. Μα δεν υπάρχει ουσία για την κοινή γνώμη, στην περίπτωση ενός πολιτικού που κρύβει από την εφορία ένα εκατομμύριο δολάρια; Από πότε; Δεύτερον, όταν αποκάλυψε πώς ακριβώς έβρισε τον Φλαμπουράρη έξω από τις τουαλέτες της Βουλής, δεν είχε το σθένος να επαναλάβει τη φράση του (ήταν το «άντε γ***»), αλλά παρενέβαλε και την επεξήγηση «όπως λέμε στον Πύργο». Σοβαρά; Για δες τι λένε εκεί στον Πύργο! Μα σε όλη την Ελλάδα δεν το λένε αυτό; Ομως, ο Αλ. Μητρόπουλος ήθελε να δικαιολογήσει την παραφορά του τοποθετώντας την μέσα στο πλαίσιο της «σοφίας του λαού». Διότι, αν τη φράση αυτή τη λέει ο απλός λαός του Πύργου, δεν μπορεί να είναι τόσο κακή, διότι, ως γνωστόν, η προτίμηση του πλήθους εξαγνίζει. Ηταν ο ίδιος, λοιπόν, γιατί εξακολουθούσε να κάνει αυτό που έκανε πάντα· δηλαδή, να κρύβει τις προσωπικές επιδιώξεις του πίσω από έννοιες μεγαλύτερες και σεβαστές από τους πολλούς. Θα επανέλθει στην επικαιρότητα όταν έλθει και η ώρα της δίκης του, φαντάζομαι· και ελπίζω να είναι η τελευταία φορά και να μη μας απασχολήσει ξανά ποτέ...
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: