Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Η μηχανή του σαρκασμού

Η μηχανή του σαρκασμού

Toυ Παντελη Μπουκαλα

Στεκόταν στην ουρά ένας φίλος μου, σε τράπεζα ήταν, σε εφορία ή σε κατάστημα του ΙΚΑ, δεν καλοθυμάμαι. Κι ενώ η μουρμούρα για το «διαλυμένο κράτος» και τους «τεμπέληδες υπαλλήλους» είχε αρχίσει να διεκδικεί τα δικαιώματά της, ακούστηκε ήχος κινητού. Ενας ήχος που με την πρωτοτυπία του λειτούργησε κατευναστικά. Ακούστηκαν πρώτα δυο-τρεις νότες κι ύστερα η φωνή του Γιώργου Παπανδρέου να διαβεβαιώνει: «Λεφτά υπάρχουν!». Μία φορά, δύο, τρεις. Στράφηκαν όλοι προς τον αποδέκτη της κλήσης και, έκπληξη πάνω στην έκπληξη, είδαν ότι το κινητό ανήκε σε γερόντισσα, όχι τόσο γερόντισσα ώστε να περνάει εκτός σειράς, πάντως προχωρημένης ηλικίας. Και μεμιάς τούς πήραν τα γέλια. Ολους. Και τους προσωρινά ανακουφισμένους υπαλλήλους.

Να κατέχει η κυρία μας από νέες τεχνολογίες δεν φαίνεται πιθανό. Κάποιο ξεφτέρι εγγόνι θα έβαλε την τεχνογνωσία και η ίδια πρόσφερε τη βιοσοφία, που για να δημιουργηθεί χρειάστηκε, δεκαετία τη δεκαετία, να καταπιεί και να προσπεράσει δεκάδες χαρμόσυνες εξαγγελίες που αθροιζόμενες κατέληξαν σε κάτι παραπάνω από το μηδέν. Το μήνυμα του κινητού της, πάντως, «Λεφτά υπάρχουν!», δεν ενόχλησε κανέναν από τους είκοσι ανθρώπους που αποτελούσαν το λιλιπούτειο δημοσκοπικό σώμα της ουράς. Γέλασαν όλοι, και οι πράσινοι που μάλλον βρίσκονταν ανάμεσά τους. Με το ήρεμο γέλιο όσων πρώτα αυτοσαρκάζονται κι έπειτα σαρκάζουν, πρώτα αυτοσιχτιρίζονται κι ύστερα αναθεματίζουν.

Ηρεμες ήταν και οι προτάσεις που ακούστηκαν μετά τη γελωτοθεραπεία και τα συγχαρητήρια στην ιδιοκτήτρια του κινητού, που πέρασε βέβαια πρώτη στο ταμείο, τιμής ένεκεν. «Να βάλουμε στα κινητά μας και τον άλλον, με το “Σεμνά και ταπεινά”», είπε ο ένας. «Και το “άλλο μείγμα”», πρόσθεσε ένας τρίτος, εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριο. Δίχως καμία όρεξη τσακωμού και κομματικού φανατισμού. Περιέλαβαν, άλλωστε, τους πάντες με τη μηχανή του σαρκασμού τους.

«Ενα γέλιο θα τους θάψει», μονολόγησε ο φίλος μου, έμπειρος κι αυτός της ζωής και φανατικός αναγνώστης επιτοίχιων συνθημάτων, κι έφυγε δίχως να κάνει τη δουλειά του. Είχε ξεχάσει, άλλωστε, για ποιο λόγο πήγε στο κατάστημα.

Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: